Του εξωτερικού συνεργάτη, Κωστή Μυλωνά,

Ο Μάρτιος ήρθε και η Άνοιξη είναι προ των πυλών. Η εξεταστική τελείωσε και εμείς ήρθε η ώρα να επικοινωνήσουμε και πάλι μετά από καιρό και να συζητήσουμε για την ταινία Denial. Το συγκεκριμένο κείμενο, χωρίς πολλά λόγια, είναι αφιερωμένο στον πατέρα μου, που περνάει μια περιπέτεια με την υγεία του το τελευταίο διάστημα. Του αφιερώνω το κείμενο, έτσι ενεργειακά, για να πάνε όλα καλά.

Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στην ταινία. Την σκηνοθεσία την έχει αναλάβει ο Μικ Τζάκσον, ενώ το σενάριο ο Ντέιβιντ Χέαρ. Πρόκειται για μια μεταφορά πραγματικών γεγονότων, που έλαβαν χώρα μεταξύ των Ίρβινγ – Λίπσταντ: ο Ντέιβιντ Ίρβινγ είναι ένας γνωστός Άγγλος συγγραφέας, που έχει πραγματευθεί ιδίως την ιστορική περίοδο του Β’Π.Π., τη διαμόρφωση της Ναζιστικής Γερμανίας, ενώ περίπου από το 1988 αμφισβητεί δημόσια και πανηγυρικά το Ολοκαύτωμα των Εβραίων. Ο Ίρβινγκ, λοιπόν, μήνυσε την ιστορικό Ντέμπορα Ι. Λίπσταντ για συκοφαντική δυσφήμηση, ενόψει του βιβλίου της «Denying the Holocaust: The Growing Assult on Truth and Memory», στο οποίο τον παρουσίαζε ως ιστορικό του Χίτλερ.

Το παράδοξο και το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι σύμφωνα με το αγγλικό νομικό σύστημα, ο κατηγορούμενος οφείλει να αποδείξει ότι λέει την αλήθεια περί αυτού που διετύπωσε. Δεν αποδεικνύει δηλαδή ο κατήγορος ότι παρουσιάστηκε μια ψευδής κατάσταση που οδήγησε σε προσβολή της υπόληψής του, αλλά ο κατηγορούμενος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ότι ισχυρίστηκε τα αληθή: εν προκειμένω, ότι έγινε το Ολοκαύτωμα.

Η Λίπσταντ, παθιασμένη και βέβαιη ότι θα λάμψει η αλήθεια είναι έτοιμη να οργανώσει έναν ιστορικό λόγο, με ισχυρά ιστορικά και δικαιοπολιτικά επιχειρήματα υπέρ του Ολοκαυτώματος.

Ωστόσο, η νομική της ομάδα, της προτείνει κάτι τελείως διαφορετικό: να μην παρουσιαστεί στο δικαστήριο ούτε η ίδια ούτε κανένας επιζών του Ολοκαυτώματος. Πρόκειται για μια κλασική περίπτωση, όπου η νομική επιστήμη χάνει σε θέαμα, στην εικόνα, κερδίζει όμως στην ουσία, καθώς με τη συγκεκριμένη υπερασπιστική γραμμή η Λίπσταντ κατάφερε να κερδίσει τη δίκη και να εκδοθεί μια ιστορική απόφαση (Landmark Case, όπως λένε και οι αμερικανοί νομικοί), η οποία απεφάνθη ότι ο Ίρβινγ παραποίησε τα ιστορικά στοιχεία, προκειμένου να αποδείξει ότι το Ολοκαύτωμα δεν έγινε και να παρουσιάσει τον Χίτλερ σαν έναν άνθρωπο που δεν γνώριζε τίποτα ή τουλάχιστον δεν γνωρίζουμε αποδεδειγμένα ότι επεδίωξε την εξόντωση των Εβραίων. Η τελική κρίση του Ίρβινγ ήταν ότι το Ολοκαύτωμα αποτέλεσε ένα κατασκευασμένο παραμύθι κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών κυβερνήσεων, για να αυξήσουν τον τουρισμό τους σε συγκεκριμένα μέρη, στα οποία συνέβησαν οι ναζιστικές θηριωδίες.

Βασική επιδίωξη του Μικ Τζάκσον ήταν να μην περιπέσει η ταινία σε άλλη μια συναισθηματική αποτύπωση του Ολοκαυτώματος: είναι χαρακτηριστική η ατάκα του συνηγόρου της Λίπσταντ στην ίδια, μόλις φτάσανε στο Άουσβιτς, στο πλαίσιο της νομικής τους έρευνας, λέγοντάς της «δεν ήρθαμε εδώ για να αποτίσουμε φόρο τιμής, αλλά για να εξετάσουμε τα γεγονότα». Μολονότι η ταινία αναφέρεται σε μια από τις πιο σκληρές δικαστικές διαμάχες, έχοντας όλα τα φόντα για ένα περιπετειώδες δικαστικό δράμα, δεν έχει αποσπάσει και τις καλύτερες κριτικές.

Νομίζω ότι αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: Πρώτον, στην άγνοια των περισσοτέρων για τη νομική επιστήμη. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι τα νομικά είναι πολλά και μεγάλα λόγια, ένας αγώνας ποιος θα φωνάξει πιο δυνατά ή ποιος θα πει τη μεγαλύτερη εξυπνάδα. Δεν είναι έτσι. Στη νομική επιστήμη δεν είναι ο στόχος να λες πολλά, αλλά να λες λίγα και συγκεκριμένα. Στη νομική επιστήμη δεν παλεύουμε να βρούμε τον καλύτερο ρήτορα. Προφανώς για να εκφέρεις μια νομική κρίση, χρειάζεται ένας δομημένος και ορθολογικός λόγος. Αλλά από εκεί και πέρα κερδίζουν η ακρίβεια και η ορθότητα, όχι τα φληναφήματα και οι υπερβολές.

Η ταινία, λοιπόν, προσφέρει μια δικαστική διαμάχη όπως θα έπρεπε να είναι και όπως σε ορισμένες των περιπτώσεων είναι: ορθολογικά, νομικά επιχειρήματα, ακριβείς και εμπεριστατωμένες τοποθετήσεις και εν τέλει μια σοβαρή αντιπαράθεση. Όποιοι ήθελαν φωνές και «ξύλο», ας δούνε κάποια άλλη ταινία. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η ταινία δεν απέσπασε καλές κριτικές είναι το γεγονός ότι αυτός που βλέπει μια ταινία θεωρεί ότι αυτή υπάρχει εδώ και τώρα και μετά τελείωσε.

Επίσης και σε αυτή την περίπτωση δεν είναι πλήρως έτσι τα πράγματα. Πολλές ταινίες δεν έχουν ως στόχο να πετύχουν μια τόσο μεγάλη αδρεναλίνη, αλλά να προβληματίσουν, να κάνουν τον κόσμο να σκεφτεί. Να βγει ο θεατής από την αίθουσα και να επεξεργαστεί το έργο. Μια τέτοια ταινία είναι το Denial. Σε κάνει να διαβάσεις για τον ιστορικό αναθεωρητισμό, να σκεφτείς κατά πόσο έχουν θέση μέσα σε μια δημοκρατία ρεβιζιονιστικές απόψεις για την ιστορία, ποιο είναι το σύγχρονο διακύβευμα απέναντι στο ρατσισμό και τον αντισημιτισμό. Αυτούς, λοιπόν, τους δικούς μου προβληματισμούς, θα αναλύσουμε παρακάτω.

1) Η σύγκρουση της νομικής δουλειάς και του ηθικού συναισθήματος.

Η εγκληματολογική ομάδα που βρίσκεται στο Άουσβιτς, δεν εξαντλεί τον χρόνο της στην απότιση φόρου τιμής στα θύματα ούτε στην επαφή με τις φρικαλεότητες και στην φυσικά, επόμενη, πλην ετεροχρονισμένη με το ιστορικό γεγονός, εσωτερική αναπαράσταση εκείνων, αλλά στην απόκτηση νομικά στέρεων και ισχυρών επιχειρημάτων, προκειμένου η υπόθεση να έχει αίσιο τέλος. Αυτή η προσέγγιση, ερμηνεύεται από την πρωταγωνίστρια, ως ένα πορτρέτο αγενούς συμπεριφοράς, η οποία όμως εν τέλει καθίσταται το μέσο για την ουσιαστική διατήρηση της συλλογικής μνήμης των αποβιωσάντων.

2) Το βασικό, όμως, ερώτημα είναι το εξής: μπορεί η έννομη τάξη να απαγορεύσει τον αναθεωρητικό λόγο, εκείνον δηλαδή που αμφισβητεί ιστορικά γεγονότα, αναγνωρισμένα από τα εθνικά κοινοβούλια ή τις διεθνείς συνθήκες;

Στιγμιότυπο από την ταινία Denial

α) Αν ανατρέξουμε στο αλμανάκ της ιστορίας, σε ελάχιστες περιπτώσεις, οι επιστημονικοί κύκλοι, θα συμφωνήσουν σε μια ευρεία αποδοχή αναλύσεων, όσον αφορά το τριπλό επίπεδο, που διατρέχει κάθε ιστορικό γεγονός: αιτία – περιεχόμενο – αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, μπορούμε να συζητήσουμε, αφενός κατά πόσο οι φοιτητές, που διαδήλωναν το Μάη του 68’ είχαν ένα σαφές πλάνο εξουσίας, μια ορθή και καθάρια πολιτική κρίση, ένα όραμα για τη Γαλλία. Σίγουρα, θα αναφερθούμε στην προοπτική μιας επαναστατικής πράξης, που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του αυθορμητισμού και της μαζικής συνένωσης, ενώ την ίδια στιγμή απεμπολεί τη λογική της οργάνωσης και της κομματικής κατεύθυνσης. Ωστόσο, θα συμφωνήσουμε; Όχι. Και αυτό είναι το όμορφο, το επιστημονικό, το δημοκρατικό.

β) Αν αποδεχθούμε την άποψη, ότι «ιστορικό γεγονός αναγνωρισμένο από εθνικό κοινοβούλιο, δεν αμφισβητείται», τότε δίνουμε μια λευκή επιταγή στην εκάστοτε κυβερνώσα πλειοψηφία, ώστε να προσδώσει στην δική της ιστορική εκτίμηση το αμάχητο τεκμήριο της αλήθειας. Μια τέτοια κατάσταση θα έθιγε την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας, θα άμβλυνε το ατέρμονο της αντιπαράθεσης των ιδεών και θα αναγνώριζε στους πολίτες ένα δεύτερο τεκμήριο, το τεκμήριο της ηλιθιότητας.

Αυτό, θα σήμαινε με λίγα λόγια πως οι πολίτες είναι ανίκανοι να αναζητήσουν αυτοβούλως τα παρασκήνια και τα προσκήνια μιας συντελεσμένης ιστορικής πραγματικότητας, αλλά και πως η όποια αναζήτησή τους αποτελεί ένα γράμμα κενό, ένα υποκειμενικό σύννεφο, γιατί την καθαρή αντικειμενική αλήθεια, θα τη δείτε γραμμένη στα πρακτικά της Βουλής. Μια δημοκρατική κοινωνία δύσκολα μπορεί να υιοθετήσει μια τέτοια ερμηνεία.

γ) Μία σύγχρονη δημοκρατία, οφείλει να αφήνει τις ιδέες ελεύθερες, ισοβαρείς και εκτιμητέες. Η ειδοποιός διαφορά ενός κράτους δικαίου έναντι προσχηματικών και διακηρυκτικών δημοκρατιών, είναι πως αυτό ανέχεται ακόμα και τις ιδέες που το εχθρεύονται. Αυτή η ανοχή αποτελεί το πλεονέκτημα, το μειονέκτημα και το στοίχημα του συνταγματικού κράτους. Μόνο ένα ανελεύθερο καθεστώς δεν «ρισκάρει» και καταλήγει να έχει τα πάντα σε προδιαγεγραμμένα κουτάκια – πλαίσια, ώστε να τα ελέγχει, καταστρέφοντας την τυχαιότητα της πολιτικής και ιδεολογικής εξέλιξης των ανθρώπων, σε μια προσπάθεια να σταθμίσει το αναποφεύκτως αστάθμητο της μελλοντικής θέσμισης των κοινωνιών.