Άρθρο της εξωτερικής συνεργάτιδος, Μαρίας Νοφκίδου,

Σκέψου πόλεμο. Πολιορκία. Επίθεση. Έρχεται ξαφνικά και αιφνιδιαστικά. Σειρήνες να βουίζουν, οικογένειες σε πανικό, φόβος και αγωνία, στρατός οπλισμένος. Πόρτες και παράθυρα σπιτιών ερμητικά κλειστά, έτσι, για προστασία. Άραγε μπορείς ακόμα να σωθείς; Πολλοί ήχοι, ανοίκειοι και διαπεραστικοί.  Μάχη, βαρβαρότητα, απανθρωπιά. Ακολουθεί σιωπή. Και τι να αντικρίσει κανείς… ένα «μαύρο», έρημο, βομβαρδισμένο έδαφος. Ένας τόπος που του στερήθηκε η ζωή. Το διανοείσαι; Το σπίτι σου, το καταφύγιό σου από τη σαπίλα του κόσμου, το τείχος προστασίας σου έπεσε.

Και τώρα τι; Τώρα… αρχίζει αυτό που ονομάζω «υπαγόρευση» κινήσεων. Υπαγόρευση της λογικής σου ή ενός παρατηρητή, δεν έχει σημασία, ακολουθείς «στον αυτόματο» μονάχα για να επιβιώσεις.

Πριν το πολυκαταλάβεις βρίσκεσαι μόνος σε έναν ξένο τόπο για εκείνη τη νέα αρχή, τις νέες παραστάσεις, την «απελευθέρωση» από τα βάρη του παρελθόντος. Τελικά τι να σημαίνει σωτηρία; Γιατί, όπως και να το κοιτάξεις, άπαξ και μπεις στον πόλεμο σίγουρα κάτι θα χάσεις. Τι νόημα έχει αν είσαι ζωντανός- σκλαβωμένος στο παρελθόν; Τι νόημα έχει να είσαι εσύ στη ζωή αλλά χωρίς κανέναν αγαπημένο σου για να τη μοιραστείς μαζί του;

Σκέψου τώρα να είσαι «ξενιτεμένος» στον ίδιο σου τον τόπο. Αλλόκοτο, αλλά συμβαίνει. Γιατί αυτό είναι το συναίσθημα που νιώθει ένας έφηβος που βρίσκεται στον τόπο που φιλοξένησε τα παιδικά του χρόνια και τις οικογενειακές του στιγμές, όμως στην οικογενειακή φωτογραφία απεικονίζεται πλέον μόνο το δικό του πρόσωπο. «Ξεριζωμός» είναι κι αυτός. Αυτή που λες είναι η δική μου «ξενιτιά». Και ξαφνικά η ζωή σαν άρχισε να κυλάει προς τα πίσω. Μια πορεία ανώμαλη. Μια ζωή γεμάτη αναμνήσεις.

Αναμνήσεις  από το δικό μου καταφύγιο. Σε ζωγραφίζω με τα χρώματα της καρδιάς και στα μάτια μου προβάλλεται ολοζώντανα μια ευγενική, χαρούμενη  φιγούρα με ένα τεράστιο χαμόγελο που αποπνέει αισιοδοξία, με δυο καλοσυνάτα μάτια γεμάτα πάθος για τη ζωή. Η αγάπη σου για τον άνθρωπο, η ευαισθησία σου, η δοτικότητά σου ξεχειλίζουν. Η λάμψη σου, η ανθρωπιά, η σύνεση και η καθαρότητα της ψυχής σου, η αμεσότητα και η αλήθεια των συναισθημάτων σου είναι γρήγορα ευδιάκριτες ακόμα και σε έναν ξένο που έτσι γρήγορα ανοίγεται και ταυτίζεται με πτυχές του εαυτού σου. Βλέπω μια φιγούρα χαρισματική.

Θυμάμαι και νοσταλγώ, με ένα γνώριμο σφύξιμο στο στήθος, τις πιο απλές καθημερινές στιγμές μας, ακόμα και το παραμικρό δείγμα της ζεστασιάς και της στοργής σου, το χάδι σου, τη συμβουλή σου, την αγκαλιά που χωρούσε κάθε μου πρόβλημα, το «κάλυμμα» σε οποιαδήποτε ζαβολιά, την αγωνία σου κάθε φορά που έδινα εξετάσεις μήπως και κάτι δεν πάει καλά και απογοητευτώ.

Θυμάμαι τις νύχτες που ξενύχτησες μαζί μου διαβάζοντας, τα ευφάνταστα πρωινά ξυπνήματά σου, τα βράδια που μου στέγνωνες τα μαλλιά, τις κυριακάτικες εκδρομές μας στο βουνό, τις εκπλήξεις που οργάνωνες με τόσο ενθουσιασμό για μένα, τους αγώνες βόλλευ που «έπαιξες» μαζί μου, την υπομονή σου μετά το τέλος κάθε ποδοσφαιρικού αγώνα που παρακολουθήσαμε παρέα προκειμένου εγώ να μιλήσω με τους αγαπημένους μου παίκτες, τις βραδινές μας βόλτες στο κέντρο της πόλης ψάχνοντας κάστανα.

Συναντιόμαστε  στα όνειρα, εκεί που πάντα υπάρχει χώρος για τον δικό μας κόσμο. Κάποτε μ’αυτόν τον τρόπο μου είπες: «Εγώ θα είμαι τριγύρω. Στα λουλούδια που ανθίζουν στα παρτέρια σου. Στα πουλιά που σου στέλνουν την καλημέρα τους. Στη θάλασσα που κρατάει στην παλάμη της τα μυστικά σου. Στον αέρα που λατρεύουν τα σπλάχνα σου».

Υπόσχομαι με τη σειρά μου να διατηρήσω τη λάμψη σου ζωντανή και να τη μεταδίδω όσο και όπου μπορώ. Υπόσχομαι να μη ξεχάσει κανείς. Υπομονή, προστάτη μου, μέχρι να ξαναβρεθούμε…