Η εμφάνιση της ασθένειας του κορωνοϊού και η πανδημία που βρίσκεται εν εξελίξει, έχουν αλλάξει σε ριζικό βαθμό τις ζωές μας και μας έχουν οδηγήσει στη συνειδητοποίηση πολλών καταστάσεων. Κύρια παραδείγματα αποτελούν η αδυναμία της οικονομίας τόσο σε εθνικό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, να αντεπεξέλθει στις πιέσεις μιας εξωτερικής κρίσης, ενώ επισφαλείς αποδεικνύονται και αρκετές θέσεις εργασίας, καθώς ήδη έχει σημειωθεί μεγάλος αριθμός απολύσεων σε διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Εκτός όμως από τα παραπάνω, η κρίση αυτή ανέδειξε την αδυναμία και το χαμηλό βαθμό προετοιμασίας αρκετών εθνικών συστημάτων υγείας απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο και ειδικά αυτών που δέχτηκαν περικοπές στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης.
Από αυτήν τη κατηγορία δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το εθνικό σύστημα υγείας (Ε.Σ.Υ) της Ελλάδας, το οποίο δέχτηκε σημαντικές περικοπές στα χρόνια των μνημονίων, καθιστώντας το έτσι αρκετά αδύναμο στην αντιμετώπιση αυτής της πανδημίας. Την κατάσταση αυτή αναγνώρισε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, όταν στο διάγγελμα του της 11ης Μαρτίου τόνισε ότι «Ο στόχος μας είναι απλός: Τα τυχόν σοβαρά κρούσματα να απλωθούν σε βάθος χρόνου, ώστε οι ασθενείς να είναι σε θέση να λάβουν τη φροντίδα που αξίζουν και δικαιούνται από τα νοσοκομεία μας». Με αυτό τον τρόπο αναγνώρισε και ενημέρωσε τον ελληνικό λαό για τις πεπερασμένες δυνατότητες του Ε.Σ.Υ και για το γεγονός ότι δεν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει πολλαπλά κρούσματα ταυτοχρόνως. Ποιες είναι όμως αυτές οι περικοπές και πώς διαμορφώθηκαν στο πέρασμα των χρόνων της κρίσης;
Το 2009, έτος αφετηρίας της οικονομικής ύφεσης στη χώρα, η συνολική χρηματοδότηση της υγείας άγγιζε το 9,76% του ΑΕΠ. Όμως από το 2010 και με την έναρξη των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, άρχισαν να παρατηρούνται έντονες μειώσεις δαπανών στην υγεία, αφού θεωρήθηκε ως ένας τομέας, από τον οποίο μπορούσαν να εξοικονομηθούν αρκετοί πόροι. Έτσι, το 2014 η συνολική χρηματοδότηση άγγιξε το 7,95% του ΑΕΠ, το πιο χαμηλό ποσοστό της στα χρόνια της κρίσης, ενώ τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ την τοποθετούν στο 8,04% για το 2017. Στόχος αυτών των προγραμμάτων ήταν το ποσοστό της δημόσιας δαπάνης για την υγεία, να έχει ως ανώτατο όριο το 6% του ΑΕΠ, κάτι που τελικά επετεύχθη, καθώς τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2017 την υπολογίζουν λίγο κάτω από το 5%, ποσοστό που απέχει αισθητά από το μέσο όρο της ΕΕ, ο οποίος ανέρχεται στο 7,2%.
ΕΤΟΣ | ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΓΙΑ ΔΑΠΑΝΕΣ ΥΓΕΙΑΣ (ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ) |
2009 | 9,76% |
2010 | 9,56% |
2011 | 9,10% |
2012 | 8,88% |
2013 | 8,41% |
2014 | 7,95% |
2015 | 8,09% |
2016 | 8,28% |
2017 | 8,04% |
Συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας (ως ποσοστό του ΑΕΠ), 2009-2017, Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ
Τα αποτελέσματα των μεγάλων περικοπών στην υγεία, είχαν γίνει αντιληπτά τα προηγούμενα χρόνια, αφού συχνά ήταν τα περιστατικά έλλειψης κλινών και μεγάλης αναμονής για χειρουργεία. Η κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού, όμως έκανε ακόμα πιο αισθητές τις επιπτώσεις αυτών των πολιτικών. Συγκεκριμένα, οι κλίνες ΜΕΘ, οι οποίες είναι κρίσιμες για τη θεραπεία δύσκολων περιστατικών του ιού, έχουν μειωθεί από 650 το 2009 στις 557 το 2019, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΠΟΕΔΗΝ. Η μείωση αυτή αποκτά μεγαλύτερη σημασία αν κανείς αναλογιστεί ότι ακόμα και το 2009 η χώρα μας βρισκόταν μπροστά μόνο από την Σουηδία και την Πορτογαλία στις κλίνες ΜΕΘ ανα 100.000 άτομα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΟΥ για την Ευρώπη. Η κρισιμότητα αυτής της έλλειψης αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η κυβέρνηση χρειάστηκε να προσθέσει στο ΕΣΥ 80 κλίνες ΜΕΘ από ιδιωτικά θεραπευτήρια, για να αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη μαζική αύξηση των κρουσμάτων. Επιπλέον, οι μειώσεις στην υγεία είχαν μεγάλες επιπτώσεις στον αριθμό του προσωπικού του Ε.Σ.Υ, αφού κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής ακολουθήθηκε η πολιτική της μιας προσλήψεως για κάθε πέντε αποχωρήσεις, αναλογία που μεταβλήθηκε μόλις τον Φεβρουάριο του 2019 σε μία προς μία. Έτσι, σύμφωνα και με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα αν και διαθέτει μέγαλο αριθμό γιατρών ανα 1.000 κατοίκους, έχει ταυτόχρονα τη χαμηλότερη αναλογία νοσηλεύτων συγκριτικά με τις χώρες της ΕΕ. Τη πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώνουν μάλιστα οι τελευταίες κινήσεις του Υπουργείου Υγείας, το οποίο ανακοίνωσε την πρόσληψη περίπου 2000 ατόμων για την ενίσχυση του Ε.Σ.Υ, ενώ ταυτόχρονα προχώρησε σε κάλεσμα για εθελοντική συνεισφορά σε συνταξιούχους επαγγελματίες και φοιτητές του ιατρικού κλάδου.
Πέρα όμως από την Ελλάδα και άλλες χώρες προχώρησαν στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης σε μειώσεις των δαπανών τους στον τομέα της υγείας. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα εντός της ΕΕ αποτελούν η Ιταλία και η Ισπανία. Ειδικότερα, στα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης και στις δύο χώρες σημειωθήκαν αρνητικοί ρυθμοί μεταβολής των δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ. Σήμερα και οι δύο δοκιμάζονται σκληρά από την εξάπλωση του κορωνοϊού, καθώς αριθμούν τα περισσότερα κρούσματα και τους περισσότερους θανάτους εντός της ΕΕ. Αυτή η κατάσταση, αν και οφείλεται εν μέρει στην καθυστέρηση και των δύο χωρών να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα περιορισμού της ασθένειας, δεν μπορεί να μην αποδοθεί και στα αποδυναμωμένα συστήματα υγείας τους, αφού και στις δύο το ποσοστό του ΑΕΠ που δαπανάται στην υγεία βρίσκεται κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ. Συγκριτικά η Γερμανία, η οποία εντός της ΕΕ δαπάνα στην υγεία το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ, πίσω μόνο από την Γαλλία, ενώ αριθμεί ήδη πάνω από 30.000 κρούσματα, έχει σημειώσει μόλις 200 θανάτους, όταν για τα ίδια κρούσματα στην Ιταλία και στην Ισπανία είχαν καταγραφεί ξεχωριστά πάνω από 2.000 νεκροί.

Συνοπτικά, αρκετές φορές η υγεία φαντάζει για τις κυβερνήσεις ως ένας τομέας από τον οποίο μπορούν με ευκολία να περικόψουν πόρους, χωρίς να γίνει αντιληπτό στην εκλογική τους βάση, καθώς μικρός αριθμός πολιτών έρχεται σε συχνή επαφή με αυτόν τον τομέα, ώστε να διακρίνει τις επιπτώσεις των περικοπών. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι η πρόσβαση στην ποιοτική περίθαλψη αποτελεί αναφαίρετο κοινωνικό δικαίωμα και ότι η ζωή αποτελεί το ύψιστο αγαθό. Κρίσεις λοιπόν, όπως αυτή του κορωνοϊού, έρχονται να μας θυμίσουν πόσο εύθραυστο είναι αυτό το αγαθό και ότι η προστασία του πρέπει να αποτελεί πάντα προτεραιότητα για κάθε κυβέρνηση μέσω και της ενίσχυσης των συστημάτων υγείας.