Αίσθηση προκάλεσαν, πριν από λίγο καιρό, οι αναφορές που σχετίζονταν με το μέλλον του αεροδρομίου Εντέμπε της Ουγκάντα.
Πιο συγκεκριμένα, αναφερόταν πως αν η κυβέρνηση της Ουγκάντα δεν ήταν συνεπής στην αποπληρωμή του δανείου που είχε λάβει από την Κίνα, τότε το αεροδρόμιο θα αποτελούσε πλέον κινεζική κτήση.
Το 2015 η China’s Export- Import (EXIM) Bank προχώρησε στη σύναψη δανείου ύψους 207 εκ. δολλαρίων με 2% επιτόκιο με την κυβέρνηση της Ουγκάντα για την επέκταση του διεθνούς αεροδρομίου Εμπέντε. Το δάνειο αυτό ακολουθούσε την ευρεία προσπάθεια της Κίνας εκείνη την εποχή να διεισδύσει στο αφρικανικό περιβάλλον με δάνεια μηδενικών ή πολύ χαμηλών επιτοκίων και να μπορέσει με αυτόν τον τρόπο να δημιουργήσει βάσεις επιρροής σε ένα ζωτικής σημασίας γεωγραφικό πεδίο, όπως είναι η αφρικανική ήπειρος.
Φαίνεται πως η δανειακή σύμβαση περιείχε κάποιους δυσμενείς όρους για την πλευρά της Ουγκάντα με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την εντολή που έχει δοθεί στην κινεζική Επιτροπή Διατησίας για τη Διεθνές Οικονομία και το Εμπόριο (China’s International Economic and Trade Arbitration Commission- CIETAC) με έδρα το Πεκίνο να ελέγχει και να αποφαίνεται για την οποιαδήποτε διαφωνία που ενδέχεται να προκύψει ανάμεσα στην κυβέρνηση της Ουγκάντα και την EXIM Bank.
Πολλοί κατηγόρησαν την Κίνα πως με τη συγκεκριμένη μέθοδο η Κίνα επεμβαίνει εμμέσως στην ανεξαρτησία της χώρας μέσω του οικονομικού παράγοντα. Οι κυβερνήσεις και των δύο χωρών αρνήθηκαν αυτές τις κατηγορίες. Εκπρόσωπος της κυβέρνησης της Ουγκάντα δήλωσε πως δεν πρόκειται να πωληθεί ένα εθνικό περιουσιακό στοιχείο όπως το αεροδρόμιο. Επιπλέον, ο Wu Peng, ο Γενικός Διευθυντής του τομέα αφρικανικών σχέσεων του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών, τόνισε πως δεν ισχύει καμία τέτοια κατηγορία και πως κανένα σχέδιο στην Αφρική δεν έχει “κατασχεθεί” από την Κίνα λόγω μη αποπληρωμής δανείου, παρόλα αυτά δεν έδωσε καμία διαβεβαίωση ότι η Κίνα δεν θα προχώρησει σε τέτοια δράση στο μέλλον, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με το λιμάνι Hambantota στη Σρι Λάνκα.
Το ζήτημα, όμως, παραμένει ανοιχτό, καθώς στις αρχές Δεκεμβρίου ο Υπουργός Οικονομικών της Ουγκάντα, Matia Kasaija ζήτησε συγγνώμη που έγιναν αποδεκτές όλες οι ρήτρες του δανείου, ενώ η αποστολή αντιπροσωπείας στην Κίνα για επαναδιαπραγμάτευση του δανείου δεν στέφηκε με επιτυχία, διότι έλαβε αρνητική απάντηση από τις κινεζικές αρχές.
Αξίζει, βέβαια, να μελετήσουμε την εξέλιξη αυτή σε συνάρτηση με το γεγονός πως οι σχέσεις Κίνας- Αφρικής πέρασαν μια περίοδο κάμψης. Η χώρα της Ανατολής προσπαθεί να επανέλθει δυναμικά και μέσω άλλων τομέων, όπως ο υγειονομικός, με την πρόσφατη υπόσχεση του Σι Τζινπίνγκ για παροχή 600 εκατομμυρίων δόσεων εμβολίων για την καταπολέμηση του COVID-19.
Είναι σίγουρο πως η Κίνα θα εντείνει τις προσπάθειές της για ένταξη της πλειοψηφίας των αφρικανικών χωρών στη ζώνη επιρροής της.
Ας μην ξεχνάμε πως πριν από την μεγάλη “επιδρομή” της Κίνας στον οικονομικό και κατασκευαστικό, κυρίως, τομέα 30 αφρικανικές χώρες αναγνώριζαν την Ταϊβάν, ενώ σήμερα αναγνωρίζεται μόνο από το Εσουατίνι (πρώην Σουαζιλάνδη).
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πως βρισκόμαστε μπροστά στην ανάπτυξη μιας μεθόδου ελέγχου ενός νέου ισχυρού πόλου στη διεθνή σκακιέρα και θα πρέπει να περιμένουμε την αντίδραση των έτερων ισχυρών δρώντων στο διεθνές στερέωμα για τη μετατροπή του οικονομικού σκηνικού στην περιοχή της Αφρικής.