Ανεξάντλητη όρεξη για ζωή, θάρρος, ανασφάλεια, τοπία πολύχρωμα φωτισμένα με πινελιές από την κάθε μοναδική στιγμή που επιφέρει ο πυρετώδης ρυθμός διαδοχής των νέων εμπειριών και ένας συναισθηματικός πλούτος που πλημμυρίζει τους παριζιάνικους δρόμους, λίγο μετά τον Μάη του ’68 (όπου κυκλοφόρησε η ταινία) και –αναμενόμενα- έστω και αμυδρά, άφησε ένα μικρό αποτύπωμα στην εν λόγω δημιουργία.
Ανάμεσα από το μεγεθυμένο σουρεαλισμό του Breakfast at Tiffany’s (1961) και του υπέρτατου ερωτικού μυστηρίου L’appartement (1996), αναδύεται το Baisers volés (Κλεμμένα Φιλιά, 1968), σαν ένας απόλυτα εναρμονισμένος συνδυασμός των δύο ανωτέρω ταινιών, σηματοδοτώντας εκπληκτικά τον ρομαντισμό, το χιούμορ αλλά και τον ρεαλισμό που κρύβει η εκδοχή της ανέμελης μα και πάντα επείγουσας ζωής των ανθρώπων, με πρωταγωνιστή τον -αγαπημένο όλων του σκηνοθέτη François Truffaut- Antoine Doinel.
Σε αυτό το κεφάλαιο, ο Αντουάν απολύεται από τον στρατό έχοντας επιδείξει χείριστη συμπεριφορά και είναι έτοιμος να βαδίσει ενθουσιασμένος στο νεανικό και χαριτωμένα χαοτικό του μονοπάτι, επιδιώκοντας άλλοτε μια πιο ουσιαστική και άλλοτε πιο πρόσκαιρη επαφή και επικοινωνία με το γυναικείο φύλο, αλλάζοντας διαρκώς επαγγέλματα και ευρισκόμενος μπροστά σε πολλαπλά συναισθηματικά διλήμματα.
Μια σειρά από αυθόρμητες και ειλικρινείς αντιδράσεις που ξετυλίγουν τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή και των κοντινών -σε εκείνον- προσώπων, κατοχυρώνοντας το αίσθημα της οικειότητας από τους θεατές.
Ο Αντουάν ακολουθεί την ζωή χωρίς φόβο αλλά η απόρριψη, όπως και η επίγνωση του «αδύνατου» ανά διαστήματα τον λυγίζουν. Διατηρεί όμως πάντα αμείωτη την παρατηρητικότητα, την αποφασιστικότητα, την τόλμη και τον ενθουσιασμό του, ίσως και την άγνοια που επιφέρει η «όποια αθωότητα» του.
Το αν τελικά η ισορροπία και η σταθερότητα αποτελούν το ζητούμενο σε αυτόν τον κόσμο ή πρόκειται για ένα φαινόμενο προς αποφυγή, ανακύπτει ως βασικό ερώτημα.
Οι περιπέτειες στην οποίες εμπλέκεται ο πρωταγωνιστής και οι γρήγορες, αυθόρμητες αποφάσεις του, όπως και η δεκτικότητα όσων βρίσκονται γύρω του, πείθουν τον θεατή για την αξία των στιγμιαίων συνειρμών, αφού τους προσδίδεται μια ιδιαίτερη αίγλη, και σίγουρα δημιουργούν -κάθε άλλο- παρά δυνάμει συνδυασμούς με την «λογική της απερισκεψίας». Σίγουρα η παρακολούθηση αυτής της ταινίας πλάθει μια γλυκιά νοσταλγία προς ένα άγνωστο και (ενδεχομένως) μη βιωμένο παρελθόν, ωθώντας και εμάς να σταθμίσουμε ξανά και με εξασθενημένη σοβαροφάνεια, παράγοντες της ζωής μας, να τολμήσουμε παραπάνω και να επιλέξουμε με τρόπο που αρμόζει στην φύση μας, δηλαδή ελεύθερα(=απελευθερωμένα).