Τις πρωινές ώρες στις 15 Αυγούστου του 2021 τα προκεχωρημενα στοιχεία των δυνάμεων των Ταλιμπάν εισχώρησαν στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν, Καμπούλ.

Μέσα σε λίγες ώρες είχαν καταφέρει να καταλάβουν ολόκληρη την πρωτεύουσα της χώρας χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα μιας και οι στρατιώτες του αφγανικού στρατού είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους ή είχαν εξαφανιστεί μέσα στο πλήθος. Οι εικόνες που μεταδόθηκαν παγκοσμίως απο την ταχύτατη αποχώρηση των τελευταίων Αμερικανών απο την πρεσβεία τους και το διεθνές αεροδρόμιο της Καμπούλ με Αφγανούς πολίτες να παρακαλάνε τους δυτικούς να τους πάρουνε μαζί τους ήταν το τραγικό κλείσιμο μιας εικοσαετίας πολέμου στο πολύπαθο Αφγανιστάν που έχει κάνει αρκετούς να αναρωτιούνται: Τελικά άξιζε όλο αυτό;

Ιστορικό υπόβαθρο

Η περιοχή που βρίσκεται τώρα το Αφγανιστάν υπήρξε μήλο της έριδος για δεκάδες αυτοκρατορίες, πολλοί λαοί και στρατοί έχουν περάσει απο τα ορεινά εδάφη του, λίγοι όμως κατάφεραν να υποτάξουν τις ντόπιες φυλές και να κατευνάσουν το αίσθημα ανεξαρτησίας των κατοίκων του. Τα σύνορα του Αφγάνισταν όπως τα ξέρουμε διαμορφώθηκαν μετά απο συμφωνία μεταξύ των Ρώσων και των Βρετανών το 1887 κατά την διάρκεια του «Μεγάλου Παιχνιδιού», που μετέτρεψε το Αφγανιστάν σε ενα ουδέτερο κράτος που χώριζε τις εκτάσεις που κατείχε η Ρωσική Αυτοκρατορία στην Κεντρική Ασία με αυτές της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στις Ινδίες. Τα νεα σύνορα που χάραξαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής συγκέντρωσαν μέσα τους ενα ιδιαίτερο ανθρώπινο μωσαϊκό, μια πολυεθνική και κυρίως φυλετική κοινωνία, αυτο που χαρακτηρίζει το Αφγανιστάν μέχρι και τις ημέρες μας.

Για ένα μεγάλο κομμάτι του 20ου αιώνα το Αφγανιστάν δεν έπαιξε κάποιον καθοριστικό ρόλο μιας και δεν συμμετείχε σε κανέναν απο τους δυο παγκοσμίους πολέμους αλλά παρέμενε απασχολημένο σε εσωτερικά του ζητήματα. Βασιλιάς της χώρας ήταν ο Μοχάμεντ Ζαχίρ Σάχ που προσπάθησε να εκσυγχρονίσει το Αφγανιστάν σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Την ίδια στάση προσπάθησε να κρατήσει και κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η παροχή βοήθειας που ερχόταν απο ανατολή και δύση φάνηκε αρκετά χρήσιμη για την ανάπτυξη της χώρας.

Στις 17 Ιουλίου του 1973 ενώ ο Ζαχίρ Σάχ βρισκόταν σε διακοπές στην Ιταλία, ο πρωθυπουργός της χώρας Νταούντ Χαν έκανε ένα αναίμακτο πραξικόπημα και έγινε ο πρώτος Πρόεδρος του Αφγανιστάν, καταργώντας για πάντα την μοναρχία. Η διακυβέρνηση του Νταούντ σημαδεύτηκε απο απολυταρχικές τάσεις αλλά και προοδευτικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Με τον καιρό το Αφγανιστάν ερχόταν όλο και πιο κοντά στην σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που ανησύχησε τον Νταούντ Χαν και είχε ως αποτέλεσμα να κοιτάξει προς την Δύση για βοήθεια δημιουργώντας εχθρούς στο Κρεμλίνο. Στις 27–28 Απριλίου του 1978 έγινε η Εξέγερση του Σαούρ απο το  Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν, η κυβέρνηση του Νταούντ Χάν κατέρρευσε με τον ίδιο και μέλη της οικογένειας του να δολοφονούνται στο Προεδρικό Μέγαρο, ενώ νέος πρόεδρος ανέλαβε ο φιλοσοβιετικός Νουρ Μουχαμάντ Ταρακί.

Η Λαϊκή Δημοκρατία

Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ειδικά στα αστικά κέντρα καλωσόρισε την νέα λαική κυβέρνηση λόγω της δυσαρέσκιας που είχαν δημιουργήσει οι απολυταρχικές πολιτικές του Νταούντ Χάν. Ο Ταράκι υπέγραψε την Εικοσαετή Συνθήκη Φιλίας με τη Σοβιετική Ένωση στις 5 Δεκεμβρίου 1978, η οποία επέκτεινε σημαντικά τη σοβιετική βοήθεια αλλά και επιρροή στο καθεστώς του προσκολλώντας το Αφγανιστάν ξεκάθαρα στο άρμα της Μόσχας. Η κυβέρνηση του Ταρακί ακολούθησε ενα μεγάλο εκσυγχρονιστικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα για το Αφγανιστάν, μέσα στις νέες αλλαγές ήταν η εισαγωγή της υποχρεωτικής εκπαίδευσης για γυναίκες και άντρες, η απαγόρευση της χρήσης της μπούρκας από τις γυναίκες, η απαγόρευση των καταναγκαστικών γάμων, η εισαγωγή ορίου ηλικίας για την τέλεση γάμου και ο μετασχηματισμός του πεπαλαιομένου φεουδαρχικού αγροτικού συστήματος της χώρας σε σοσιαλιστικά πρότυπα.

Οι παραδοσιακοί μουσουλμάνοι φύλαρχοι, εναντιωμένοι στο νέο καθεστώς, προέβησαν σε ένοπλη εξέγερση που οδήγησε την χώρα σιγά σιγά σε εμφύλιο πόλεμο. Οι μουσουλμάνοι μαχητές κατά της φιλοσοβιετικής κυβέρνησης ονομάστηκαν Μουτζαχεντίν. Με τις εξεγέρσεις να αυξάνονται υπήρξε διαφωνία για τον χειρισμό της γενικής κατάστασης στην ηγεσία του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος ανάμεσα στον Μουχαμάντ Ταρακί και τον Χαφιζουλάχ Αμίν, τον δεύτερο ισχυρό άνδρα του Αφγανιστάν. Τελικά, η σύγκρουση ανάμεσα στους δυο πολιτικούς οδήγησε σε πραξικόπημα απο την πλευρά του Αμίν στις 16 Σεπτεμβρίου του 1979 και στην μετέπειτα δολοφονία του Ταράκι στις 8 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς. Με την ανάλυψη της εξουσίας, ο Χαφιζουλάχ Αμίν πίστεψε πως για την ώρα είχε την πλήρη στήριξη της Σοβιετικής Ένωσης και συνέχισε τις κοινωνικές μεταρυθμίσεις όπως και τον πόλεμο κατά των μουσουλμάνων ανταρτών Μουτζαχεντίν, που με την υποστήριξη των μυστικών υπηρεσιών του Πακιστάν γινόντουσαν όλο και πιο δυνατοί. Οι μάχες στην Αφγανική ύπαιθρο μεταξύ ανταρτών και στρατού δημιούργησαν ρεύματα προσφύγων που κατέφυγαν στο γειτονικό Ιράν και στο Πακιστάν.

Η επαναστατική κυβέρνηση του Αμίν είχε χάσει την αξιοπιστία στο μεγαλύτερο κομμάτι του Αφγανικού πληθυσμού, ένας συνδυασμός χαοτικής διοίκησης, υπερβολικής βιαιότητας από τη μυστική αστυνομία, αντιλαϊκές εγχώριες μεταρρυθμίσεις και μια κατεστραμένη οικονομία, μαζί με τις αντιλήψεις των μουσουλμάνων της επαρχίας πως το κράτος ήταν αθεϊστικό και αντι-ισλαμικό, δημιουργούσαν αδιέξοδο για την κυβέρνηση. Οι Σοβιετικοί, φοβούμενοι πως ο Αμίν θα στραφεί για βοήθεια προς την δύση, σχεδίαζαν την ανατροπή του, που τελικά ήρθε στις 17 Δεκεμβρίου του 1979 όταν σοβιετικά στρατεύματα επιτέθηκαν στο παλάτι που βρισκόταν ο Αμίν σκοτώνοντάς τον και βάζοντας νεό πρόεδρο ανδρείκελο στο Αφγανιστάν τον Μπαμπράκ Καρμάλ. Ο σοβιετικός πόλεμος στο Αφγανιστάν είχε μόλις ξεκινήσει.

Το σοβιετικό τέλμα

Όταν ανέλαβε την εξουσία, ο Κάρμαλ υποσχέθηκε την ίδρυση δημοκρατικών θεσμών, ελεύθερες εκλογές, την νομιμοποίηση και άλλων πολιτικών κομμάτων και το τέλος των εκτελέσεων. Όμως η κατάσταση στην χώρα είχε πλέον ξεφύγει από τα χέρια της Αφγανικής κυβέρνησης και μόνο η σοβιετική παρουσία την κρατούσε στην εξουσία. Ο πόλεμος της Σοβιετικής Ενωσης στο Αφγανιστάν κράτησε 9 χρόνια, μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα οι υποδομές της χώρας καταστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό, ολόκληρες περιοχές ερήμωσαν, πάνω απο μισό εκατομμύριο Αφγανοί έχασαν την ζωή τους, με τις σοβιετικές απώλειες να κυμαινονται στους 14,453 νεκρούς και πάνω απο τέσσερα εκατομμύρια Αφγανοί πρόσφυγες εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για να γλυτώσουν τους βομβαρδισμούς και τις μαζικές σφαγές. Ο πόλεμος στο Αφγάνισταν μετατράπηκε κατευθείαν σε ψυχροπολεμικό πεδίο σύγκρουσης ανατολής και δύσης: οι ΗΠΑ, το Πακιστάν, η Σαουδική Αραβία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αίγυπτος στήριξαν έμπρακτα τους Μουτζαχεντίν παρέχοντας τους εκπαίδευση και σύγχρονα όπλα, το ίδιο έπραξε και το Ιράν στηρίζοντας μονο τους σιίτες Μουτζαχεντίν.

Τα δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης παρουσίαζαν του Μουτζαχεντίν ως μαχητές της ελευθερίας κάνοντας στην άκρη τις πολλές φορές ακραίες συντηρητικές απόψεις τους για το πως πρέπει να λειτουργεί μια μουσουλμανική κοινωνία. Εκτός της στήριξης απο κρατικούς δρώντες η κύρια πηγή χρηματοδότησης των Μουτζαχεντίν ήταν ιδιώτες και θρησκευτικές φιλανθρωπικές οργανώσεις σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο και ιδιαίτερα απο την Σαουδική Αραβία. Πολλοί μουσουλμάνοι απο διάφορες χώρες πήγαν και πολέμησαν στο πλευρό των Μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν, στο όνομα του «ιερού πολέμου» (τζιχάντ) κατά των «άθεων σοβιετικών». Ορισμένοι βετεράνοι πολεμιστές έγιναν σημαντικοί παίκτες σε μεταγενέστερες συγκρούσεις μέσα και γύρω από τον μουσουλμανικό κόσμο με πιο γνωστό τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, μετέπειτα αρχηγό της τρομοκρατικής οργάνωσης Αλ-Κάιντα. Η δυναμική στήριξη των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στους αντάρτες και στους ισλαμιστές είχαν το θεμιτό αμερικανικό αποτέλεσμα και τελικά το 1989, ο σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αποφάσισε την οριστική αποχώρηση των σοβιετικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν αφήνοντας την κυβέρνηση ανδρείκελο του Μωχάμμαντ Νατζιμπουλλάχ στο έλεος των Μουτζαχεντίν.

Η εμφάνιση των Ταλιμπάν

Η αυτοδιάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η πτώση του ανατολικού μπλόκ έδωσε το τελικό χτύπημα στην αφγανική κυβέρνηση και τελικά αναγκάστηκε να έρθει σε διάλογο με τις ενωμένες δυνάμεις των Μουτζαχεντίν. Παρά την νίκη τους κατά του ξένου εισβολέα οι διάφορες φατριές μέσα στο κίνημα των Μουτζαχεντίν δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν στην δημιουργία μιας νέας κοινής ισλαμικής κυβέρνησης και η χώρα μπήκε σε νέο εμφύλιο πόλεμο. Τον Νοέμβριο του 1994, μια νέα οργάνωση, οι Ταλιμπάν, εμφανίστηκαν ως πρωταγωνιστές των γεγονότων. Οι Ταλιμπάν είχαν μια πιο ακραία εφαρμογή του ισλαμικού νόμου και ήταν αρκετά βίαιοι στον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου κατα των αντιπάλων τους. Σταδιακά κέρδισαν το πάνω χέρι και τον Σεπτέμβριο του 1996 κατέκτησαν την πρωτεύουσα Καμπούλ. Όταν οι Ταλιμπάν μπήκαν στην Καμπούλ βρήκαν, βασάνισαν και απαγχόνισαν δημοσίως τον Μωχάμμαντ Νατζιμπουλλάχ για παραδειγματισμό.

Τότε δημιουργήθηκε το Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν, μια απο τις δυο οντότητες που κυβερνούσαν το Αφγανιστάν. Η άλλη ήταν η Βόρεια Συμμαχία, που ήταν η συνέχεια της φιλοδυτικής πρώην κυβέρνησης των Μουτζαχεντίν. Οι Ταλιμπάν ακλουθώντας αυστηρά την Σαρία απαγόρευσαν την κατανάλωση του χοιρινού και του αλκοόλ, την δυτική μουσική, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, καθώς και τις περισσότερες μορφές τέχνης όπως την ζωγραφική ή την φωτογραφία, την συμμετοχή ανδρών και γυναικών στον αθλητισμό, απαγορεύτηκε στις γυναίκες να εργάζονται και στα κορίτσια απαγορεύτηκε να παρακολουθούν σχολεία ή πανεπιστήμια. Οι κινηματογραφικές αίθουσες έκλεισαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν ως τζαμιά. Ο εορτασμός του Δυτικού και του Ιρανικού Νέου Έτους απαγορεύτηκε. Η εξουσία των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν παρέμεινε ισχυρή μέχρι τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στις ΗΠΑ. Από εκεί και μετά, όλα άλλαξαν.

Εισβολή χωρις σχέδιο εξόδου

Με την τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους τον Σεπτέμβριο του 2021 η κυβέρνηση Μπούς κήρυξε τον πόλεμο στην παγκόσμια τρομοκρατία. Οι ΗΠΑ γνώριζαν πως ο Οσαμα Μπιν Λάντεν βρισκόταν στο Αφγάνισταν και πως η κυβέρνηση των Ταλιμπάν του παρείχε κάλυψη. Όταν ζητήθηκε απο τους Ταλιμπάν να παραδώσουν τον Μπιν Λάντεν αυτοί αρνήθηκαν θέτοντας δικούς τους όρους. Η αμερικανική εισβολή στο Αφγανιστάν με το κωδικό όνομα «Διαρκής Ελευθερία» ξεκίνησε στις 7 Οκτωβρίου του 2001 με αεροπορικές επιδρομές κατά στόχων της Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν. Στόχος της δυτικής συμμαχίας ήταν η καταστροφή στρατοπέδων εκπαίδευσης τρομοκρατών στο Αφγανιστάν, σύλληψη των ηγετών της Αλ Κάιντα και η γενική παύση τρομοκρατικών δραστηριοτήτων μέσα στο Αφγανιστάν. Οι Ταλιμπάν έπεσαν απο την εξουσία αρκετά γρήγορα, οι αμερικανικές δυνάμεις με τους συμμάχους τους απέκτησαν γρήγορα τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους του βόρειου Αφγανιστάν και πήραν τον έλεγχο της Καμπούλ στις 13 Νοεμβρίου του 2001, αφού οι Ταλιμπάν εγκατέλειψαν απροσδόκητα την πόλη.

Με τον καιρό οι Ταλιμπάν περιορίστηκαν σε μια μικρότερη περιοχή, με το Κουντούζ, την τελευταία πόλη που κατέχεται από τους Ταλιμπάν στο βορρά, να καταλαμβάνεται στις 26 Νοεμβρίου. Οι περισσότεροι Ταλιμπάν για να ξεφύγουν κατέφυγαν στο γειτονικό Πακιστάν, αφού εκεί είχαν ακόμη την στήριξη των μυστικών υπηρεσιών. Αυτό δεν ήταν ομως το τέλος του πολέμου.

Οι Αμερικανοί τοποθέτησαν μια νέα κυβέρνηση στο Αφγανιστάν υπο τον Άσραφ Γάνι και προσπάθησαν να ανοικοδομήσουν την χώρα στα μέτρα τους. Οι Ταλιμπάν όμως δεν είχαν ηττηθεί και επέστρεψαν στις παλιές τακτικές αντάρτικου και τρομοκρατικών επιθέσεων κατά των αμερικανικών δυνάμεων κατοχής και της αφγανικής κυβέρνησης. Ο πόλεμος δεν σταμάτησε για μια εικοσαετία με τον αριθμό των αμερικανικών στρατευμάτων να φτάνει στο Αφγανιστάν επι προεδρίας Ομπάμα τους 140.000 στρατιώτες. Τελικά στις 2 Μαιου του 2011 στο γειτονικό Πακιστάν οι ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ βρήκαν και σκότωσαν τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, όμως ουτε αυτό άλλαξε το τέλμα που η Ουάσιγκτον είχε βρεθεί. Η κυβέρνηση του Γάνι δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει την εμπιστοσύνη μεγάλης μερίδας του αφγανικού πληθυσμού, παρά τις κοινωνικές αλλαγές και τις ελευθερίες που έφερε παρέμεινε στα μάτια πολλών Αφγανών (που παραμένουν πιστοί περισσότερο σε θρησκευτικούς δεσμους, οίκο-φυλή και εθνοτική ομάδα παρα στην δυτική αντίληψη του έθνους) ως μια διευθαρμένη κυβέρνηση μαριονέτα των ΗΠΑ.

Όταν ανέλαβε η κυβέρνηση Τραμπ, παρά τις υποσχέσεις για απόσυρση των δυνάμεων, διατήρησε την παρουσία των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν αλλά άνοιξε δημόσια διάλογο με τους Ταλιμπάν στην Ντόχα του Κατάρ για μια συμφωνία ειρήνης και σταδιακής αποχώρησης των δυτικών δυνάμεων. Αυτη η αποχώρηση ήρθε με την κυβέρνηση του Τζο Μπαιντεν που τελικά κατέληξε σε φιάσκο μιας και μέσα σε λίγες εβδομάδες οι Ταλιμπάν ανακατέλαβαν το μεγαλύτερο κομμάτι της χώρας και ανακοίνωσαν καινούργια ισλαμική κυβέρνηση μέσα απο την Καμπούλ με τον αφγανικό στρατό να εγκαταλείπει τις θέσεις του ή να προσχωρεί στις δυνάμεις των Ταλιμπάν. Όλα μοιάζουν να γύρισαν πάλι στην αρχή.

Συμπέρασμα

Οι ΗΠΑ, όπως και η Σοβιετική Ενώση πριν απο αυτές, αφιέρωσε ένα τεράστιο κομμάτι έμψυχου και άψυχου υλικού σε έναν πόλεμο που όπως φάνηκε δεν μπορούσε να κερδίσει, μιας και δεν υπήρξε μακρόχρονο σχέδιο απαγκίστρωσης. Η Ουάσιγκτον σπατάλησε 3 τρισεκατομμυρια δολλάρια, έχασε πάνω απο 2,442 στρατιώτες, πάνω από 20,000 αμερικανοί στρατιώτες τραυματίστηκαν και κοντά στα 2 εκατομμύρια Αφγανοί έχασαν την ζωή του μέσα σε αυτα τα είκοσι χρόνια. Το Αφγανιστάν έχει επιστρέψει στον έλεγχο των Ταλιμπάν και η χώρα παραμένει σε εμπόλεμη κατάσταση απο το 1979 με ολόκληρες γενιές Αφγανών να μεγαλώνουν και να πεθαίνουν μέσα στον φόβο και την θλίψη. Όπως φάνηκε η λύση δεν ήταν ποτέ μια ξένη εισβολή για την «ειρήνευς» την αφγανικής κοινωνίας, το κλειδί της αλλαγής το κρατάνε οι Αφγανοί οι ίδιοι.

Η μακρά ιστορία αυτης της χώρας έχει σημαδευτεί απο συνεχόμενες ξένες παρεμβάσεις που ήδη δυσχαίρεναν το δύσκολο έργο του κάθε τοπικού ηγέτη να ελέγξει τις φυλές και τις εθνοτικές ομάδες του Αφγανισταν. Τώρα πια που οι Ταλιμπάν επέστρεψαν θα φάνει απο την διεθνή κοινότητα αλλά και τους ίδιους ποιο θα ειναι το νέο πρόσωπο της Καμπούλ, σίγουρα πάντως δεν θα υπάρξει η απομόνωση του 1996. Η αποχώρηση των ΗΠΑ δίνει έδαφος σε περιφερειακους και παγκόσμιους παίχτες να αυξήσουν την επιρροή τους και να συνεργαστούν με την νεα αφγανική κυβέρνηση των Ταλιμπάν. Κίνα, Ρωσία, Τουρκία, Κατάρ και Εμιράτα έχουν ήδη κάνεις τις κινήσεις τους, και όλα αυτά πάνω απο τα ανθρώπινα δικαιώματα χιλιάδων Αφγανών που βλέπουν τα κέρδη τόσων χρόνων να εξαφανίζονται. Η Δύση δεν θα αργήσει και αυτή αρχικά μέσω εταιρειών και αργότερα πιο επίσημα να επιστρέφει στο Αφγανιστάν δίνοντας μια νομιμοποίηση στους Ταλιμπάν για όσο κάθονται στις καρέκλες της εξουσίας. Στο μεγάλο παιχνίδι τελικά αυτος με την μεγαλύτερη υπομονή βγαίνει νικητής και οι Ταλιμπάν είχαν με το μέρος τους αυτο που δεν ειχαν οι δυτικοί, χρόνο.