Της εξωτερικής συνεργάτιδος, Μαρίας Νοφκίδου,

Μακριά, πολύ μακριά, σκέψου την αυγουστιάτικη μέρα που κάναμε εκείνο το ταξίδι. Ο ήλιος έκαιγε κι εμείς με ένα καπέλο, ένα παγούρι κι ένα σακίδιο στην πλάτη ξεκινήσαμε για εξερεύνηση.

Ξεκινήσαμε από ψηλά και για ανταμοιβή του κόπου μας, είπαμε θα φτάσουμε στη θάλασσα. Δύσκολος ο δρόμος και η φωνή σου, απαλή, να μου ψιθυρίζει: «Πρόσεχε», «Από κοντά, να σε βλέπω», «Σιγά – σιγά, γιατί γλιστράει». Μα εγώ έψαχνα τρόπο να βρω, για να σε εντυπωσιάσω, μάζευα πέτρες μικρές και λεπτές, ώστε ένα βραχιόλι να σου φτιάξω. Κι έτρεχα εκεί, με τις ώρες που λες, με ζήλο, με χαρά.

Τόσα μου έλεγες, τόσα μου έδειχνες, μα εγώ απορροφημένη στον δικό μου στόχο. Τόσες ιστορίες και αναμνήσεις δικές σου, τόσα λόγια καρδιάς, που τώρα θα μου κρατούσαν συντροφιά. Τόσες εμπειρίες της δικής σου ζωής, που τόσο θα ήθελα να μπορούσα να δανειστώ, ώστε να αποτελέσουν κομμάτι και της δικής μου. Έτσι, μόνο και μόνο για να σε γνωρίσω καλυτέρα και να μάθω για σένα ό,τι δεν τολμάς να πεις. Όμως είναι πλέον αργά…

Κι έτσι που λες… Λίγο απότομα σαν να κατάλαβα ότι ο χρόνος γλιστράει όπως το έδαφος, που με προειδοποιούσες. Η ζωή μας μια κλεψύδρα κι ούτε στα μισά δεν έχουμε καταλάβει ότι ο χρόνος τελειώνει.

Δεν φτάσαμε στη θάλασσα, δεν προλάβαμε. Πήγα, ωστόσο, αργότερα αρκετές φορές εγώ και για τους δυο μας. Μην κλάψεις, το έκανα εγώ. Μη λυπηθείς. Έφτασα στον προορισμό μας και ίσως να βρήκα με τι θα διακοσμήσω το βραχιόλι που τελικά έμεινε σφιχτά δεμένο στον καρπό μου. Έλεγα συνεχώς: «Δεν σου αξίζει αυτή, αλλά μια καλύτερη, πιο ιδιαίτερη, πιο κομψή, πιο διακριτική, που να σου ταιριάζει παραπάνω». Μια τέτοια πέτρα έψαχνα. Αλλά, ίσως, αν ήξερα τι θα συμβεί, να διάλεγα άλλα στολίδια, τα πιο απλά, κι ας ζωγράφιζα πάνω τους με ένα πινέλο  την αιώνια αγάπη μου για σένα. Κι ας ήταν αυτή η μόνη τους διαφορά από τις λοιπές πέτρες. Αρκεί αυτή, δεν νομίζεις;

Μα κι εσύ εκεί ψηλά σίγουρα φτιάχνεις το δικό σου βραχιόλι, γυρνάς δεξιά – αριστερά και ψάχνεις για σένα αστέρια. Κι ελπίζω μια μέρα ξανά να τα πούμε, τα δυο τα μισά μας τα μέρη και πάλι κοντά να βρεθούνε. Κι αν πρόκειται μονάχα μια ευχή αλήθεια μας να γίνει, Θεέ μου… Ας είναι αυτή εδώ και το κακό μακριά μας να μείνει.

Κοιτάω εκεί, στον ουρανό και βλέπω μόνο αστέρια. Ένα σημάδι σου – αχ να ’ξερες – μια λάμψη παραπάνω, το φως όλων των αστεριών στο σπίτι μας θα φέρει. Μα και η χαρά στα μάτια μας θα έχει επιστρέψει. Την αδειανή μας την ψυχή θα έχει ηρεμήσει και τις πληγές σαν φάρμακο θα έχει πλέον κλείσει.

Αν είσαι ακόμα εδώ κοντά, αν με ακούς που σου μιλώ τις νύχτες στο κρεβάτι, έστω κι αν κάπου – κάπου απλώς περνάς να δεις παλιά λημέρια, άπλωσε μόνο ένα χέρι. Και με ένα χάδι τρυφερό, σαν να είναι από τον αέρα, δείξε μου μόνο μια στιγμή πως μόνη μου δεν ήμουν κι ούτε ποτέ θα μείνω.