Στην μετά – covid αγορά εργασίας δεν θα υπάρχουν άνεργοι, ούτε καν εργαζόμενοι. Τουλάχιστον όχι έτσι όπως τους γνωρίσαμε.

Νέος και εύλογος κύκλος αντιπαράθεσης έχει εγκαινιαστεί υπό το φως των αλλαγών που φέρνει το επίμαχο νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας, αναφορικά με τις νέες παραμέτρους στα υπαλληλικά δεδομένα. Θέσπιση τετραήμερης εργασίας με δεκάωρη βάση, υπερωριακές αλλαγές και νέο μοντέλο εργασίας είναι μονάχα η κορυφή του νέου παγόβουνου.

Λόγω οικονομίας της συζήτησης, δεν θα σταθούμε καν στην  αίσθηση σουρεαλισμού που δημιουργεί στον κάθε πολίτη η κατάσταση όπου ένας επικεφαλής υπουργός , που δεν έχει να επιδείξει στο βιογραφικό του ουδεμία πραγματική θέση εργασίας αλλά μονάχα κομματικώς εκπορευόμενα πόστα (Γραμματέας Νεολαίας, Ευρωβουλευτής κόμματος, Βουλευτής, Υπουργός κτλπ), επιδιώκει, κατά δήλωσή του, την «μεγιστοποίηση του οφέλους των εργαζομένων».

Εκσυγχρονίζουμε την αγορά εργασίας και την νομοθεσία, κάνουμε ευέλικτα τα ωράρια, ενισχύουμε εισοδήματα και ελεύθερο χρόνο εργαζομένων

– Κωστής Χατζηδάκης, νυν υπουργός Εργασίας

Ο νυν Υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζιδάκης

Ο νυν Υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζηδάκης

Το νέο ΝΣ και η στρεβλή επιχειρηματολογία του

Ας ελέγξουμε τα κυριότερα σημεία του νομοσχεδίου, για να διαπιστώσουμε – πλέον και τυπικά – το μέγεθος της συνειδητής στεβλότητας των νοημάτων. Το νομοσχέδιο, σύμφωνα με τον ίδιο τον Υπουργό, προβλέπει:

  • Τετραήμερη δεκάωρη εργασία, κατόπιν αιτήματος εργαζομένου, με πληρωμή των έξτρα ωρών ανά ημέρα όχι σε υπερωρίες, αλλά σε χρόνο, εξ ου η μία πρόσθετη ημέρα ρεπό
  • Ψηφιακή κάρτα εργασίας για έλεγχο ωραρίου – υπερωριών -εργοδοτικής αυθαιρεσίας
  • Σύγχρονη και ευέλικτη αγορά εργασίας δια του εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας

Το δόλωμα

Ευθύς εξαρχής, διαπιστώνουμε την πρώτη απόκρυψη ζωτικών πληροφοριών. Αφενός, τονίζεται ότι με το νέο καθεστώς ο εργαζόμενος θα μπορεί να αιτηθεί λιγότερες ημέρες εργασίας με συνολικά ίδιες ώρες (40/εβδομάδα) δίχως να γίνεται αναφορά στο ότι οι επιπρόσθετες αυτές 2 ώρες ανά ημέρα δεν θα πληρώνονται προσαυξητικά ως υπερωρίες αλλά θα προβλέπονται στο τυπικό ωράριο του εργαζομένου. Εν ολίγοις, ναι μεν θα έχεις μια πρόσθετη ελεύθερη ημέρα, χάνοντας όμως την δυνητική υπερωριακή ενίσχυση του εισοδήματός σου, στο σενάριο που θα δούλευες δέκα ώρες/ημέρα, με τις δύο αυτές επιπλέον ώρες να πληρώνονται επιπρόσθετα.

Ταυτοχρόνως, ενώ υποτίθεται πως μονάχα με αίτημα του ίδιου του εργαζομένου θα προβλέπεται η εν λόγω αλλαγή μοντέλου, δεν θεσπίζεται κανένα θεσμικό αντίβαρο που να κατοχυρώνει αυτή την ελευθερία βούλησης. Το να παρουσιαστεί ένα έγγραφο το οποίο φέρει την υπογραφή του εργαζομένου, δεν σημαίνει πως η διαδικασία αυτή είναι αποτέλεσμα επιλογής και όχι άνωθεν επιβολής. Εξάλλου, το πρώτο πράγμα που μαθαίνει κανείς στο εργατικό δίκαιο ή ακόμα και στο εμπειρικό βίωμα, είναι πως το ισχυρό συμβαλλόμενο μέρος είναι ο εργοδότης και επ’ ουδενί ο υπάλληλος/εργαζόμενος.  Κατ’ ουσίαν λοιπόν, το κεντρικό επιχείρημα του ΝΣ δεν προστατεύεται από καμία επιπρόσθετη ρύθμιση, με αποτέλεσμα, το αφήγημα περί εργασιακής επιλογής να είναι αίολο.

Συνεχίζοντας, γίνεται αναφορά στην «ευελιξία του ωραρίου» με μηδενική γνωμάτευση εις ό,τι αφορά τις συνέπειες στον ανθρώπινο παράγοντα. Μια ολόκληρη σχολή σκέψης, η ανθρωπιστική, έχει δια των εκπροσώπων της αναλύσει σε βάθος τις ψυχολογικές και βιοτικές επιφορτήσεις που επιφέρει  ένα κουραστικό πρόγραμμα εργασίας. Βεβαίως, όλα αυτά φαντάζουν ψιλά γράμματα στη σημερινή, και δυστυχώς όχι μόνο, κυβέρνηση. Ξαφνικά, δεν δείχνει να μας ενδιαφέρει πως αυτή η επιπρόσθετη εργασία ανά ημέρα θα έχει ως συνέπειες την χειροτέρευση της υγείας του εργαζομένου, σωματικής και ψυχολογικής. Η παραπάνω κόπωση ανά επαγγελματική θέση και παράμετροι όπως η αύξηση ορθοστασίας, το κουβάλημα βαρών, η εργασία μπροστά από μια οθόνη και βεβαίως η αύξηση εργατικών ατυχημάτων, φαντάζουν άνευ σημασίας την ίδια ακριβώς στιγμή που εντατικοποιούνται λόγω του μεγαλυτέρου ωραρίου. Ομοίως, δεν ενδιαφέρει η μικρότερη υπαλληλική/εργατική απόδοση ανά θέση εργασίας, ως απότοκο της επιφόρτισης ωρών. Μιλάμε πλέον για μέτρα που αντιβαίνουν όχι απλά στις ανθρωπιστικές θεωρήσεις αλλά και στην ίδια την παραδοσιακή καπιταλιστική λογική.

Ο κ. Χατζηδάκης έξυπνα προτάσσει την αντικατάσταση των αδειών άνευ αποδοχών  με εκείνες μετ’ αποδοχών. Λένε λοιπόν, πως εάν είσαι φοιτητής ή αγρότης και θες για ένα διάστημα ενός – δύο μηνών να μην εργαστείς, λόγω εξεταστικής ή σοδειάς αντίστοιχα, να μπορείς να χρησιμοποιήσεις ένα μοντέλο περισσότερων ωρών εργασίας ανά ημέρα, ώστε να πάρεις μετέπειτα την άδεια που χρειάζεσαι, με αποδοχές, παραβλέποντας όλες τις υπόλοιπες πτυχές του νομοσχεδίου όπως η φυσική εξουθένωση. Πρόκειται για μια γνωστή τακτική, όπου «κάνουμε σημαία» μια παράμετρο και αποσιωπούμε κάθε άλλη οπτική.

Ανθρωπος σε απόγνωση
Η παγίδα και η περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας

Που κρύβεται λοιπόν η ουσία; Ποιοί πραγματικά επωφελούνται από τον «εκσυγχρονισμό» της νομοθεσίας;

Καταρχάς, είμαστε μάρτυρες της τυπικής κατάργησης του τρίπτυχου: 8 ώρες εργασία, 8 ώρες ξεκούραση, 8 ώρες ύπνου, όπως και της σταδιακής εξαφάνισης των υπερωριών. Με το νομικό και πολιτικό αυτό προηγούμενο δεν δίνονται απλά παράθυρα ευκαιρίας στους εργοδότες για αποφυγή καταβολής υπερωριών μέσω της συμπίεσης εργασιακού κόστους και λαστιχοποίησης του ωραρίου, αλλά βαίνουμε στη τελική οδό για την μεταστροφή του εργασιακού μοντέλου όπως το γνωρίσαμε.

Οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι αλυσίδες καταστημάτων που βασίζονται στην «ανακύκλωση» νέων εργαζομένων (εκεί δηλαδή όπου ο παλαιότερος εργαζόμενος είναι από έξι μήνες έως ένα έτος), έχουν πλέον την εξουσιοδότηση να υπερφορτίζουν τα ημερήσια ωράρια των υπαλλήλων τους, άνευ εισοδηματικής προσαύξησης αλλά καταβολής του επιπλέον χρόνου σε…ρεπό. Άραγε τι αξία έχει μια επιπρόσθετη ημέρα την οποία ο μέσος εργαζόμενος θα την περνά ακινητοποιημένος στο κρεβάτι του πόνου, με μειωμένη εισοδηματική προοπτική; Άραγε πόσες μελέτες, αναλύσεις και στατιστικές συγκρίσεις έχουν γίνει αναφορικά με τα προβλήματα υγείας και τα ατυχήματα που προκύπτουν σε αυτούς από το καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργείο;

Με άλλα λόγια, οι επιχειρήσεις – ιδίως οι εποχιακές – θα χρησιμοποιήσουν το νέο παράθυρο νόμου ώστε μέσω ατομικών συμβάσεων να προσλαμβάνουν εργαζόμενους που θα δουλεύουν τέσσερις ημέρες για δέκα ώρες έκαστη, και ταυτόχρονα θα προσλαμβάνουν κάποιους ”ρεπατζήδες” για να καλύπτουν τα ρεπό των προαναφερθέντων. Έτσι, ξεφορτώνονται τις υπερωρίες, μεγιστοποιούν την κατά περίπτωση χρηστικότητα και μπορούν για διαστήματα ολίγων μηνών να φέρουν εις πέρας τους στόχους τους – μέχρι να αντικαταστήσουν τους εξουθενωμένους εργαζομένους με την επόμενη «φουρνιά».

Η στρατηγική νίκη αυτού του παράδοξου σχήματος έγκειται στο ότι όντως, πολλοί σημερινοί εργαζόμενοι που παρανόμως δεν πληρώνονταν τις υπερωρίες τους (και που άρα ήδη δούλευαν δεκάωρο για πέντε ημέρες) θα προτιμήσουν αυτό το μοντέλο για ένα έξτρα ρεπό. Πρόκειται λοιπόν για μια ρύθμιση που δεν επιλύει μια παθογένεια, όπως αυτή της μη καταβολής υπερωριών ή των πλασματικών συμβάσεων, αλλά βασίζεται σε αυτή ώστε να εγκαινιάσει μια νέα εργασιακή εποχή απορρύθμισης στο βωμό πολύ συγκεκριμένων συμφερόντων, και προφανώς, όχι εκείνων των εργαζομένων.

Στα θετικά του νομοσχεδίου, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως η ηλεκτρονική κάρτα εργασίας όντως θα προάγει τον εργοδοτικό έλεγχο και την τήρηση των συμφωνηθέντων βάσει συμβάσεων ως προς τα ωράρια. Παρ΄όλα αυτά και κατά τραγική ειρωνία, αυτή η ψηφιοποίηση δεν θα έχει κανένα νόημα σε μια αγορά εργασίας όπου οι υπερωρίες καταργούνται, τα ωράρια αυξάνονται και κατά μαθηματική συνέπεια οι υπάλληλοι απορρυθμίζονται.

Ιδεοληψίες και ευρύτερη στρατηγική

Πρέπει, έστω και ετεροχρονισμένα, να αντιληφθούμε πως όλα αυτά εντάσσονται σε πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές στρατηγικές. Με την διαχρονική μείωση των συλλογικών συμβάσεων και την μείωση των συνδικάτων οι εργαζόμενοι έχουν περιορισμένα, αν όχι ελάχιστα, εργαλεία απάντησης. Με τον θάνατο του Κορπορατιστικού μοντέλου οι φορείς των εργαζομένων τέθηκαν εκτός τραπεζιού και άρα διαμόρφωσης της ατζέντας. Αντιθέτως, οι εργοδοτικοί φορείς θεσμοποιήθηκαν, άμεσα και έμμεσα, και μέσω lobbying έχουν απευθείας πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων, όπου και μπορούν να μεθοδεύσουν την νομοπαρασκευαστική και εκτελεστική διαδικασία, προς όφελος των ιδίων και όχι της τεράστιας μάζας της εργασίας.

Τα θύματα είναι και πάλι οι συνήθεις ύποπτοι: οι μικρομεσαίοι, που παραδόξως αποτελούν την ραχοκοκαλιά της κοινωνίας, ένεκα των φόρων και της παραγωγικότητάς τους. Η κοντόφθαλμη οπτική που βρίσκεται υπό εξέταση, αγνοεί εκουσίως τις συνέπειες των εργασιακών μεταβολών και τα δυνητικά ξεσπάσματα που αυτές εγκυμονούν. Αν μη τι άλλο, η αποδυναμωμένη μεσαία τάξη, τα ασθενή στρώματα που βρίσκονται οριακά πάνω από το όριο της φτώχειας, οι άνεργοι και οι φοιτητές, νιώθουν ήδη «αόρατοι» με ό,τι αυτό σημαίνει για τις πολιτικές τους επιλογές ή τις κοινωνικές πραγματικότητές τους.

Έχει προ πολλού παρέλθει η ώρα κατά την οποία δεν μπορούμε να κρυφτούμε πίσω από τις προφάσεις των «διεθνών πρακτικών», των «ευρωπαϊκών κανονισμών και οδηγιών» και της «ευελιξίας ή του εκσυγχρονισμού της εργασίας». Από ένα σημείο και μετά δεν υπάρχουν μεσοβέζικες αναγνώσεις.

Επιλέγουμε την βιωσιμότητα των πολλών – αν όχι όλων – ή την απονομιμοποιημένη στόχευση ελαχίστων;