*Πηγή εικόνας: pod.gr
Η 23η Απριλίου έχει ανακηρυχθεί από την UNESCO ως η Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου. Στο διάβα του χρόνου έχουν γραφτεί βιβλία που έχουν συναρπάσσει και γοητεύσει τους αναγνώστες με την αντιφατικότητά τους, τους άφησαν ερωτευμένους, κατάπληκτους ή και εξοργισμένους. Πολλοί εξαγριώθηκαν από συγκεκριμένα βιβλία, πλην όμως παραδέχτηκαν πως πρόκειται για αριστουργήματα. Και η ζωή του Χρήστου Χωμενίδη είναι η ίδια ένα βιβλίο από μόνη της, που συνδυάζει όλα τα παραπάνω.
Τι είναι το βιβλίο για τον Χρήστο Χωμενίδη;
Το βιβλίο, εφόσον είναι σημαντικό, είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Είναι σαν να ανοίγεις κάποιες σελίδες και να βουτάς σε ένα παράλληλο σύμπαν. Αλλά επειδή μου αρέσουν τόσο πολύ τα βιβλία, διότι όχι μόνο ζω από τα βιβλία, αλλά ζω και μέσα σε αυτά, αποφεύγω και τις πομπώδεις κουβέντες. Με τα βιβλία συμβαίνει ακριβώς αυτό που συμβαίνει και με τον έρωτα. Όταν απολαμβάνεις τον έρωτα, δε χρειάζεται να πολυμιλάς για αυτόν. Έτσι και όταν χαίρεσαι κάτι, όπως ένα βιβλίο, δεν το εγκωμιάζεις στους άλλους. Και πιστεύω πως το βιβλιο έχει και μια διάθεση αμαρτίας. Όλη αυτή η φιλολογία των τελευταίων χρόνων, «να διαβάζετε, να διαβάζετε, πρέπει να διαβάζετε» μπορεί να έχει κακά αποτελέσματα. Η μεγαλύτερη τύχη για ένα βιβλίο είναι να απαγορευτεί, να διαβαστεί κρυφά.
Ποιο βιβλίο σας επηρέασε βαθύτερα στην παιδική ηλικία;
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα, στη πρώτη δημοτικού. «Το μυστηριώδες Νησί», του Ιουλίου Βερν. Καθώς δεν υπήρχε τηλεόραση στο σπίτι, ήμουν μοναχοπαίδι, στη Κυψέλη δεν είχε και πολλές αλάνες, συγκεντρώθηκα να το διαβάσω και ήταν για μένα μια εμπειρία συναρπαστική. Το βιβλίο αυτό έχει μέσα μου μια θέση εμβληματική. Βέβαια, την εποχή εκείνη και λόγω της προσήλωσής μου στην επιστημονική φαντασία, γλίτωσα την παιδική λογοτεχνία της δεκαετίας του ‘70, που ήταν πολύ κακής ποιότητας. Τα περισσότερα βιβλία εκείνα είχαν ένα ύφος εξόχως διδακτικό και ηθικοπλαστικό, έβριθαν κοινοτυπιών για τη μόλυνση του περιβάλλοντος και τον κόσμο, που είναι κάτι τσιμεντένια κουτιά και οι άνθρωποι μέσα τους ασφυκτιούν. Θέματα τω όντι πολύ σοβαρά, που οφείλει ένα παιδί να μάθει εξ απαλών ονύχων, μα η μάθηση γινόταν με έναν λάθος τρόπο, σαν κατηχητικού. Από αυτό το είδος στην εποχή μου, ξεχώριζα τα βιβλία της Άλκης Ζέη, της Ζώρζ Σαρρή και του Παντελή Καλιότσου. Εκείνου ξεχώρισα το βιβλίο «Τα ξύλινα Σπαθιά», από το οποίο εμπνεύστηκε και το ομώνυμο συγκρότημα το όνομά του.
Υπάρχει μια συγκεκριμένη χειρονομία που σας έκανε συγγραφέα;
Υπάρχει κάτι που μου είχε αφηγηθεί η μητέρα μου. Όταν βγήκε «Το Σοφό Παιδί» και έκανε πολύ μεγάλη επιτυχία εξαρχής, εγώ ήμουν 26 χρονών, είχα τελειώσει τόσο τη Νομική Σχολή, όσο και την άσκησή μου ως δικηγόρος. Η μητέρα μου βρισκόταν στο σαλόνι και συζητούσε με τη γιαγιά και τον παππού μου. Χαίρονταν με την επιτυχία του βιβλίου, αλλά έλεγαν πως «πρέπει το παιδί να ασκήσει τη δικηγορία». Να μη ξεχάσει όσα έμαθε, να σταδιοδρομήσει ως δικηγόρος. Και ξαφνικά, πεταχτηκε στη συζήτηση ο παππούς μου, σε ηλικία 87 ετών, και τις διέκοψε. Τους είπε: «Όταν κάνεις κάτι με τη ψυχή σου και είσαι δοσμένος σε αυτό, το κάνεις καλά. Και όταν το κάνεις καλά, δε μπορεί να μη το κάνεις και επιτυχημένα! Δεν έχει καμία σημασία η δικηγορία, αλλά το παιδί πρέπει να κάνει αυτό που του αρέσει. Θα γίνει συγγραφέας!». Είναι μια απίστευτα προοδευτική άποψη το «Αφήστε τον άνθρωπο να κάνει ό,τι θέλει και θα τη βρει την άκρη» . Και είναι πολύ πιο όμορφο μια τέτοια χειρονομία να στην αφηγούνται.

Ο Χρήστος Χωμενίδης με τη μητέρα του, Νίκη
Βαδίζουμε στις ράγες της ψηφιακής εποχής. Θα αντικαταστήσουν τα ηλεκτρονικά βιβλία τα συμβατικά; Ο κόσμος στο μέλλον θα διαβάζει ψηφιακά;
Το γεγονός πως αυτό δεν έχει γίνει ακόμα εφικτό, ούτε καν στην Αμερική, που είναι η γενέτειρα των ψηφιακών βιβλίων, κάτι δείχνει. Ωστόσο προσωπικά δε βρίσκω καμιά ουσιώδη διαφορά μεταξύ του να διαβάζεις ένα ψηφιακό βιβλίο από ένα συμβατικό – τυπωμένο σε χαρτί. Επίσης, σπαταλάμε πολύ όγκο και χαρτί. Έχουμε ξεχειλίσει από χαρτί. Δε θα ήταν πιο ωραίο να ήταν όλο αυτό το χαρτί σε ένα σκληρό δίσκο και να είχαμε άλλα πράγματα στους τοίχους μας; Δεν είμαι καθόλου φετιχιστής του χαρτιού και της μυρωδιάς του χαρτιού και του μελανιού.
Υπάρχει κρίση «ανάγνωσης» του βιβλίου στην Ελλάδα, όπως αρκετοί διατείνονται;
Αυτά τα ακούω από τη μέρα που γεννήθηκα. Πρόκειται για αυτή τη διδασκαλίστικη προσέγγιση που ανέφερα προηγουμένως. Δεν είμαστε ο πιο διαβαστερός λαός του κόσμου, αλλά βρισκόμαστε σε ένα μέσο, ποιοτικό επίπεδο διαβάσματος. Αν κάποιος διαμαρτύρεται, επειδή οι Έλληνες δε διαβάζουν και αυτός είναι συγγραφέας, ας γράψει καλύτερα βιβλία!
Πώς μπορεί να καταφέρει η νεοελληνική λογοτεχνία να δαμάσει και τις ξένες βιβλιοθήκες;
Το μέγα ζητούμενο για την Ελλάδα στα μάτια των ξένων, είναι να πάψει να είναι μια γραφική χώρα. Δηλαδή ο πιο ανεπτυγμένος κόσμος μάς έβλεπε ως μια εξαίρεση. Και αυτό αποτυπώνεται και στην εποχή της κρίσης. Πριν κάποια χρόνια, είχαν έρθει ορισμένα συνεργεία από το εξωτερικό και με ρωτούσαν οι ανταποκριτές δημοσιογράφοι τους: «Πού γίνονται οι ταραχές; Πού τρώει ο κόσμος σκουπίδια; Από πού θα ξεκινήσει η επανάσταση;» Μας έβλεπαν σα μια γραφική περίπτωση. Ως μια εξαίρεση. Το ζητούμενο είναι να σταματήσουν να μας βλέπουν ως τέτοια. Και υπό μια έννοια, μετά την άψογη διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού, έχουμε κάνει γενναία βήματα προς αυτή τη κατεύθυνση. Αν πάψουν να μας βλέπουν ως μια «Κούβα με ωραία ποτά» στη καρδιά της Ευρώπης και μας δουν ως μια χώρα κανονική, τότε θα ανοίξει και το πεδίο να φανούν, να εκτιμηθούν και να εξαχθούν και τα βιβλία και οι τέχνες και οτιδήποτε άλλο δικό μας είναι επί της ουσίας. Και τα βιβλία και οι τέχνες με τη σειρά τους, θα προσκυνηθούν καταλλήλως.
Τι συμβουλές θα δίνατε σε έναν νέο συγγραφέα, για να γράψει το πρωτόλειό του;
Να διαβάζει πολλά βιβλία, να παρατηρεί τι συμβαίνει γύρω του και να το θέλει πολύ. Αν η πηγή, η εκκίνηση της συγγραφής, δεν είναι να αφηγηθείς μια ιστορία που θα σου αρέσει πραγματικά, ας μη το κάνεις. Αν το ζητούμενό σου είναι να γίνεις γνωστός ή να γράψεις μπέστ σέλερ, δε θα τα καταφέρεις ποτέ.
Υπάρχει κάποιο «μυστικό» για μπέστ σέλερ;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει. Και αν υπάρχει, εγώ δε το γνωρίζω. Μάλιστα, αυτή η ερώτηση μού είχε διατυπωθεί σε μια βιβλιοπαρουσίαση και απάντησα το ίδιο ακριβώς πράγμα. Τότε, με διέκοψε η βιβλιοπώλης, διατεινόμενη σκωπτικά πως εκείνη ξέρει το μυστικό. «Στην Ελλάδα μπέστ σέλερ κάνει όποιος μιλάει για τις χαμένες πατρίδες. Δηλαδή αν το «Σοφό Παιδί» το έλεγαν «Το σοφό παιδί από τη Σμύρνη», θα πουλούσε τριπλά». Αυτό που ήθελε να πει εκείνη, και είναι σωστό, είναι ότι υπάρχουν θέματα, που είναι ελκυστικότερα και πωλούν. Αλλά και το καλύτερο θέμα, αν δεν το αφηγηθείς με γλαφυρότητα και το γουσταρεις πολύ, τότε δεν θα έχει επιτυχία. Πρέπει να γράφεις κάτι που να σου αρέσει πολύ. Το τι θα γίνει μετά, είναι ζήτημα δευτερεύον.

Το Facebook είναι το υποκατάστατο του ημερολογίου;
Όχι. Είναι υποκατάστατο του καφενείου. Δεν κινδυνεύει το βιβλίο από το Facebook, αλλά κινδυνεύει το καφενείο. Εκείνο που τρομάζει εμένα σε ό,τι αφορά στις συνέπειες και του κορωνοϊού, είναι ότι θα δημιουργηθεί ένας ιατρικός πουριτανισμός. Θα νιώθουν οι άνθρωποι πολύ άβολα να αγγιχτούν, να έρθουν κοντά ο ένας στον άλλον. Ειδικά οι Νότιοι λαοί έχουμε θεμελιώσει την ύπαρξή μας στην επαφή. Ακόμα και πλακωμένοι στο ξύλο. Ήμασταν με κάθε ευκαιρία κοντά ο ένας στον άλλον. Ίσως θα λογοκριθεί η γλώσσα του σώματος. Και μου φαίνεται πολύ βαρύ. Ακόμα και στα μαγαζιά ήμασταν όλοι στριμωγμένοι. Αυτή είναι η φυσική ανθρώπινη κατάσταση και θα είναι ευχή να επιστρέψουμε σε αυτή. Να είμαστε ο ένας πάνω στον άλλον.
Ποιός είναι ο μεγαλύτερος φόβος για έναν συγγραφέα;
Να στερέψει! Όταν του συμβεί αυτό, πρέπει να το πάρει απόφαση και αξιοπρεπώς να αποχωρήσει. Εγώ προσωπικά, μόλις ολοκλήρωσα τον «Φοίνικα», ένιωθα ότι τα έχω πει όλα. Αλλά μετά από λιγότερο από έξι μηνες, με επισκέφτηκε και πάλι ο φύλακας άγγελός μου και μου έδωσε την έμπνευση για το καινούριο βιβλίο. Βέβαια, νιώθω πως έχω την τρομερή τύχη – σχεδόν ευλογία – να συνωστίζονται οι ιδέες μέσα μου. Και τις λιθογυρνάω, μέχρι να τις ολοκληρώσω και να τις κάνω βιβλίο.

Ποιο είναι το «αίνιγμα» της σημερινής κατάστασης; Υπάρχει κάποια υποφωτισμένη πτυχή της πανδημίας, που μπορεί να γίνει σελίδες και μελάνι;
Αυτό είναι κάτι που θα το δούμε «αύριο». Δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε σήμερα. Οι συγγραφείς είναι όπως οι ιατροδικαστές, μιλάνε τελευταίοι. Επίσης, δεν υπάρχει ένα και μόνο αίνιγμα. Υπάρχουν πολλά και τα περισσότερα συνδέονται με την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας.
Το βιβλίο σας «Νίκη», γράφτηκε στην Ελλάδα του 2013-2014, μεσούσης της ελληνικής οικονομικής κρίσης και ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ένα πρόταγμα εθνικής συμφιλίωσης. Στην Ελλάδα του 2020, ποιο είναι το επίδικο ζήτημα;
Στην Ελλάδα του 2020 έχουμε κερδίσει μια μεγάλη μάχη. Έχουμε καταφέρει να εντυπωσιάσει η χώρα μας την παγκόσμια κοινότητα. Και πρέπει τη νίκη μας αυτή να τη κεφαλαιοποιήσουμε. Να καταφέρουμε να λειτουργήσουμε ως μαγνήτης, ως χώρα υπόδειγμα. Προσωπικά, θα παρομοίαζα την παρούσα ιστορική συγκυρία – τηρουμένων των αναλογιών – με τη θριαμβική μας επίδοση στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως, τότε, δεν καταφέραμε να κεφαλαιοποιήσουμε όσο θα έπρεπε αυτή τη νίκη, να πάρουμε ό,τι μας αναλογούσε ως νικητές μετά το τέλος του πολέμου. Και αυτό είναι το επίδικο σήμερα. Να καρπωθούμε όλα όσα μας αναλογούν.
Ποιο είναι το πιο αισιόδοξο μήνυμα που έχετε λάβει ποτέ για το έργο σας;
Έχω λάβει πολύ ωραία μηνύματα ανά τους καιρούς. Έδωσα το καινούριο μου βιβλίο, «Ο Βασιλιάς Της» σε ένα φίλο από άλλο κλάδο και μου είπε ότι είναι το καλύτερο βιβλίο που έχει διαβάσει ποτέ του. Το σκέφτομαι εδώ και μέρες, με συγκίνησε βαθιά.. Επίσης, είχα λάβει για τον «Φοίνικα» μια επιστολή από τον Μίκη Θεοδωράκη ότι έγραψα ένα αριστούργημα. Βέβαια, η ευχή είναι ταυτόχρονα και ότι υπάρχει κόσμος που δε με γουστάρει. Αυτό είναι πολύ αισιόδοξο και υγιές.
Οι ήρωες που βρίσκονται στα βιβλία, διαβάζονται και τους γνωρίζουμε. Ποιοι είναι οι πραγματικοί ήρωες έξω από τα βιβλία;
Το λέμε κάθε μέρα. Οι υπάλληλοι στα σούπερ μάρκετ, οι νοσοκόμοι, οι γιατροί, τα ντιλίβερι. Ήρωες είναι όλοι όσοι βρίσκονται κάθε μέρα στο πόδι, για να έχουμε εμείς τη δυνατότητα να μένουμε σπίτι. Και γι’ αυτό είναι αντίστοιχη κατάσταση με το έπος του ‘40. Τα έχουμε καταφέρει ανέλπιστα καλά και θα πρέπει να είμαστε πανευτυχέστατοι!
«Ο Βασιλιάς της» του Χρήστου Χωμενίδη (εκδόσεις Πατάκη) θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία, μόλις αυτά ανοίξουν.