Άρθρο της εξωτερικής συνεργάτιδος, Μαρίνας Βασιλειάδου

Παρατηρώντας την διεθνή σκηνή προκύπτει το ερώτημα του ποια είναι (ή θα είναι) τα αποτελέσματα των εντάσεων ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις (ως προς την στρατιωτική τους δύναμη και ισχύ) και ποιο το αποτέλεσμα των αέναων συγκρούσεων μεταξύ τους.

Γίνεται λόγος για τον ανταγωνισμό των νατοϊκών δυνάμεων με τις ρωσικές, που λαμβάνει χώρα στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Η τελευταία αποτελεί σημαντικό πόλο έλξης του ενδιαφέροντος τόσο της Ρωσίας, όσο και των δυνάμεων του ΝΑΤΟ, λόγω της στρατηγικής θέσης στην οποία βρίσκεται. Ειδικότερα, κατόπιν της πρόσαρτησης της Κριμαίας , μεγάλο μέρος των Ρωσικών ναυτικών δυνάμεων έχει μετατοπιστεί στην Μαύρη Θάλασσα. Για τον λόγο αυτό, η επικράτηση μίας δύναμης εκεί είναι υψίστης σημασίας. Το ΝΑΤΟ, εξάλλου, επιθυμεί να εδραιώσει την θέση του έναντι της Ρωσίας, αν και εμποδίζεται από την συνθήκη των Στενών, η οποία θέτει περιορισμούς στην παρουσία πολεμικών πλοίων για τις χώρες που δεν συνορεύουν με την Μαύρη Θάλασσα. Στο σημείο αυτό, συναντώνται τα πλεονεκτήματα της Ρωσίας έναντι των υπολοίπων και διαπιστώνεται ο λόγος που επιθυμούσε να επέλθει στην κυριαρχία της η Κριμαία.

Αναλυτικότερα, κατόπιν της ρήξης προειδοποιητικών πυρών των ρωσικών δυνάμεων σε βρετανικό πολεμικό πλοίο που διέρχονταν από την περιοχή της Κριμαίας, στα ρωσικά, δηλαδή, ύδατα, επικρατεί μία γενικότερη ένταση στην ευρύτερη περιοχή. Σε αυτή την κίνηση της Ρωσίας, το ΝΑΤΟ ανταπέδωσε με την διεξαγωγή της στρατιωτικής άσκησης Sea Breeze-2021. Πρόκειται για μία ετήσια άσκηση που πραγματοποιείται στην Μαύρη Θάλασσα από το 1997 και αποσκοπεί στην στρατιωτική εκπαίδευση, στην ετοιμότητα, στην διαλειτουργικότητα και στην συνεργασία των χωρών της συμμαχίας. Η συμμετοχή, στην εν λόγω άσκηση, αποτελούνταν από τις 30 χώρες του ΝΑΤΟ, την Ουκρανία και τις ΗΠΑ και έλαβε χώρα στο διάστημα 28 Ιουνίου έως 10 Ιουλίου. Πρόκειται για μία άσκηση η οποία όχι μόνο αποσκοπεί στην προετοιμασία των ενόπλων δυνάμεων της συμμαχίας, αλλά και στην κατοχύρωση της θέσης του ΝΑΤΟ στην περιοχή.

Είκονα από την άσκηση Sea Breeze. Πηγή εικόνας: Odessa Journal

Από την άλλη, η Μόσχα προέβη σε αντίστοιχες ενέργειες, με την διεξαγωγή ασκήσεων με την συμμετοχή των πυραυλικών συστημάτων S–400, στην επικράτεια του Κρασνοντάρ. Η άσκηση που έλαβε χώρα από τις 21 Ιουνίου έως τις 2 Ιουλίου, αποσκοπούσε φαινομενικά στην δυνατότητα ανίχνευσης των στόχων ξένων δυνάμεων, ώστε να διευκρινιστεί η καταλληλότητα, η αμεσότητα και η ετοιμότητα της αεροάμυνας της Ρωσίας. Πραγματικές εκτοξεύσεις δεν πραγματοποιήθηκαν. Η Μόσχα όμως με αυτήν την ενέργεια, επιχείρησε να προκαλέσει τις νατοϊκές δυνάμεις αλλά και να επιδείξει ταυτόχρονα τις δυνατότητες που διαθέτει.

Στην πραγματικότητα, τέτοιου βεληνεκούς στρατιωτικές ασκήσεις αποβλέπουν, κατά κύριο λόγο, στην επίδειξη δύναμης και στην  επιβολή μίας ισχυρής στρατιωτικής παρουσίας. Στόχος του ΝΑΤΟ ήταν να καταδείξει την επιρροή που κατέχει  στην περιοχή, αλλά και την δυνατότητα άμεσης παρέμβασης σε περίπτωση μη τήρησης των συμφωνηθέντων. Η συγκεκριμένη στάση έχει ενισχυθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω της υψηλής έντασης στις σχέσεις Ρωσίας-Ουκρανίας το τελευταίο διάστημα. Αντιθέτως, η στρατιωτική άσκηση της Ρωσίας, αποτελούσε μία έντονη απάντηση της Μόσχας στο ΝΑΤΟ, καθώς και μία σημαντική προειδοποίηση της δύναμής της σε περίπτωση που η συμμαχία αποφασίσει να πλησιάσει τα σύνορά της. Και οι δύο δυνάμεις επιχείρησαν να εδραιώσουν για άλλη μία φορά την θέση τους στην Μαύρη Θάλασσα, απομακρύνοντας την αντίπαλη πλευρά.

Το Ρωσικό πυραυλικό σύστημα S-400. Πηγή εικόνας: Tass

Ως  προς τα εθνικά δρώμενα, η στάση και η συμμετοχή της Ελλάδας στην άσκηση του ΝΑΤΟ, αν και υποχρέωσή της λόγω της θέσης της στην συμμαχία, θα μπορούσε να θέση σε κίνδυνο την στάση της Ρωσίας απέναντί της. Λόγω της αμερικανικής εμπλοκής, η Μόσχα ενδέχεται να δυσαρεστηθεί με τις ελληνικές ενέργειες, και να δυσχεράνει τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των χωρών.

Οι μελλοντικές δράσεις (και αντιδράσεις) των δυνάμεων επί του θέματος θα αποφανθούν σε ένα εύλογο διάστημα, με την ένταση να επεκτείνεται και σε άλλες περιοχές και τη διεθνή σκηνή να παρατηρεί με ενδιαφέρον και προσήλωση τις εξελίξεις.