Της εξωτερικής συνεργάτιδος Νίκης Φραγγέλη,

Σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη, το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης παρουσιάζει το έργο του Χάρολντ Πίντερ, Πάρτυ Γενεθλίων, όπου τα όρια μεταξύ του αληθινού και του ψεύτικου είναι ημιδιαφανή.

Ο Πίντερ ιχνογραφεί την υπαρξιακή αναζήτηση των δραματικών προσώπων, την παρακμή τους, αλλά και την εξουσιαστική τους σχέση, που εκφράζεται μέσω των λέξεων.

Στο Πάρτυ Γενεθλίων, ο κεντρικός ήρωας Στάνλεϋ, ένας ξεπεσμένος πιανίστας, επιλέγει να ζήσει έναν εκούσιο εγκλεισμό σε ένα παρηκμασμένο πανδοχείο, σε μία επαρχιακή παραθαλάσσια πόλη της Βρετανίας. Ως ο μοναδικός ένοικος του πανδοχείου, συγκατοικεί με τους δύο ιδιοκτήτες του, την υπερπροστατευτική Μεγκ και τον διακριτικό Πιτ. Την ισορροπία της καθημερινότητας – ρουτίνας τους, έρχονται να διαταράξουν δύο άγνωστοι άνδρες, ο Γκόλντμπεργκ και ο υπάκουος σύντροφός του Μαν Καν. Οι δύο ξένοι ξεγελούν με ευκολία την αφελή Μεγκ, πείθοντάς την να οργανώσει ένα πάρτυ γενεθλίων στον Στάνλεϋ, το οποίο θα καταλήξει σε εφιάλτη.

Η σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη μένει πιστή, δίχως πειραματισμούς, στο αρχικό κείμενο του Πίντερ, διατηρώντας τον ασαφή του χαρακτήρα και παραλείποντας να δώσει κατεύθυνση στον θεατή, τον αφήνει ελεύθερο να ερμηνεύσει το έργο σύμφωνα με τις δικές του προσλαμβάνουσες. Παράλληλα δεν αμελεί να τονίσει τις κωμικές στιγμές του έργου.

Πηγή εικόνας: ertnews

Ο Στάνλεϋ φοβισμένος από τον έξω κόσμο, αδυνατεί να εντάξει τον εαυτό του μέσα σε αυτόν και ριζώνει στην ασφάλεια που του παρέχει το πανδοχείο. Όσο όμως αποφεύγει το έξω, εκείνο έρχεται βίαια και απροσδόκητα προς αυτόν και οι φόβοι του επαληθεύονται. Το δίδυμο της έξωθεν απειλής τον υποβάλλει σε μία λεκτική ανακριτική διαδικασία στην οποία εκείνος δεν δύναται να αντισταθεί.

Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης ενσαρκώνει με μεγάλη ακρίβεια τον ψυχικά πάσχοντα Στάνλεϋ, ακροβατώντας μεταξύ του εσωτερικού αναβρασμού και σπαρακτικών ξεσπασμάτων του χαρακτήρα, δίχως να υπερβάλλει. Η σπαρακτική κραυγή του στο τέλος της παράστασης αποτυπώνει την ισοπεδωτική ήττα του.

Ο ρόλος της Μεγκ, μίας γυναίκας εγκλωβισμένης στη μορφή της ωραίας (που ενδεχομένως να ήταν σε νεότερη ηλικία), αλλά και της μητρικής φιγούρας για τον Στάνλεϋ, εκτελείται με εξωστρέφεια και έντονο ταπεραμέντο από την Αθηνά Τσιλύρα.

Ο Γκόλντμπεργκ, έχοντας ως όπλο του τη φαινομενική ευγένεια και το προσεγμένο λέγειν, κερδίζει την εύνοια της Μεγκ και της νεαρής γειτόνισσας Λούλου, τις οποίες καθιστά υποχείριά του. Ο Γιάννος Περλέγκας με τη μορφή του τυραννικού πατέρα καταφέρνει να επιβληθεί στην «προβληματική» φύση του Στάνλεϋ και να την υποτάξει. Ο πιο συναισθηματικά φορτισμένος και πάντα εξαρτημένος συνεργός του, Μαν Καν (Γιάννης Στεφόπουλος), συμβάλλει σε αυτήν την επιχείρηση.

Η Λούλου (Άλκηστις Ζιρώ) πρόκειται για έναν χαρακτήρα που προσπαθεί μάταια στην αρχή του έργου να κινητοποιήσει τον Στάνλεϋ προς τον έξω κόσμο, που η ίδια θεωρεί ότι γνωρίζει, όμως η συνάντησή της με τον Γκόλντμπεργκ τη διαψεύδει, καθώς εξαπατάται από εκείνον που τη χρησιμοποιεί ως επιβεβαίωση της σεξουαλικής του κυριαρχίας. Με αυτόν τον τρόπο βλέπουμε τη βίαιη «ενηλικίωσή» της στο τέλος του έργου.

Ο Φώτης Θωμαΐδης στο ρόλο του Πιτ, του άνδρα της Μεγκ, δεν συμμετέχει ούτε αντιλαμβάνεται την εξέλιξη των γεγονότων, παρά μόνο όταν βλέπει τον συγκάτοικό του σε άθλια κατάσταση και προσπαθεί ανώφελα να εμποδίσει την απομάκρυνσή του από το πανδοχείο. Στο φινάλε της παράστασης γίνεται η αδύναμη φωνή αντίστασης απέναντι στους εξουσιαστές – εισβολείς.

Η σκηνογραφία της Νατάσσας Παπαστεργίου εικονοποιεί την παρακμή των ηρώων που διαμένουν στο πανδοχείο με μία ρεαλιστική προσέγγιση.