του εξωτερικού συνεργάτη Κωστή Μυλωνά,

Μεσημέρι Αυγούστου, Γιάννης Ρίτσος

«Πίσω από τις γρίλιες είναι το μεγάλο μεσημέρι.

Τα σκόρπια σπίτια κάτασπρα,

 κι ένα κόκκινο κάτω από το λόφο. Λίγο πιο πάνω, ξέρουμε,

είναι η μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα. Από εκεί

κατεβαίνει η δροσιά προς τους ευκάλυπτους, κι ένα

άρωμα από σάπια ροδάκινα σωριασμένα στο δρόμο.»

Είναι καλοκαίρι φυσικά. Ο Ρίτσος περιγράφει μια απλή γειτονιά. Είναι ο κατεξοχήν υμνητής της απλότητας και της μεγαλοπρέπειας. Η μεγαλοπρέπεια για τον Ρίτσο βρίσκεται στο απλό και αντίστροφα. Μιλάμε για μια φτωχική γειτονιά με πολλά σπίτια και όχι πολλά θεάματα. Μια προλεταριακή γειτονιά, όπως θα έλεγε και ο ίδιος. Κι όπως σε κάθε όμορφη γειτονιά υπάρχουν τα φρούτα από ένα κοντινό μανάβικο και η δροσιά, με άλλα λόγια η ομορφιά στην ατμόσφαιρα. Ο ποιητής απολαμβάνει τη συγκεκριμένη εικόνα.

«Άξαφνα τα τζιτζίκια σώπασαν. Δυο ηλιοκαμένα σώματα

στ’ άσπρα σεντόνια. Βγάλε και το δαχτυλίδι σου-

μου πιάνει ένα δικό μου χώρο στο μικρό σου δάχτυλο.»

Πιθανότατα την προηγούμενη εικόνα την βλέπουμε μέσα από το παράθυρο ενός δωματίου. Και τώρα μεταφερόμαστε εκεί. Δεν μας ενδιαφέρει πλέον η φύση, ο νατουραλισμός της εικόνας και της γειτονιάς, αλλά ο έρωτας, το πάθος. Το πάθος ενός ζευγαριού και η εξαίσια εν είδη προσταγή του δαχτυλιδιού, φανερώνουν τι θα πει αγάπη. Θα πει φιλιά, αγκαλιές, όμορφες εικόνες από το παράθυρο, κοσμήματα που υποδηλώνουν κάτι ή όχι. Και σίγουρα, όταν ο έρωτας μπορεί να εκφραστεί μέσα από το κέλευσμα που αφορά ένα δαχτυλίδι, αποκτά άλλη διάσταση: ποιητική.

πηγή εικόνας: sansimera.gr

Ποια θάλασσα, Νάνος Βαλαωρίτης (απόσπασμα)

«Πες μου που πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του

Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή

Τώρα μας δίνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του

Ω πρόσωπο που σκέπασε με μάρμαρο τη γη»

Εδώ δυστυχώς έχουμε έναν χαμένο Αύγουστο. Έναν Αύγουστο που του λείπει ένα γέλιο, ένα χαμόγελο, ένα πρόσωπο ίσως. Είναι αρκετά τα καλοκαίρια που αισθανόμαστε μια μοναξιά ή ότι θα θέλαμε να έχουμε κάποιους ανθρώπους κοντά μας και δεν τους έχουμε. Το καλοκαίρι συνήθως είναι η στιγμή του απολογισμού: κάτι μας λείπει και κάτι προσδοκάμε.

«πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις

πόσο δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς

ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει

κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς.»

Εδώ έχουμε έναν ύμνο στον άλλον, στον άνθρωπο που αγαπάμε. Έχει τέτοια δύναμη ή νομίζουμε πως έχει τέτοια δύναμη, που τη στιγμή που μας μιλάει ή που κοιτάζει αυτόματα δίνει δύναμη και σε άλλα βλέμματα και σε άλλα στόματα. Πρόκειται για μια απελευθέρωση του σουρεαλισμού. Και μάλιστα δεν μιλάμε για οποιαδήποτε στόματα και βλέμματα, αλλά για δεμένα στόματα και σβησμένα βλέμματα αντίστοιχα. Δηλαδή η απελευθερωτική δύναμη περιλαμβάνει ένα διπλό ανέφικτο, έναν διπλό σουρεαλισμό. Αυτός ο σουρεαλισμός κατά τον ποιητή είχε ωριμάσει, έχει γίνει για τον ίδιο μια πραγματικότητα, μια ρεαλιστική δύναμη. Βέβαια δεν αρκεί αυτό. Κανείς δεν ερωτεύεται για να ονειρεύεται μόνο εικόνες ή για να γράφει ποιήματα. Θέλει να έχει και μια ανταπόκριση ο έρωτάς του. Αν παρόλα αυτά βρίσκεις κλειστά παραθυρόφυλλα, σου μένει η μαγεία στο χέρι. Αλλά δεν είχες και καμία εγγύηση ότι θα υλοποιηθεί. Συνεπώς, ο ποιητής σε προτρέπει να ονειρευτείς και μερικές φορές, μερικές όμως, τα όνειρα ίσως γίνουν και πραγματικότητα.

πηγή εικόνας: naftemporiki.gr