Τα τελευταία δύο έτη βρεθήκαμε στη δίνη πολλαπλών φυσικών φαινομένων που έθισαν τα κριτικά αντανακλαστικά των κοινωνιών μας στην ευκολία της ανάδειξης της φύσης ως πρωταρχικό φταίχτη των προβλημάτων.

Από την πανδημία έως τις καταστροφικές πυρκαγιές και τις χιονοπτώσεις το επιχείρημα που πλανάται πάνω από τα ερείπια συμπυκνώνεται στην ρητορική ερώτηση: «Και πώς να τιθασεύσεις τη φύση;».

Αφήνοντας πίσω αυτήν την προβληματική θέση, το κεντρικό ζήτημα είναι το πώς η ίδια ρητορική κρυφά ενσωματώνεται στον πολιτικό διάλογο γύρω από την ενεργειακή κρίση και την αντιμετώπιση της, δίνοντας της τον χαρακτήρα του αναπόφευκτου. Και αυτό όχι γιατί η ενεργειακή κρίση δεν έχει χαρακτηριστικά χιονοστιβάδας- και έχει και ξεπερνά τις δυνατότητες των χωρών σε εθνικό επίπεδο.

Η διαφορά έγκειται στην ιστορική διάσταση της διαμόρφωσης των αγορών ενέργειας, οι οποίες αφαίρεσαν τον κοινωνικό χαρακτήρα του αγαθού της ενέργειας και άνοιξαν τον δρόμο στη πλήρη μετατροπή του σε εμπορεύσιμο χρηματιστηριακό προϊόν. Άρα, όχι. Η ενεργειακή κρίση δεν είναι ένα «φυσικό φαινόμενο» του οποίου η διαχείριση είναι απλώς πολιτικά προσδιορισμένη, αλλά ένα πολιτικό και οικονομικό φαινόμενο εξ αρχής.

Η ιστορική εξέλιξη της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δεν θα μπορούσε να μη συμβαδίζει με τη πορεία της ΔΕΗ.

Το φυσικό μονοπώλιο που για δεκαετίες παρήγαγε και διένειμε το ηλεκτρικό ρεύμα εντός της επικράτειας συνάντησε τα πρώτα σύννεφα ιδιωτικοποίησης, όταν το 1999 ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία ο ευρωπαϊκός κανονισμός περί απελευθέρωσης των αγορών ενέργειας, σύστασης Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας και μετατροπής της ΔΕΗ σε Ανώνυμη Εταιρεία.

Στη συνέχεια, η εταιρεία χώρισε τη παραγωγική δραστηριότητα (διατηρώντας την επωνυμία ΔΕΗ) από τη μεταφορά και τη διανομή (ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ αντίστοιχα), ενώ το 2010 ιδρύθηκε ο  ΕΣΑΗ, «Ελληνικός Σύνδεσμος Ανεξαρτήτων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας», στον οποίο συμμετείχαν ιδιώτες παραγωγοί.

Από εκείνη την στιγμή εκκινούν διαδοχικοί μηχανισμοί απαξίωσης της εταιρείας, γεγονός που δεν αναιρεί και τα ζητήματα κακοδιαχείρισης και στρεβλώσεων εντός της ΔΕΗ. Ο πρώτος ήταν το ντουέτο των «Μηχανισμού Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους» και «Μηχανισμού Διασφάλισης Ισχύος Τρίτων Παραγωγών», το οποίο επιχείρησε να δημιουργήσει ένα προστατευόμενο και επιδοτούμενο περιβάλλον για τους ιδιώτες παραγωγούς, ώστε να αντέξουν τον ανταγωνισμό των οικονομιών κλίμακας της ΔΕΗ μέχρις ότου επιτευχθεί το άνοιγμα της αγοράς.

Ο δεύτερος ήταν τα ΝΟΜΕ, τα οποία επέβαλαν στη ΔΕΗ να πουλάει φθηνότερα το ρεύμα στους ιδιώτες παρόχους, ώστε να ανακατανεμηθούν τα μερίδια της λιανικής αγοράς ενέργειας.

Τέλος, η μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε χρηματιστηριακή μορφή ολοκληρώθηκε με την θεσμοποίηση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, πρώτα υπό τον συντονισμό της ΛΑΓΗΕ Α.Ε. στο καθορισμό των τιμών και σε δεύτερο χρόνο την σταθερή φιλελευθεροποίηση του υπό την εποπτεία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας Α.Ε. (ΕΧΕ Α.Ε.). Στο πλαίσιο του Target Model, λοιπόν, ο τελικός στόχος είναι ο σχηματισμός μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία υποστηρίζεται ότι θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα σε παραγωγή και διανομή.

Και εδώ, ίσως, βρίσκεται και το κεντρικό ερώτημα. Είναι το ηλεκτρικό ρεύμα ένα αγαθό που δύναται να απωλέσει τον κοινωνικό του χαρακτήρα προς όφελος της αποτελεσματικότητας, χωρίς να προκληθούν ισχυρές αναταράξεις;

Η βασική συνθήκη που απαντάει σε αυτό το ερώτημα είναι η τιμή χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος, δηλαδή η Οριακή Τιμή Συστήματος (πλέον Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς), η οποία αποτελεί και εξήγηση των παρατηρούμενων αυξήσεων. Κατ’ ουσία αυτός ο τρόπος τιμολόγησης, ο οποίος είναι και ο θεωρητικά βέλτιστος σε ζητήματα κατανομής των πόρων, ορίζει πως η τιμή κάθε μονάδας ενέργειας που θα προσφερθεί θα καθοριστεί από την τιμή της τελευταίας μονάδας ενέργειας που θα προσφερθεί για την κάλυψη της ζήτησης.

Για παράδειγμα, εάν ζητούνται 20 μονάδες ενέργειας και οι 15 καλύπτονται από παραγωγή ενέργειας μέσω ΑΠΕ ή άλλων φθηνών καυσίμων (έστω μέση τιμή 10 ευρώ ανά μονάδα ενέργειας) ενώ οι τελευταίες 5 από φυσικό αέριο, του οποίου οι τιμές αυξάνουν στις διεθνείς αγορές (έστω 30 ευρώ ανά μονάδα ενέργειας), η τιμή του ρεύματος για κάθε μία από τις 20 μονάδες θα είναι ίση με την τιμή (αλλιώς οριακό κόστος- εδώ εισαγωγής του φυσικού αερίου) της τελευταίας μονάδας, δηλαδή 30 ευρώ ανά μονάδα.

Αυτό σημαίνει πως για τις 15 πρώτες μονάδες οι παραγωγοί θα ιδιοποιηθούν μία πρόσοδο (διαφορά 30 με 10 ευρώ για κάθε μονάδα), η οποία θα μπορούσε να διαχυθεί στη κοινωνική πλειοψηφία μέσω φθηνότερων τιμολογίων. Η λειτουργία, ωστόσο, του Χρηματιστηρίου Ενέργειας επιτρέπει την παραπάνω διαδικασία, γεγονός που οδηγεί στην υπέρογκη αύξηση των τιμολογίων.

Αναλυτικότερα, καθώς αυξάνονται οι τιμές του φυσικού αερίου, αυξάνεται και η Τιμή Εκκαθάρισης, γεγονός που διαδοχικά επηρεάζει τις Ρήτρες Αναπροσαρμογής των τιμολογίων. Όταν η Οριακή Τιμή Συστήματος ξεπεράσει το μέγιστο όριο του εύρους που κάθε εταιρεία προσφέρει στους καταναλωτές, η διαφορά ανάμεσα στα δύο περνάει στους καταναλωτές.

Επιστρέφοντας στο παράδειγμα, εάν μια εταιρεία έχει εύρος 20-40 ευρώ ανά μονάδα και η τιμή του ρεύματος στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, λόγω της σημερινής έκρηξης στις τιμές του φυσικού αερίου, πάει από τα 30 στα 50 ευρώ, τότε ο καταναλωτής θα πληρώσει παραπάνω 10 ευρώ ανά μονάδα (διαφορά 50 με 40 ευρώ ανά μονάδα).

Ωστόσο, το παραπάνω πλεόνασμα αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό σε όλες τις αγορές προϊόντων. Σε όλα τα αγαθά η άριστη τιμολόγηση επιτρέπει την ύπαρξη αυτών των κερδών. Το ζήτημα είναι πως το ηλεκτρικό ρεύμα δεν αποτελεί ένα τυπικό αγαθό. Τόσο ο κοινωνικός χαρακτήρας του, ως αγαθό πρώτης ανάγκης, όσο και η κρισιμότητα του σε όρους εθνικής οικονομίας, του δίνει στοιχεία ενός αγαθού για το οποίο η κρατική παρέμβαση κρίνεται αναγκαία.

Εδώ περνάμε στο δεύτερο σκέλος της κριτικής. Γιατί αν η παγίωση της ενέργειας ως μέρος του κεφαλαιοκρατικού προτσές είναι η αρχή της κανονικοποίησης μιας αρπαγής, η κρατική πολιτική σε περιόδους κρίσης είναι το τέλος. Το πραγματικό δίλημμα σήμερα είναι εάν η κρίση θα σταθεί ως αφορμή για επαναξιολόγηση της συλλογικής σημασίας του ηλεκτρικού ρεύματος και κοινωνικοποίηση του ή ως μέσο προκλητικότερης ικανοποίησης των ολιγαρχικών συμφερόντων εντός του Χρηματιστηρίου Ενέργειας.

Οι κρατικές επιδοτήσεις στα τιμολόγια, ακόμα και αν φαίνονται κοινωνικά δίκαιες, στην ουσία επιδοτούν τις προσόδους ιδίως των μεγάλων παικτών της αγοράς, παραμερίζοντας οποιαδήποτε πολιτική μεταρρύθμισης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος.

Χωρίς τις τελευταίες, η ενέργεια ως χρηματιστηριακό προϊόν θα βρίσκεται πάντα σε υψηλότερα επίπεδα από τα υπαρκτά σοκ στις διεθνείς αγορές, με τη πλεονασματική διαφορά να ιδιοποιείται από τις λίγες ισχυρές επιχειρήσεις που ενορχήστρωσαν την αρχική εμπορευματοποίηση της.