Του εξωτερικού συνεργάτη, Εμμανουήλ Πανανά,
Η εργαλειοποίηση του ανθρώπινου πόνου έχει υπάρξει σε ολόκληρη τη διάρκεια της ιστορίας μία από τις συνηθέστερες πρακτικές προκειμένου να επιτευχθούν προσωπικά συμφέροντα.
Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, με χαρακτηριστικές τις περιπτώσεις της Συριακής κρίσης και του ευρύτερου προσφυγικού ρεύματος, η επιδίωξη πολιτικών ανταλλαγμάτων για την διασφάλιση μιας θέσεως ισχύος στο τραπέζι των γεωστρατηγικών εξελίξεων αποτελεί το μήλο της έριδος για πολλά κράτη. Ως μια, ακόμη, παρόμοια περίπτωση φαίνεται να αναδεικνύεται, ξανά, και η κρίση στο Αφγανιστάν και πιο συγκεκριμένα η πολυσυζητημένη ανάληψη της διαχείρισης του διεθνούς αερολιμένα της Καμπούλ.
Οι πρόσφατες εξελίξεις, με την αποχώρηση σχεδόν όλων των ξένων στρατευμάτων, την ταχύτατη προέλαση των Ταλιμπάν στον δρόμο προς την κατάληψη της εξουσίας της χώρας και τις δραματικές στιγμές των τρομοκρατικών επιθέσεων που στοίχισαν την ζωή σε πολλούς ανθρώπους, άμαχους και μη, (την ευθύνη των οποίων ανέλαβε ένα παρακλάδι του ISIS με την επωνυμία «Ισλαμικό Κράτος του Χορασάν») έχουν θολώσει ακόμα περισσότερο το τοπίο για την διευκρίνιση του τί μέλλει γενέσθαι, όχι μόνο για την πορεία του ίδιου του Αφγανιστάν και του πολύπαθου λαού του, αλλά και ολόκληρης της υφηλίου.
Μέσα σε όλη αυτή την αναταραχή, όμως, φαίνεται να έχουν ήδη αρχίσει δυναμικά οι κινήσεις στην πολιτική σκακιέρα με κυριότερη τα τεχνάσματα της τουρκικής ηγεσίας για την εξασφάλιση κομματιού από την μερίδα του λέοντος και την ανάδειξη της Τουρκίας ως διαμεσολαβητή μεταξύ της Δύσης και της νέας αφγανικής ηγεσίας. Το όνομα της διεκδίκησης της τουρκικής ηγεσίας δεν αποτελεί κάτι άλλο από το πολυσυζητημένο αλλά υπερβολικά φθαρμένο από τις μεγάλες ζημιές, διεθνές αεροδρόμιο της Καμπούλ, και την διαχείριση αυτού.

Στην πλειοψηφία των συζητήσεων για την επόμενη μέρα στο Αφγανιστάν, η επαναλειτουργία και η διαχείριση του αεροδρομίου της Καμπούλ θεωρείται πρωτεύον ζήτημα ενδιαφέροντος. Οι νεότερες αποκαλύψεις δείχνουν πως οι συζητήσεις μεταξύ Τουρκίας και Ταλιμπάν, αλλά και Τουρκίας με ΗΠΑ και την νατοϊκή ηγεσία, είχαν αρχίσει αρκετά νωρίτερα, ήδη από τις αρχές Ιουνίου, με μια κατ’ αρχήν συμφωνία. Έπειτα από τις βομβιστικές επιθέσεις φάνηκε ένα αρχικό μούδιασμα από όλες τις πλευρές, με κυρίαρχο το αίσθημα επιφυλακής. Παρόλα αυτά, όμως, με την επαναφορά μιας σχετικής ηρεμίας φαίνεται η Τουρκία να επιστρέφει για την επίτευξη του στόχου της.
Αποτελεί ηλίου φαεινότερον πως για τα τουρκικά συμφέροντα, ο έλεγχος του διεθνή αερολιμένα της Καμπούλ αποτελεί βασικότατο στρατηγικό στόχο για την διαμόρφωση τόσο της ίδιας της Τουρκίας, όσο και του προέδρου Ερντογάν ως βασικού συντελεστή στην πορεία ανοικοδόμησης του Αφγανιστάν και ως διαμεσολαβητή για την σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ Δύσης και Ταλιμπάν, προκριμένου να επέλθει η πολυπόθητη διεθνής αναγνώριση που επιθυμεί διακαώς η νέα ηγεσία της χώρας.
Η Τουρκία, όμως, δεν κατέχει το μονοπώλιο των συζητήσεων με τους Ταλιμπάν. Τις τελευταίες μέρες δυναμική είναι και η κινητικότητα από την πλευρά του Κατάρ, το οποίο φαίνεται να εισέρχεται δυναμικά στο πεδίο των διαπραγματεύσεων.
Παρόλα αυτά, όσο παραμένει η αμφιβολία για το μέλλον του αεροδρομίου, τόσο αυξάνεται το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών του Αφγανιστάν, ειδικά όσων επιθυμούν να διαφύγουν από τον σκληρό νόμο της «Σαρία» που αναμένεται να εφαρμοστεί. Μεγάλος αριθμός Αφγανών συρρέει σε κάθε πλευρά των συνόρων της χώρας στην προσπάθειά τους να την εγκαταλείψουν για μια καλύτερη και ασφαλέστερη ζωή. Το βάρος των προσπαθειών στοχεύει πλέον σε όσους έμειναν πίσω, προκειμένου να διασφαλιστεί ασφαλές πέρασμα προς τις γειτονικές χώρες (Ιράν, Πακιστάν, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν) από τα χερσαία σύνορα.
Οι εξελίξεις ακόμα τρέχουν και το σίγουρο είναι πως τώρα είναι μονάχα η αρχή της επόμενης σελίδας που θα καταχωρηθεί στο βιβλίο των πολυτάραχων εμπειριών και συμβάντων που έχουν καθορίσει την πορεία του Αφγανιστάν και την ταυτότητα του Αφγανικού λαού. Όπως και να έχει όμως, η διεθνής κοινότητα οφείλει να σταθεί αυτή τη φορά στο ύψος των περιστάσεων και να μην επιτρέψει την εργαλειοποίηση του ανθρώπινου πόνου και την λοιπή εξαθλίωση ενός κατακρεουργημένου από τα πολύχρονα βάσανα λαού, χάριν εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων.