Μερικές μέρες πέρασαν από την εισβολή ακροδεξιών φίλων του Donald Trump στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ και ήδη η πλειονότητα του πολιτικού φάσματος έχει αντιληφθεί τη βαθιά παρακμή της άλλοτε κυρίαρχης χώρας του «ελευθέρου κόσμου». Ωστόσο, άξιες λόγου για την ιστορική καταγραφή της όλης υπόθεσης είναι οι αντανακλαστικές, επικοινωνιακές αντιδράσεις των κυρίαρχων πόλων της σημερινής Αμερικής, τις οποίες μπορούμε να αναλύσουμε με τη ψυχραιμία των ημερών που πέρασαν. Αρχικά, όμως, ας δούμε πως το φαινόμενο του τραμπισμού έφτασε να ασκεί τέτοια επιρροή, τόσο στις προχθεσινές (νέο)συντηρητικές προσωπικότητες, όσο και στον μέσο Αμερικανό.

Σε πρώτο επίπεδο, ο Trump και ο κάθε Trump πάντοτε αποτελούσε, αποτελεί και θα αποτελεί τη μόνη εναλλακτική επιλογή των συμφερόντων της καθεστηκυίας τάξης, όταν αυτή αντιμετωπίζει μία συστημική κρίση. Σε μία περίοδο, λοιπόν, που το αμερικανικό όνειρο είχε καταρρεύσει, το για δεκαετίες «κακό κράτος που δεν πρέπει να παρεμβαίνει» συμμετείχε στη διάσωση τραπεζιτών και που κινήματα τύπου «Occupy Wall Street» και «We are the 99%» σήκωναν το ανάστημά τους, η απογοήτευση και η οργή του κόσμου έπρεπε κάπως να ανακατευθυνθεί σε συστημικούς δρόμους.

Υπό αυτό το πρίσμα, η μετατροπή του ριζοσπαστικού πλήθους σε αντιδραστικό πλήθος είναι η μόνη βιώσιμη επιλογή των πολιτικών και οικονομικών ελίτ. Έτσι, η δυσαρέσκεια που προκάλεσε η περίοδος κρίσης και γέννησε πολιτικά τέρατα παγκοσμίως, έφερε τον κατ’ επίφαση αντί-συστημικό στρατάρχη της Εθνικιστικής Διεθνούς, αλλά και τους πιστούς του ακολούθους στο προσκήνιο της πολιτικής σκηνής. Ο αποπροσανατολισμός της συζήτησης επετεύχθη, το καθεστώς έθεσε τις ρίζες του και με κάθε ευχή της άρχουσας τάξης, τα όποια πραγματικά προβλήματα υπήρχαν, παραμερίστηκαν από τον τοξικό λόγο.

Καθώς πέρασαν τα χρόνια και τόσο η απογοήτευση όσο και η κούραση του κόσμου γιγαντώθηκαν, οι δυνάμεις που σιωπηρά αποδέχονταν το «αναγκαίο κακό» του Trump σε σύγκριση με οποιοδήποτε ριζοσπαστικό βήμα, τώρα στέκονται στο πλευρό της νέας τους συστημικής επιλογής, τον Biden. Χωρίς να συγχέουμε μία εγκληματική οργάνωση με τον Trump, αλλά παραλληλίζοντας τα πολιτικά τους ακροατήρια την περίοδο της ακμής τους, είναι αδύνατο να μη συγκρίνουμε τη κατάσταση με τα του οίκου μας. Το πώς, δηλαδή, στο απόγειο της κρίσης, η Χρυσή Αυγή εμφανίστηκε από ορισμένους ως ένα «αυθεντικό κίνημα που κάνει ακτιβισμό» και «φέρεται με το σεις και με το σας», μόνο και μόνο για να διχάσει τον λαό και να τον απομακρύνει από ένα ενιαίο ριζοσπαστικό μέτωπο, ενώ στα τέλη της πολιτικής της ύπαρξης καταδικάστηκε από τους ίδιους ορισμένους, οι οποίοι παρουσιάστηκαν ως το «τείχος της δημοκρατίας».

Και γιατί τα λέμε όλα αυτά; Γιατί ακριβώς εκεί έγκειται η ερμηνεία του συμβάντος στο Καπιτώλιο. Αν στο ψεκασμένο πλήθος ψάχνουμε εν δυνάμει πραξικοπηματίες, βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο. Σίγουρα, αν ποτέ γίνει πραξικόπημα, αυτοί θα είναι οι πρωτοστάτες. Ωστόσο, για την ύπαρξη συνειδητού και οργανωμένου πραξικοπήματος απαιτούνται κάποιες συνθήκες που αντιστοιχούν στα θεμέλια ενός πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου, οι οποίες στο Καπιτώλιο δεν πληρούνταν. Και αυτό, όχι γιατί ο Trump δυσκολεύεται ηθικά με το να εξουσιάζει τις ΗΠΑ. Κάθε άλλο, πιθανότερα. Η ουσία βρίσκεται στο γεγονός πως μια πολιτειακή εκτροπή συνδέεται ευθέως με τα ταξικά συμφέροντα της πολιτικής και οικονομικής ελίτ.

Επομένως, το να παρουσιάσουμε το όλο συμβάν σαν προσπάθεια συντεταγμένης ανατροπής της εξουσίας εξισώνεται με τη θεώρηση πως η μετάβαση από τον Trump στον Biden πλήττει τα συμφέροντα των ισχυρών, πράγμα που τους οδηγεί στο να θρέψουν τη βάση ενός πραξικοπήματος. Εντούτοις βάσει της έως τώρα ανάλυσης, αλλά και επίσημων ανακοινώσεων, η κυβέρνηση Biden αποτελεί για την άρχουσα τάξη μια επιθυμητή επιλογή και μία επιστροφή στη «κανονικότητα» της αστικής δημοκρατίας. Τα δύο αυτά μέρη, απλώς, χρησιμοποιούν την εισβολή των φανατικών «τραγοφόρων» ως ένα «πιστοποιητικό προστασίας της συνταγματικής νομιμότητας», το οποίο νομιμοποιεί στα μάτια του κόσμου την εξουσία τους. Από την άλλη, ο Trump, αρνούμενος να δεχτεί πως ο ρόλος του στην «βρώμικη δουλειά» της αποκατάστασης της παρασιτικής ελίτ τελείωσε, ωθεί τους οπαδούς του στα προχθεσινά άκρα, προβαίνοντας σε μία εικονική επίδειξη δύναμης.

Καταληκτικά, σε καμία περίπτωση η παραπάνω στοιχειοθέτηση δεν εξισώνει τον Trump με τον νέο πρόεδρο Biden. Από όποια οπτική και να το δεις, ένας νόμιμος μετριοπαθής πρόεδρος με μία προοδευτική τάση διακυβέρνησης απέχει έτη φωτός από τη τοξική ρητορική του απερχόμενου προέδρου. Απλώς εντοπίζει το πώς η ερμηνεία του «όλου» των φαινομένων αποδίδεται καλύτερα με τη χρήση κοινωνικό-οικονομικών αιτιών, παρά με την αναγωγή στον ατομικό αυταρχισμό ενός παλαβού. Να είστε σίγουροι πως αν οι μελλοντικές συνθήκες φέρουν στην ατζέντα της άρχουσας τάξης τη διενέργεια πραξικοπήματος για τη προστασία του συστήματος, ο Joe δεν θα είναι εγγυητής της συνταγματικής νομιμότητας και ο Mark (Facebook) και Jack (Twitter) δεν θα προστατεύουν το δημόσιο λόγο από την παραπληροφόρηση. Θα την υποθάλπουν.