Μέσα στην πανδημία του κορωνοϊόυ, μια από τις ειδήσεις που συγκέντρωσε το ενδιαφέρον πανευρωπαϊκά ήταν ότι η Πολωνία θα προχωρούσε εν μέσω της πανδημίας σε εκλογές με ταχυδρομική ψήφο. Τελικά, λόγω αντιδράσεων, τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι εκλογές δεν πραγματοποιήθηκαν, καθώς δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα μια φυσιολογική προεκλογική περίοδος. Όμως η είδηση αυτή, έφερε για άλλη μια φορά στο προσκήνιο την Πολωνία, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους παρίες της Ε.Ε. Βέβαια, η Πολωνία αποτέλεσε για πολλά χρόνια το «success story» της επέκτασης του 2004, αφού η είσοδος της στην Ένωση της επέτρεψε να σταθεροποιήσει το δημοκρατικό της πολίτευμα, ενώ η συμμετοχή της στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά σε συνδυασμό με τους πόρους που της παρείχε η Ε.Ε, την βοήθησαν να αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό την οικονομία της. Μάλιστα, η ανάπτυξη αυτή αποδείχτηκε σταθερή και βιώσιμη, καθώς η Πολωνία ήταν μια από τις λίγες χώρες της Ένωσης που διατήρησε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, παρά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Πώς όμως ένα κράτος, το οποίο απολάμβανε το σεβασμό και τον θαυμασμό των υπολοίπων μελών της κοινότητας, έφτασε στο σημείο να λογίζεται ως σχεδόν ξένο με τις αξίες πάνω στις οποίες βασίζεται η Ε.Ε; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, είναι σημαντικό να γίνει μια σύντομη αναδρομή στα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση.
Το 2015, μετά τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές της χώρας, στην εξουσία ανήλθε το κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη». Μία από τις πρώτες ενέργειες της νέας κυβέρνησης ήταν να θεωρήσει παράνομη και αντισυνταγματική την εκλογή 5 δικαστών στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας από την προηγούμενη κυβέρνηση και να προχωρήσει με την σειρά της στην επιλογή 5 νέων. Η απόφαση αυτή έφερε την κυβέρνηση σε σύγκρουση με το Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο έκρινε νόμιμη την εκλογή 3 εκ των 5 δικαστών της προηγούμενης κυβέρνησης. Έτσι γεννήθηκε μια ιδιότυπη σύγκρουση, αφού από την μια η κυβέρνηση αρνούταν να προχωρήσει στην ορκωμοσία και τον διορισμό των 3 αυτών δικαστών, ενώ με την σειρά του το Συνταγματικό Δικαστήριο αρνούνταν να αναθέσει υποθέσεις στους δικαστές που είχε διορίσει η κυβέρνηση.
Εντείνοντας την διαμάχη, η κυβέρνηση προχώρησε στην ψήφιση νόμων, οι οποίοι στην ουσία παρέλυαν την λειτουργία του δικαστηρίου, δημιουργώντας έντονη ανησυχία για το αν τηρούνταν ακόμα οι αρχές του δικαίου και της διάκρισης των εξουσιών. Μάλιστα, μπροστά στην κατάσταση αυτή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε 3 συστάσεις προς την Πολωνία, στις οποίες παρέθετε μέτρα για την επίλυση του προβλήματος. Παρ’ όλα αυτά, η πολωνική κυβέρνηση, αγνοώντας τις υποδείξεις της Επιτροπής, συνέχισε ακάθεκτη την προσπάθεια της για πλήρη έλεγχο της Δικαιοσύνης. Στις αρχές του 2017, προχώρησε στην εκλογή νέου αρέστου προς αυτήν προέδρου του Συνταγματικού Δικαστηρίου, την οποία σύντομα ακολούθησε η αποπομπή 4 παλαιών δικαστών, επιτυγχάνοντας έτσι τον έλεγχο του Δικαστηρίου.
Η κυβέρνηση όμως δεν αρκέστηκε σε αυτό. Με δεδομένο πλέον τον έλεγχο του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η προσοχή στράφηκε στην προσπάθεια ελέγχου του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου,οργάνου υπεύθυνου για τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της Πολωνικής δικαιοσύνης, καθώς και του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μέσω αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου και ψήφισης νόμων από το Κοινοβούλιο, η κυβέρνηση κατόρθωσε να απομακρύνει σωρεία δικαστών και από τα δύο σώματα και να προχωρήσει στην τοποθέτηση νέων, αποκτώντας έτσι τον έλεγχο όλων των ανωτάτων δικαστικών σωμάτων

Ο αμφιλεγόμενος Πρωθυπουργός της Πολωνίας, πηγή εικόνας: Case news
Με την καταπάτηση της ανεξαρτησίας της Πολωνικής Δικαιοσύνης, να είναι πλέον γεγονός και όχι μόνο ανησυχία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να δράσει. Έτσι, στις 20 Δεκεμβρίου του 2017 η Επιτροπή ενεργοποίησε για πρώτη φορά στην ιστορία της Ένωσης το άρθρο 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Σ.Ε.Ε). Το άρθρο 7 της Σ.Ε.Ε προβλέπει κυρώσεις για τα κράτη μέλη τα οποία καταπατούν τις ιδρυτικές αρχές και αξίες της Ένωσης, όπως αυτές αναφέρονται στο άρθρο 2. Οι κυρώσεις μπορούν να είναι βαρύτατες και εκτείνονται μέχρι και στην αναστολή του δικαιώματος ψήφου. Για να επιβληθούν όμως, είναι απαραίτητο να επιτευχθεί ομοφωνία εντός του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, γεγονός που φαντάζει αδύνατο, καθώς ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπάν έχει επανειλημμένως τονίσει ότι δεν πρόκειται να ψηφίσει υπέρ μιας τέτοιας πρότασης.
Μπροστά στην αδυναμία λοιπόν της Ε.Ε να επιβάλει κυρώσεις, η Πολωνία συνέχισε να ακολουθεί παρόμοια πολιτική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής, αποτέλεσε ο νόμος που ψηφίστηκε στο Κοινοβούλιο τον Φεβρουάριο του 2018, σύμφωνα με τον οποίο η Πολωνία ή ο Πολωνικός λαός δεν είχε καμία ανάμειξη στις θηριωδίες του Ολοκαυτώματος και οποιαδήποτε αντίθετη δήλωση θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και σε φυλάκιση. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο νόμος προκάλεσε την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας και τελικά η ποινή της φυλάκισης αντικαταστάθηκε από χρηματικό πρόστιμο.
Με αμείωτη ένταση συνεχίστηκε και η απόπειρα πλήρους ελέγχου της δικαστικής εξουσίας. Τον Δεκέμβριο του 2019 η Βουλή παρά τις αντιδράσεις και τις εκκλήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ψήφισε νέα νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία, δικαστές που αντιτίθονταν στις μεταρρυθμίσεις του δικαστικού συστήματος ή εκδήλωναν «πολιτική» δραστηριότητα, θα μπορούσαν να απομακρύνονται από τις θέσεις τους.
Συνοπτικά, είναι φανερό ότι η πολιτική της πολωνικής κυβέρνησης, δεν λαμβάνει υπόψιν τις θεμελιώδεις αξίες πάνω στις οποίες βασίζεται η δημοκρατία και οικοδομήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά μόνο το πώς θα ενισχύσει και θα παρατείνει την εξουσία της. Έγκειται λοιπόν στην Ε.Ε και τα κράτη μέλη της να αποδείξουν ότι οι αξίες αυτές δεν είναι απλά λόγια του αέρα, αλλά αρχές, οι οποίες πρέπει να είναι απαραβίαστες. Επομένως, κρίνεται αναγκαίο η Ένωση να μπορέσει να επιβάλει κυρώσεις στην Πολωνία, ώστε να διασφαλίσει την αξιακή ακεραιότητά της και να αποτρέψει οποιαδήποτε κυβέρνηση τώρα ή στο μέλλον να πράξει αναλόγως.
Πηγή κεντρικής εικόνας: Deutsche Welle