Είναι αποδεδειγμένο ιστορικά ότι εμείς οι Έλληνες στα δύσκολα γινόμαστε μία γροθιά, παραμερίζοντας όσες διαφορές υπάρχουν μεταξύ μας, για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού. Σαν σήμερα πριν 80 χρόνια ο Ιωάννης Μεταξάς είπε το μεγαλοπρεπέστατο ΟΧΙ στον πρέσβη της Ιταλίας που μετέφερε το μήνυμα του Μουσολίνι για ελεύθερη διέλευση των ιταλικών δυνάμεων στην χώρα και κατάληψη βάσεων του Ελληνικού κράτους.
Όπως είχε πει ο Τάσος Λειβαδίτης:
«Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων / Εμείς καθόμασταν τα βράδια Και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου / Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας»
Για να κυματίζει ελεύθερη η ελληνική σημαία, έχουν γίνει πολλές θυσίες από τους προγόνους του καθενός από εμάς. Το «ΟΧΙ» του Μεταξά – ο οποίος δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν δικτάτορας – παρακινήθηκε από τον ελληνικό λαό που ήθελε να συμμετάσχει στον πόλεμο εναντίον του φασισμού και να υπερασπισθεί τα εδάφη του έθνους, αλλά και από την Αγγλική και συμμαχική επιρροή. Ο λαός στην πραγματικότητα ήταν αυτός που είπε εκείνη την νύχτα το ΟΧΙ. Αυτό που πρέπει να πιστωθεί στον Μεταξά είναι ότι πραγματοποίησε την επιθυμία του ελληνικού λαού και μάλιστα με θάρρος, απαντώντας στο τελεσίγραφο με την φράση «Alors, c’est la guerre», δηλαδή «αυτό σημαίνει πόλεμος!».
Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει ένα χρόνο μετά το ΟΧΙ ότι: «Όταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωσε, αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου».
Η μάχη άρχισε στα ελληνοαλβανικά σύνορα με τις ιταλικές δυνάμεις να σχεδιάζουν την εισβολή τους στην Ελλάδα. Ο ελληνικός στρατός θαρραλέα ανάγκασε τον ιταλικό στρατό σε υποχώρηση, καταλαμβάνοντας μάλιστα και το ένα τέταρτο σχεδόν του Αλβανικού εδάφους και πόλεις, όπως η Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο και η Χειμάρρα. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ουσιαστικά έληξε με την παράλληλη εισβολή των Γερμανών και των Ιταλών, όπου οι πρώτοι βοήθησαν τους συμμάχους τους ιταλούς να καταλάβουν την μαχόμενη Ελλάδα. Η απόκρουση των δυνάμεων του άξονα σήμανε την πρώτη ήττα του στον β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και παράλληλα την πρώτη νίκη των συμμάχων.
Η νίκη αυτή αναπτέρωσε το ηθικό όλων των σκλαβομένων υπό του φασισμού λαών της Ευρώπης και υποστηρίζεται από αρκετούς ιστορικούς ότι επηρέασε όλη την έκβαση του πολέμου, αφού ανέβαλε την επίθεση των Γερμανών στην Σοβιετική Ένωση. Για την ηρωική αντίσταση των ελλήνων ο τότε πρωθυπουργός της Αγγλίας, Ουίνστον Τσόρτσιλ, φέρεται να είχε πει την περίφημη φράση ότι: «Στο εξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες». Είτε όμως το είχε πει είτε όχι αυτή η φράση αποτυπώνει την πραγματικότητα. Μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του άξονα ξεκίνησε ο αντιστασιακός αγώνας του ελληνικού λαού από διάφορες οργανώσεις. Μετά την λήξη του πολέμου και την νίκη των συμμάχων η Ελλάδα είχε περάσει μία πολύ σκληρή κατοχή και λίγο μετά την φυγή του κατακτητή η χώρα οδηγήθηκε σε έναν εμφύλιο πόλεμο που αποδεκάτισε την χώρα και την βύθισε σε ένα βαθύ σκοτάδι.
Πολλοί αναρωτιούνται, γιατί γιορτάζουμε την αρχή του πολέμου και όχι την λήξη του. Μία απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι το ΟΧΙ που γιορτάζει η χώρα μας, πέρα από ένα μεγάλο ΟΧΙ στον φασισμό σηματοδότησε και την αρχή της πτώσης των δυνάμεων του άξονα και την αντεπίθεση των συμμάχων. Οι θυσίες που έκαναν οι παλαιότεροι για την ελευθερία του έθνους δεν πρέπει να ξεχαστούν και να ξεθωριάσουν στο πέρασμα του χρόνου. Χρειάζεται να τιμάμε την θυσία τους και να μεταλαμπαδεύουμε την ιστορική τους αντίσταση στους νεότερους.
Σήμερα η Ελλάδα, ογδόντα χρόνια μετά το έπος του 1940, καλείται να πει ένα μεγάλο ΟΧΙ στην τουρκική προκλητικότητα. Η Τουρκία διαρκώς παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο, δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στην χώρα μας, αναγκάζοντάς την να είναι σε διαρκή επιφυλακή αν χρειαστεί να υπερασπιστεί τα εδάφη της. Εμείς σαν χώρα και όντας δημοκράτες, χρειάζεται να είμαστε ψύχραιμοι και να απαντάμε σε κάθε πρόκληση, όπως ορίζουν οι διεθνείς κανόνες και μέσω της διπλωματικής οδού. Όμως πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι και για τα χειρότερα σενάρια, αφού πλέον ο Ερντογάν έχει εγκαταλείψει την δημοκρατία και την Δυτικό πολιτισμό. Αυτό που συμφέρει πάντως και τις δύο χώρες, είναι η ειρήνη και η συμφιλίωση των δύο λαών, που μόνο κέρδη μπορεί να φέρει. Παρ’ όλα αυτά, η ανωτέρω φράση φαντάζει μάλλον ουτοπικό σενάριο…