Μέσα στο ανηλεές μπαράζ εξελίξεων, ως απότοκο της πανδημίας και των συνεπειών των προηγούμενων κρίσεων, που ακόμα μας ταλανίζουν, αν κάτι φαντάζει παραδόξως ειρωνικό, είναι η έννοια της – ελαφρά τη καρδία –  λεγόμενης «κανονικότητας». Μία έννοια, που πολλάκις χρησιμοποιήθηκε, τόσο Πανευρωπαϊκά όσο και εν Ελλάδι λόγω των πρόσφατων αναμετρήσεων, ως ακρογονιαίος προεκλογικός λίθος, ιδίως στις ατζέντες των τυπικών χρηστιανοδημοκρατικών κομμάτων εξουσίας.  Πώς ορίζεται όμως, επί τη βάσει αποδεικτικών και όχι ρητορικών ευρημάτων, αυτή η εξαιρετικά ασαφής έννοια; Σε τελική ανάλυση, γεννάται ένα εύλογο, πλην όμως, θεμελιώδες ερώτημα: ο κορωνοϊός και οι συνακόλουθες επιταγές της νέας κατάστασης είναι η απαρχή των προβλημάτων που βιώνουμε και έπονται ή η ουσία βρίσκεται κάπου αλλού; Ασφαλώς, τα επιστημονικά δεδομένα υποδεικνύουν, επιτακτικά και τελεολογικά, προς τη δεύτερη προσέγγιση.

Ας ξεκινήσουμε ευθύς εξαρχής με το πολύπαθο δημοσιονομικό σκέλος των τελευταίων δεκαετιών. Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ως συνέπεια κάκιστης πολιτικοοιοκονομικής και τραπεζικής διαχείρισης σε συνάρτηση με άλλες δομικές παθογένειες, άφησε τα Φιλελεύθερα Κοινωνικά Κράτη Δικαίου, σε μια φάση αποσάρθρωσης και περισυλλογής. Συγκεκριμένα, στα του οίκου μας, μέχρι και το 2018, τα μέτρα λιτότητας (γνωστά επίσης και ως «δημοσιονομική προσαρμογή» – trick αντίστοιχο της αναγραφόμενης τιμής αντί 100$ σε 99.99$…), ξεπέρασαν τα 80 δισεκατομμύρια ευρώ, με άνω των 45 εξ αυτών να μην είναι ανταποδοτικού ή επενδυτικού χαρακτήρα, κοινώς χάθηκαν ανεπιστρεπτί. Η ανεργία οργίασε σε ιστορικώς πρωτοφανή επίπεδα, το Δημόσιο χρήμα φορολογουμένων εργαλειοποιήθηκε σε μια άρον άρον διάσωση του Τραπεζικού συστήματος μέσω ανακεφαλαιοποίησεων και οι πολίτες έμειναν, και παραμένουν, σε εξαιρετικά δεινή θέση. Ως «αντίδοτο» σε αυτή τη φαύλη κατάσταση, το τότε και σημερινό καθ’ ύλην αρμόδιο πολιτικοιοικονομικό επιτελείο, επέλεξε μια ανορθολογική στάση: τη συρρίκνωση των Κοινωνικών δαπανών και την διάσωση ενός υπολειτουργόντος τραπεζικού συστήματος, γεγονός που οδήγησε σε μια πλασματική και όχι στην πολυπόθητη πραγματική Οικονομική Μεγέθυνση.

Ενδεικτικώς, οι χώρες του Βορρά επέλεξαν την δογματική τήρηση των δημοσιονομικών προσαρμογών στους λεγόμενους «ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς», ακόμα και αν αυτό σήμαινε εκ προοιμίου μια ατέρμονη λιτότητα, στα όρια της εξαθλίωσης, για τα Νότια και χρεωμένα, ομολογουμένως υπέρ το δέον, κράτη, όπως τα Μεσογειακά. Η τακτική αυτή, εκτός ότι δεν απέδωσε μακροοικονομικά, καθώς μία δεκαετία μετά οι αποπνικτικές μεταρρυθμίσεις δεν έχουν οδηγήσει σε ουσιαστική ανάπτυξη και μείωση του Δημοσίου Χρέους με παράλληλη άνθιση της πλουτοπαραγωγικής διαδικασίας, αποτελεί και τον μεγαλύτερο σύγχρονο κίνδυνο όλου του μεταπολεμικού κεκτημένου: του Κοινωνικού Κράτους Πρόνοιας. Η Ελλάδα, έχοντας χάσει ποσοστό άνω του 25% του ΑΕΠ της, δηλαδή όλου του παραγώμενου πλούτου της από αγαθά και υπηρεσίες, είναι ένα τυπικό παράδειγμα χώρας, που βαδίζει αργά, αλλά σταθερά σε μια ολοένα και χειρότερη κοινωνική και οικονομική κατάσταση, με κατακερματισμένες Δημόσιες υποδομές και τα ποιοτικότερα περιουσιακά της στοιχεία να βρίσκονται υπό ξένη διαχείριση και πολλές φορές να ιδιωτικοποιούνται για αντίτιμα πολύ χαμηλότερα της αντικειμενικής αγοραίας αξίας τους, στο Υπερταμείο (πρώην ΤΑΙΠΕΔ). Στο τραπεζικό σκέλος, ΗΠΑ και Ε.Ε. συνεχίζουν με μεθόδους ελάφρυνσης της πίεσης, όπως τα χαμηλά (ή και αρνητικά!) επιτόκια και τις ποσοτικές χαλαρώσεις, δίχως όμως πραγματική εξυγίανση του πρωτογενούς ή δευτερογενούς τομέα της αγοράς. Η χρηματοπιστωτική ικανότητα αποπληρωμής χρέους των ήδη εξαθλιωμένων χωρών, όπως η δική μας, βρίσκεται ακόμα σε χαμηλά και αβέβαια επίπεδα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον μέσο πολίτη που προσπαθεί να βιοποριστεί μέσα στον κυκεώνα των απαιτήσεων και της βασανιστικής επιτροπείας, που κάποιοι τόσο ρομαντικά αποκαλούν «εξωτερική βοήθεια».

Αδιαμφισβήτητα, ο κορωνοϊός μας ωφέλησε και μάλιστα πολυθεματικά. Εάν εξαιρέσουμε την τραγικότητα των θανάτων των αθώων θυμάτων του, ο  ιός αυτός αποκάλυψε ξανά το αυτονόητο και εμμονικά παροντικό λάθος, που ευθύνεται για όσα παρατηρούμε: την στρεβλή μας οπτική επί της κατάστασης και κατά συνέπεια, των μέτρων που επιλέγουμε να πάρουμε για την λυσιτελή αντιμετώπισή της. Το θέμα είναι πρωτίστως πολιτικό/φιλοσοφικό και δευτερευόντως τεχνοκρατικό. Η αδιέξοδη πολιτική που ακολουθείται τις τελευταίες δεκαετίες με αποκορύφωμα την περίοδο 2007-2018, οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια στο ξεπούλημα και την ελαχιστοποίηση των Κοινωνικών Αγαθών, με τα συστήματα Υγείας να καταρρέουν μπροστά σε μια μαζική προσφυγή σε αυτά. Οι όποιες απόψεις για δήθεν απροσδόκητο γεγονός, καταρρέουν επιδεικτικά, καθώς οι επιδημιολόγοι προειδοποιούν ήδη, πριν το ξέσπασμα του έμπολα, για μια μεγάλη πανδημία ανά περίπου μια δεκαετία. Το μόνο που κατάφερε η σημερινή έκτακτη κατάσταση, είναι να μας αποδείξει πως η τακτική της συσσώρευσης των προβλημάτων κάτω από το χαλί, απλούστατα δεν εξαφανίζει το πρόβλημα, ανεξαρτήτως πάσης φύσεως προπαγάνδας, με την μιντιακή ξεκάθαρα να προϊσταται.

Πίνακας Κοινωνικών Δαπανών προ κορωνοϊού, πηγή: Καθημερινή

Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, η ιστορία επαναλαμβάνεται με δραματική παρόμοια έκφανση, θυμίζοντας σκηνή κακογυρισμένου θρίλερ. Η τακτική όχι αναδιάρθρωσης ή κοινού χρέους, αλλά εμμονικής διατήρησης σε ένα διπολικό σύστημα πλεονασματικών και φτωχοποιημένων χωρών, καλά κρατεί. Το Γερμανικό και εν συνόλω Δυτικό δόγμα (ψευδεπίγραφων αναπτυξιακώς) ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και αδιαφορίας για την συνεργατική αλληλεγγύη, φάνηκε να υπερσκιάζει για άλλη μια φορά τις πολιτικές αποφάσεις, καθώς η μόνη περίπτωση αναλογικής αντιμετώπισης μιας ασύμμετρης απειλής, το ευρωομόλογο – κοινώς το ενιαίο χρέος των μελών, απορρίφθηκε. Αντ’ αυτού, οι υπεύθυνοι, προφανώς πιεζόμενοι, αν όχι ξεκάθαρα εκβιαζόμενοι με τις γνωστές πλέον διαπραγματευτικές τακτικές που εθνικώς βιώσαμε από το 2010 μέχρι και το 2018, επέλεξαν μια προσφάτως αποδεδειγμένη λανθασμένη συνταγή: περαιτέρω συρρίκνωση εισοδημάτων, μείωση Κοινωνικών Δαπανών και χορήγηση δανείων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται μακροοικονομικά για μια νέα λιτότητα προ των πυλών. Εκεί ακριβώς συνίσταται και το φιλοσοφικό αδιέξοδο της μετανεωτερικής κοινωνίας. Σύγχιση ανάμεσα στην εμβάθυνση και τη διεύρυνση, την πολιτική και την οικονομική σκοπιμότητα, την κερδοσκοπία και την εξυγίανση.

Ο κορωνοϊός απλώς επίσπευσε την τελεολογική αποτυχία της λανθασμένης διαχείρισης της τελευταίας παγκόσμιας κρίσης. Αποκάλυψε τα αποτελέσματα της συρρίκνωσης των δαπανών υγείας, παιδείας, έρευνας και πρόληψης, εις ότι αφορά τις υποδομές και την επιχειρησιακή τους ετοιμότητα. Στο βουνό των λαθών, έρχεται να προστεθέι και η αμαρτωλή μόχλευση δανείων με στόχο τον περαιτέρω δανεισμό στους σιωπηρά χρεοκοπημένους, με τις Ευρωπαϊκές πολιτικές γραμμές να εξουσιοδοτούν funds να αγοράσουν το δάνειο κάποιου στο 3% της αξίας του, δίχως να δίνουν την ίδια ακριβώς δυνατότητα στον άμεσα ενδιαφέρομενο, κοινώς στον ιδιοκτήτη της κατοικίας, με αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενα χτυπήματα στην διαλυμένη αγορά ακινήτων. Αν το κοντινό μέλλον προ κορωνοϊού έμοιαζε ασταθές, σήμερα μοιάζει δυσοίωνο. Οι Ελληνικές κοινωνικές δαπάνες, ήδη προ πανδημίας, ανέρχονταν σύμφωνα με τις τότε εκτιμήσεις, μέχρι και το 2060, περίπου στο 20% του συνολικού ΑΕΠ, με την Ε.Ε. να βρίσκεται για την ίδια περίοδο στο  ποσοστό του 26%. Το προαναφερθέν γεγονός μαρτυρά διπλό κακό: εξωφρενικά χαμηλά ποσοστά κοινωνικών δαπανών, συγκριτικά με τα οποία η Ελλάδα θα βρίσκεται ακόμα χαμηλότερα, από το 25% στο 20%! Υπενθυμίζεται ότι με το ΔΝΤ να προβλέπει διεθνή ύφεση στο 9% (τουλάχιστον αστείοι οι ισχυρισμοί του Ελληνικού ΥΠΟΙΚ για 4,7 με βάση τα σημερινά δεδομένα) και έχοντας πλέον επιλέξει νέα δάνεια από τον ESM, τα οποία δεν αρκούν ούτε κατά διάνοια για την αποπλήρωση του κόστους, είναι πέραν από βέβαιο το ότι οδεύουμε ολοταχώς σε νέο τέλμα.

Σύνοδος Κορυφής, πηγή: Sputnik

Η λύση οφείλει να είναι πολιτική. Είναι καιρός σε τόσο θεμελιώδη για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια θέματα, τηρουμένων των αναλογιών των πρόσφατων αποτυχιών παρόμοιων κατευθύνσεων, οι θιγόμενοι να απαιτήσουν αυτά που δικαιωματικά τους αναλογούν. Είναι καιρός να σταματήσουμε τη δαιμονοποίηση των veto και να επενδύσουμε σε περιφερειακές συμμαχίες, που θα πιέσουν προς την προστασία των κοινών μας συμφερόντων. Εάν οι χώρες της Μεσογείου συνεχίζουν να γνέφουν καταφατικά θυμίζοντας τους γνωστούς yes men, που πολιτικά μονάχα πλήρωσαν αυτή την ιστορική αδυναμία επιβολής τους, δίχως να επιδιώκουν μια αναδιάρθρωση της κατάστασης εν είδει ευκαιρίας μετά από την τελευταία πανδημική καταστροφή, τότε το παρόν status quo θα υποτροπιάσει και μετέπειτα θα καταρρεύσει στην ασημαντότητα. Αρκεί να συγκρίνει κάποιος τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες δηλώσεις των δυο ΥΠΟΙΚ, Ιταλίας και Ολλανδίας  αντίστοιχα, κατόπιν της συνεδρίασης Απριλίου του Eurogroup, για να διαπιστώσει για αντιφατικές προσεγγίσεις και ανορθολογικές οπτικές που σε καμία περίπτωση δεν συνάδουν με πολιτική ένωση.

Ανεξαρτήτως της ιδεολογικοπολιτικής και οικονομικής ταυτότητας του καθενός, είτε κάποιος είναι Μαρξιστής, είτε Κεϊνσιανός είτε Κλασσικός είτε Νεοκλασσικός, ουδείς μπορεί να αρνηθεί πως η κατεστημένη σχολή σκέψης, αποδομήθηκε οικτρά, αφού δοκιμάστηκε σε 2 συναπτές κρίσεις. Η λογική μιας λιτότητας, δίχως πραγματική αναπτυξιακή προοπτική, του κατακερματισμού και της άκριτης απελευθέρωσης των Κοινωνικών και Πλουτοπαραγωγικών Αγαθών, οδηγούν σε αναντιστοιχία λόγων – έργων, που κάθε φορά θα αποκαλύπτεται σε καιρούς κρίσεων, όπως αυτή που διανύουμε αυτή τη στιγμή. Ο Άνταμ Σμιθ και ο Ρικάρντο έχουν πλέον επισήμως πέσει έξω στις προβλέψεις τους, ενώ ο Κέϊνς και οι νεομαρξιστές, έχοντας επίσης κάνει τραγικά λάθη, έχουν επιβεβαιωθεί για τις προτάσεις τους επί του λελογισμένου κρατικού παρεμβατισμού με μία αντίστοιχη αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στα μέτρα των πολιτικών και όχι των τραπεζικών επιταγών. Κανένα θεσμικό χείλος δεν τολμά να το αρθρώσει, αλλά τα γεγονότα είναι ξεκάθαρα. Το status quo, όπως οι millennials το γνώρισαν, βρίσκεται προ πολλού στον τάφο. Είναι καιρός για μία νεα προσαρμογή, που δεν πρέπει σε τίποτα να θυμίζει τον παλαιότερο και αποτυχημένο προπάτορά της.  Το ζητούμενο είναι να βρεθεί το επίμαχο σθένος, για να διεκδικήσει μια τόσο ρηξικέλευθη αλλαγή, που οφειλεί να εκφραστεί από τον προοδευτικό και Δημοκρατικό χώρο, πριν οι απολυταρχικές κορώνες της σαθρούς σημερινής τάξης πραγμάτων, γίνουν καθημερινότητα.