Το νέο έτος έκανε ποδαρικό με μία από τις ισχυρότερες πανδημικές εξάρσεις αυτής της διετίας, γεγονός που γεννά ανησυχία για την εξέλιξη του ιού το 2022

Η εκρηκτική αύξηση των κρουσμάτων συνοδεύτηκε από μία ραγδαία αύξηση της ζήτησης για μοριακά τεστ σε κέντρα υγείας, η οποία και ξεσκέπασε την έλλειψη προετοιμασίας του συστήματος υγείας ως προς την διαχείριση της δυναμικής της μετάλλαξης «Όμικρον» σε όρους παροχής υπηρεσιών διαγνωστικού ελέγχου. Η έκρυθμη κατάσταση έθεσε στον δημόσιο διάλογο πληθώρα ερωτημάτων περί του κόστους των τεστ, της θέσπιση ανώτατης τιμής, τη συνταγογράφηση των τεστ, καθώς και τη θέση που λαμβάνει ιδιωτικός και δημόσιος τομέας ως διαχειριστικοί πυλώνες του ζητήματος. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν η σημαντική, αυτή, πολιτική συζήτηση επισκιάζεται από καιροσκοπικούς τσακωμούς, φτωχή δημοσιογραφική κάλυψη και παρολίγον διπλωματικά επεισόδια.

Διατίμηση

Η σωρεία κόσμου στις ουρές των κέντρων υγείας και των διαγνωστικών κέντρων έφερε στο επίκεντρο της συζήτησης τη τιμή των PCR ελέγχων, τα οποία είχαν ήδη ως ανώτατη τιμή τα 60€ και μειώθηκαν στα 47€. Και εδώ είναι, ίσως, η μόνη αλήθεια στα επιχειρήματα της κυβέρνησης. Η θέσπιση ανώτατης τιμής, σε οποιοδήποτε αγαθό, συναντά πάντοτε πολλές διαφωνίες, μια και αποτελεί οριζόντιο μέτρο για ένα μη συμμετρικό φαινόμενο. Συγκεκριμένα, η τιμή στην οποία πωλείται ένα προϊόν εξαρτάται από τα κόστη που βαραίνουν κάθε μία επιχείρηση του κλάδου που σκοπεύουμε να ρυθμίσουμε μέσω της διατίμησης. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις του κλάδου δεν είναι όμοιες, αλλά διαφέρουν σε διάφορα χαρακτηριστικά, όπως η κλίμακα-μέγεθος της δραστηριότητας τους, η γεωγραφική τους θέση ή η ύπαρξη καθετοποιημένης επιχειρηματικής διάρθρωσης.

Επομένως, η θέσπιση μιας ανώτατης τιμής πρέπει να ορίζεται κατόπιν εξέτασης των πιθανών συνεπειών που μπορεί να φέρει στις διαφορετικές μεταξύ τους επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, η υπερβολικά χαμηλή ανώτατη τιμή δύναται να καταστρέψει μικρά διαγνωστικά εργαστήρια, τα οποία καλύπτουν μικρές περιοχές και δεν διαθέτουν ούτε την κλίμακα, ούτε την διάρθρωση, ώστε να επιτύχουν χαμηλά κόστη, τα οποία θα επιτρέψουν τη μείωση των τιμών. Άρα, ειδικά σε ένα προϊόν τόσο κρίσιμο στον καιρό της πανδημίας όσο τα τέστ, η διατίμηση δεν μπορεί από μόνη της να λύσει τα προβλήματα.

Ανταγωνισμός

Τώρα μπαίνουμε στα στρεβλά σημεία της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας…

Ενώ στη περίπτωση της διατίμησης εστιάσαμε στα μικρά και απομονωμένα εργαστήρια, στη περίπτωση του ανταγωνισμού θα εστιάσουμε στα μεγαλύτερα και αστικά εργαστήρια. Δεδομένων των πληροφοριών που παρουσίασε το υπουργείο υγείας της Κύπρου αλλά και περιπτώσεων στην υπόλοιπη Ευρώπη, το γεγονός πως οι τιμές των τεστ στις μεγάλες πόλεις της χώρας ισούνται με την θεσπισμένη ανώτατη τιμή σηματοδοτεί πως η διάρθρωση του κλάδου των διαγνωστικών κέντρων δεν είναι επαρκώς ανταγωνιστική. Αν αναλογιστούμε ότι μεγάλες αλυσίδες ιδιωτικών πολυιατρείων πουλάνε τα PCR σε εξαιρετικά χαμηλότερη τιμή στην Κύπρο από ότι στην Ελλάδα, μπορούμε να διαπιστώσουμε πως αιτίες που αφορούν τη προμήθεια των τεστ, της δράσης του δημοσίου και της αναποτελεσματικής διάρθρωσης του ανταγωνισμού, δεν επιτρέπουν τη συμπίεση των τιμών στα επιθυμητά επίπεδα άλλων χωρών.

Δημόσιο

Ένας από τους βασικούς λόγους που δεν επιτυγχάνεται μια ωφέλιμη ρύθμιση της αγοράς είναι η έλλειψη δυναμικότερης παρουσίας του δημοσίου στον διαγνωστικό έλεγχο. Χρησιμοποιώντας ακριβώς την επιχειρηματολογία των υπουργών και βουλευτών της πλειοψηφίας μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι το δημόσιο λόγω της λειτουργίας του σε όλη την έκταση της χώρας δύναται να πετύχει τις ισχυρότερες οικονομίες κλίμακας στη προμήθεια, εκτέλεση και διαχείριση των διαγνωστικών ελέγχων. Αν η κυβέρνηση είχε προετοιμάσει ένα ισχυρότερο δίκτυο μαζικών τεστ, πέρα από την υπάρχουσα δράση των κέντρων υγείας, το δημόσιο θα μπορούσε να πετύχει τις χαμηλές τιμές που επιδιώκουμε με τρόπο βιώσιμο και μη κοστοβόρο για τον κρατικό προϋπολογισμό. Με αυτόν τον τρόπο, θα χρησιμοποιούσε τη δυναμική του εθνικού συστήματος υγείας, ώστε να εκτελεί μαζικά τεστ χωρίς την ταλαιπωρία των πολιτών με τη χρήση είτε της συνταγογράφησης ή ενός μικρού αντιτίμου, το οποίο θα καλύπτει τα χαμηλά έξοδα της δημόσιας δομής.

Δημοσιογραφική κάλυψη

Καταλήγοντας, το πιο επικίνδυνο της σημερινής κατάστασης είναι η αδυναμία των μέσων ενημέρωσης να προσεγγίσουν με σοβαρότητα το θέμα, ώστε να οδηγηθεί η πολιτική ηγεσία στα αναγκαία μέτρα όσον αφορά τον μοριακό διαγνωστικό έλεγχο του ιού.

Αντί μιας λογικής κριτικής, βλέπουμε δημοσιογράφους πανικόβλητους να λειτουργούν απολογητικά στις κυβερνητικές πολιτικές ανακυκλώνοντας λογικά σφάλματα τύπου False Dilemma.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δημοσιογράφος του Mega, η οποία έγραψε πως «Κάποια στιγμή ας ειπωθεί ξεκάθαρα ότι όλα αυτά που ζητάνε κάποιοι να δίνονται τσάμπα σημαίνει ότι θα τα πληρώσουμε όλοι εμείς οι φορολογούμενοι.» λες και η ίδια ακριβώς λογική δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί για τα εμβόλια, την εκπαίδευση, τη δημόσια συγκοινωνία ή και τη στήριξη των ΜΜΕ στα οποία εργάζεται. Ας γίνει καθαρό, ειδικά μετά από αυτήν την πανδημία, πως το κράτος πρέπει να έχει ρόλο και να διαχειρίζεται ενεργά τις καταστάσεις, και όχι απλώς να στέκεται ως αμέτοχος επόπτης μιας καταστροφικής πραγματικότητας.