Της εξωτερικής συνεργάτιδος Δέσποινας Τόβα,
Έχεις μόλις ακούσει ότι το αγαπημένο σου βιβλίο έχει γυριστεί σε ταινία και επιτέλους προβάλλεται στις αίθουσες του κινηματογράφου. Αγοράζεις εισιτήρια για την πρεμιέρα, βρίσκεις τις καλύτερες θέσεις και προμηθεύεσαι έναν τεράστιο κουβά ποπκορν (ή νάτσος… ό,τι προτιμά ο καθένας), για να μασουλάς κατά τη διάρκεια της προβολής. Πέφτουν οι τίτλοι τέλους και σηκώνεσαι απογοητευμένος/η, γιατί η ταινία δεν ήταν όπως την περίμενες. Ο πρωταγωνιστής δεν έμοιαζε με τον ήρωα που είχες πλάσει στο μυαλό σου, πολλές σκηνές έλειπαν και τα γεγονότα δεν συνέβησαν έτσι ακριβώς όπως τα διάβασες.
Ας εξετάσουμε όμως λίγο περισσότερο αυτό το θέμα που απασχολεί κατά καιρούς πολλούς από εμάς. Σίγουρα ένα βιβλίο και μια ταινία έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για δυο τέχνες που ξεκινούν από κοινή αφετηρία: στο πώς θα δημιουργήσουν συναισθήματα στο κοινό τους μέσα από μια ιστορία. Και ίσως μια καλή ιστορία αξίζει να την προσεγγίσεις μέσα από διάφορες μορφές. Αν και η διαδικασία της μεταφοράς στην τέχνη (adaptation) έχει μακρά παράδοση, κυρίως στη δυτική κουλτούρα από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας, η υπόθεση της μεταφοράς ενός λογοτεχνικού έργου στον κινηματογράφο έχει εγείρει ενδιαφέρουσες αντιπαραθέσεις και περιορισμούς, καθώς και πολλά ερωτήματα, τόσο αισθητικά όσο και πρακτικά.
Πολλοί συγχέουν τη δουλειά του συγγραφέα με αυτή του σεναριογράφου, ενώ στη πραγματικότητα πρόκειται για δυο τέχνες που ακολουθούν διαφορετικές συμβάσεις. Ένα βιβλίο τετρακοσίων και πεντακοσίων σελίδων, δεν θα ήταν δυνατό να μεταφερθεί αυτούσιο στην οθόνη όταν ο χρόνος που ο μέσος θεατής μπορεί να παραμείνει συγκεντρωμένος είναι περίπου 100 με 120 λεπτά. Βασική δουλειά του σεναριογράφου είναι να υλοποιεί – ή να συγκεκριμενοποιεί – κάποιες ιδέες από το πρωτότυπο κείμενο και να κάνει απλουστευτικές επιλογές, ενισχύοντας όμως το υλικό του με άλλους τρόπους, όπως η εικόνα και η μουσική.
Συνεπώς, η επιτυχημένη μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου στον κινηματογράφο δεν έχει να κάνει με τον όγκο ή την πιστή αντιγραφή του έργου αλλά με την ικανότητα τόσο του σεναριογράφου όσο και του σκηνοθέτη να τηρήσουν τις συμβάσεις του είδους, προκειμένου να αναδειχθεί η ιστορία.
πηγή: ECOEARTH.GR
Είναι σαφές λοιπόν ότι μιλάμε για δυο διαφορετικές τέχνες που πρέπει η κάθε μια ξεχωριστά να ανταποκρίνεται στις ανάγκες που έχει το κοινό της. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον θεατή και τον αναγνώστη. Ο χρόνος που θα αφιερώσει ένας θεατής σε μια ταινία είναι πολύ λιγότερος από αυτόν που ο αναγνώστης θα χρειαστεί για να ολοκληρώσει ένα βιβλίο. Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να γυρνάει ξανά και ξανά τις σελίδες σε σημεία της ιστορίας που νιώθει ότι κάτι του έχει ξεφύγει ή θέλει να εμβαθύνει περισσότερο, έχοντας όσο χρόνο χρειαστεί για να επεξεργαστεί τις πληροφορίες που πήρε, ενώ στον θεατή δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα.
Επιπλέον, ο αναγνώστης φαντάζεται μόνος, του μέσα από τις λεπτομέρειες που επιλέγει να του δώσει ο συγγραφέας, τους ήρωες και τα σκηνικά, ενώ ο θεατής βασίζεται στα οπτικά ερεθίσματα που έχουν επιλεγεί από τον σεναριογράφο, τον σκηνοθέτη, τον σκηνογράφο, τους μακιγιέρ κ.α. Επομένως πρέπει να έχουμε υπόψη ότι αν επιλέξουμε να κάνουμε τη σύγκριση ανάμεσα σε μια μυθοπλασία κι ένα κινηματογραφικό έργο που μοιράζονται την ίδια ιστορία, θα πρέπει να κρίνουμε πώς το καθένα από αυτά ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις και στις συμβάσεις της τέχνης του, και όχι στο πόσο «πιστή» είναι η μεταφορά.
Μάλιστα, πολλοί συγγραφείς, όταν τους προτείνεται να μεταφερθεί το βιβλίο τους στον κινηματογράφο επιλέγουν να αναλάβουν οι ίδιοι τη συγγραφή του σεναρίου. Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις που ο ίδιος καλλιτέχνης έχει αναλάβει το πέρασμα από την μια τέχνη στην άλλη, διακρίνουμε τις διαφορές ανάμεσά τους, καθώς, όπως ήδη αναφέραμε, σκοπός δεν είναι η πιστή αναπαραγωγή του έργου, αλλά ο πειραματισμός και η έκπληξη που προκαλείται στον καλλιτέχνη μέσα από μια καινούργια απόδοση της ιδέας. Μερικά τέτοια παράδειγμα είναι ο Ian McEwan, ο οποίος έχει γράψει τα σενάρια πολλών έργων του, μεταξύ των οποίων τα: Enduring Love και The children act, η Gillian Flynn με το Gone Girl,o Stephen Chbosky με το The Perks of being a wall flower.
Σε τελική ανάλυση, όπως λέει και ο αγαπημένος Stephen King: «Τα βιβλία και οι ταινίες είναι σαν τα μήλα και τα πορτοκάλια. Και τα δυο είναι φρούτα, άλλα έχουν τελείως διαφορετική γεύση».