Η νεοκλασική πολιτική και οικονομική ανάλυση είναι διαχρονικά συνδεδεμένη με την ιδέα πως η κρίση γεννά ευκαιρίες. Τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, οι πολιτικές «σοκ» από τη δεκαετία του 70’ και μετά θεμελιώνονται στην ιδέα πως οι κρίσεις θέτουν τα θεμέλια για αναθέρμανση του πολιτικό-οικονομικού συστήματος.
Για παράδειγμα, κάτω από αυτήν την ομπρέλα ανάλυσης, βρίσκονται οι πολιτικές που επιτρέπουν σε καιρούς κρίσης την πτώχευση των προβληματικών επιχειρήσεων με σκοπό την δημιουργική «εκκαθάριση» των αγορών. Αν και αυτό το αφήγημα υπάρχει για να δικαιολογεί μία σειρά πολιτικών επιλογών που αποκρυσταλλώνουν τον συσχετισμό δυνάμεων σε μία στιγμή συστημικής κρίσης, ας το χρησιμοποιήσουμε για την αξιολόγηση των αντανακλαστικών της Ε.Ε. στην σημερινή ενεργειακή κρίση.
Ξεκινώντας με το συμπέρασμα αυτής της αξιολόγησης, η Ε.Ε, για μία ακόμη φορά αποτυγχάνει να συντονιστεί με τη δυναμική της κρίσης απαντώντας με μία επαναχρησιμοποιημένη τοξική ατζέντα σταδιακής αποδιάρθρωσης, αντί με μία βιώσιμη πολιτική ατζέντα ολοκλήρωσης. Η κατάσταση αυτή γίνεται ακόμα πιο εμφανής αν κανείς παρατηρήσει την επικοινωνιακή διαχείριση από τα μέσα, η οποία ανάγει την ξαναζεσταμένη ευρωπαϊκή πολιτική σε θρίαμβο της ένωσης.
Ωστόσο, για να φτάσουμε σε αυτό το συμπέρασμα θα επικεντρωθούμε σε τρείς άξονες των ενωσιακών πρακτικών κατά τη διάρκεια ενός ακόμα συστημικού «σοκ», όπως αυτό εκφράστηκε από τις ενεργειακές επιπτώσεις του πολέμου. Αυτοί είναι ο δημοσιονομικός, ο νομισματικός και ο θεσμικός.
Η ιστορία που πλάθεται γύρω από τον πρώτο άξονα έχει ξανά σαν πρωταγωνιστικό ήρωα το ευρωομόλογο και σαν δράκο τη αποσάθρωση του από σχήματα τύπου «Ταμείου Ανάκαμψης». Ένα ευρωομόλογο είναι αυτό που λέει ο ορισμός του, μόνο εάν εκδίδεται από μία οντότητα, η οποία θα διαχειριστεί το χρέος που αφορά το ομόλογο κεντρικά με τη χρήση ομοσπονδιακών πολιτικών σαν ένα «ευρωπαϊκό υπουργείο οικονομικών».
Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι η τυπική στρατηγική της έκδοσης χρέους με τη χρήση εγγυήσεων από κάθε χώρα – μέλος, ώστε η αποπληρωμή του να γίνεται με βολικούς όρους ιδίως για τις φτωχές χώρες. Η έκδοση χρέους με αυτόν τον τρόπο επιβαρύνει εμφανώς λιγότερο τα εθνικά χρέη, αλλά αυτή η επιβάρυνση είναι δεδομένη και προβληματική. Η υφεσιακή δυναμική που πλανιέται πάνω από την Ευρώπη είναι ισχυρότερη από όποια βολικά αντισταθμίσματα προσφέρουν τα χαμηλότερα «κοινά» επιτόκια του ομολόγου που θα ανακοινωθεί.
Το πραγματικό ευρωομόλογο, δηλαδή το πραγματικά «επαναστατικό» εργαλείο για την Ένωση, θα ήταν αυτό που αμοιβαιοποιεί τα νέα εθνικά χρέη σχηματίζοντας ένα κοινό ευρωπαϊκό χρέος διαχείρισης της ενεργειακής κρίσης.
Η τοξικότητα στον δεύτερο άξονα βρίσκει τις ρίζες της στις ευρωπαϊκές νομισματικές επιλογές μετά την κρίση του 2010. Στην ένωση από τότε παγιώθηκε ένας φαύλος κύκλος ζόμπι τραπεζών που συνδέουν τη ζωτικότητ;a τους με την εκτύπωση χρήματος από πλευράς της ΕΚΤ και τη διατήρηση υψηλών τιμών στα περιουσιακά στοιχεία των ανώτερων τάξεων.
Έτσι, διαμορφώθηκε μία δεκαετής πορεία κατά την οποία η Ευρώπη αντί να πρωτοστατεί στις νέες απαραίτητες πράσινες επενδύσεις και στην προώθηση μιας ολοκληρωμένης βιώσιμης στρατηγικής, οδηγήθηκε σε μια γενικευμένη πολιτική και οικονομική παρακμή. Το σημερινό ασυμβίβαστο είναι πως ο πληθωρισμός των assets της δεκαετίας πλέον συνοδεύεται από πληθωρισμό στα αγαθά της «πραγματικής» οικονομίας, γεγονός που θέτει το δίλημμα στην ΕΚΤ ανάμεσα στη κάμψη του πληθωρισμού και τις επιπτώσεις μιας περιοριστικής πολιτικής στο ευρωπαϊκό εισόδημα.
Το σίγουρο είναι πως μέρος των επιπτώσεων των «λεφτόδεντρων» υπέρ του χρηματοπιστωτικού συστήματος θα φέρει σε δυσχερή θέση τους απλούς ευρωπαίους πολίτες, οι οποίοι ακροβατούν ανάμεσα στις επιπτώσεις του σημερινού πληθωρισμού και του μελλοντικού υφεσιακού σπιράλ από τις πολιτικές μείωσης του πληθωρισμού. Αντ’ αυτού η ΕΚΤ θα μπορούσε, παράλληλα με μία πολιτική αύξησης των επιτοκίων, να οδηγήσει τη νέα ρευστότητα στα ευρωπαϊκά δημοσιονομικά εργαλεία (π.χ. σε ένα πραγματικό ευρωομόλογο) ή στα κρατικά μέσα πολιτικής.
Με αυτόν τον τρόπο, η αναγκαία προσπάθεια κάμψης πληθωρισμού, που μειώνει τις ιδιωτικές επενδύσεις, θα συνοδευτεί από τις απαραίτητες δημόσιες επενδύσεις διεύρυνσης των ευρωπαϊκών παραγωγικών δυνατοτήτων σε τομείς στους οποίους το ευρωπαϊκό κεφάλαιο απέχει.
Τελευταία, και ίσως πιο απογοητευτική, είναι η θεσμική κατάθλιψη των ευρωπαϊκών οργάνων. Η πανδημική και ενεργειακή κρίση έδειξε για άλλη μία φορά πως οι συσχετισμοί δυνάμεων εντός της Ένωσης ξεπερνούν οποιοδήποτε αίσθημα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν, λαμβάνονται και όπως φαίνεται θα λαμβάνονται πίσω από κλειστές πόρτες, απαλλαγμένες από επίσημα πρακτικά και πυλώνες λογοδοσίας.
Καμία απόφαση δεν είναι ευρωπαϊκή και δεν βρίσκεται ούτε κοντά στο να είναι ευρωπαϊκή, αλλά βασίζεται σε έναν ανταγωνισμό τόσο ανάμεσα σε καθέτως ιεραρχικά κράτη όσο και ανάμεσα σε τάξεις, με τα ευρωπαϊκά ολιγοπώλια να καρπώνονται προσόδους από τους ευρωπαϊκούς λαούς. Το σίγουρο είναι πως η θεσμική της διάρθρωση όπως είναι δεν πάσχει από έλλειμμα δημοκρατίας, ακριβώς επειδή ποτέ δεν φτιάχτηκε για να είναι δημοκρατική – όπως η Σελήνη δεν πάσχει από έλλειμμα οξυγόνου, απλώς επειδή δεν έχει, δεν θα έχει ποτέ αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά. Το τελευταίο κομμάτι της ριζικής αλλαγής είναι που περιμένουμε από την Ευρώπη, αν αυτή επιλέξει τη βιώσιμη επιβίωση και όχι τη παρασιτική στασιμότητα.