Της εξωτερικής συνεργάτιδος, Ειρήνης Φιλοκώστα,

Πόσες φορές έχεις αισθανθεί πως η ψυχολογία σου εξαρτάται άμεσα από τη συμπεριφορά του συντρόφου σου; Πόσο συχνά νιώθεις χαρούμενος με την ευτυχία του ή αντίθετα βιώνεις την λύπη, τον θυμό και τον φόβο κάθε φορά που ανακύπτει ένα νέο πρόβλημα στη σχέση;

Απέναντι σε αυτό το είδος αλληλοεξάρτησης σε μια σχέση, η σύγχρονη κοινωνιολογική θεωρία τηρεί μια απορριπτική στάση, δίνοντας έμφαση στην αυτονομία και την ανεξαρτησία των μελών της σχέσης. Με άλλα λόγια, είναι διαδομένη η αντίληψη σήμερα πως σε μια ρομαντική – ερωτική σχέση ο καθένας πρέπει να καλύπτει τις ανάγκες μόνος του, ενώ η αίσθηση πως κάποιος απειλεί τη συναισθηματική ισορροπία και την εσωτερική ηρεμία μας συνεπάγεται την ανάγκη αποστασιοποίησης από το άτομο αυτό.

«Υπάρχουμε ο ένας δίπλα στον άλλον και όχι ο ένας για τον άλλον».
Η βιολογική πραγματικότητα, ωστόσο, φαίνεται να εκτιμά με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο το φαινόμενο συναισθηματικής αλληλοεξάρτησης των συντρόφων. Στο πλαίσιο πρόσφατης έρευνας που διεξήγαγε το 2006 ο James Coan (βλπ. lending a hand: Social regulation of the neural response to threat) πραγματοποιήθηκε ένα πείραμα σε παντρεμένες γυναίκες, οι οποίες εκτέθηκαν σε πολύ χαμηλής έντασης ηλεκτροσόκ. Αυτό που ήθελε να μελετήσει ο J. Coan ήταν η δραστηριότητα της περιοχής του υποθαλάμου στον εγκέφαλο, η οποία σε καταστάσεις στρες ενεργοποιείται. Για τη διεξαγωγή του πειράματος υπήρξαν 3 συνθήκες:

Σε πρώτη φάση οι γυναίκες ήταν μόνες τους κατά τη διάρκεια της στρεσογόνας παρέμβασης, όποτε παρατηρήθηκε μεγάλη διέγερση της περιοχής του υποθαλάμου. Στο δεύτερο στάδιο, κατά τη διάρκεια έκθεσής τους στο ηλεκτροσόκ οι γυναίκες κρατούσαν το χέρι ενός αγνώστου ατόμου, όποτε και παρατηρήθηκε μικρότερη διέγερση του υποθαλάμου. Στην τρίτη συνθήκη οι γυναίκες κρατούσαν το χέρι του άντρα τους, με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπιστεί το στρες.

Παρά λοιπόν την υποβολή της γυναίκας σε μια τεχνητή διέγερση του υποθαλάμου με την στρεσογόνα παρέμβαση, η παρουσία του συντρόφου της ήταν ικανή να αλλάξει την βιολογικά προκαθορισμένη αντίδραση του εγκέφαλου της σε ένα ερέθισμα. Και αυτό συμβαίνει, διότι – όπως διαπιστώθηκε – όταν δυο άτομα συνάπτουν μια στενή σχέση ρυθμίζουν και επηρεάζουν τις συναισθηματικές αντιδράσεις ο ένας του άλλου. Έχει, επίσης, αποδειχτεί επιστημονικά ότι η συνύπαρξη με τον σύντροφό μας στον ίδιο χώρο μπορεί να επηρεάσει την έκλυση ορμονών, τον ρυθμό της καρδιάς μας, καθώς και την πίεση στο αίμα μας. Είμαστε ικανοί να ανακαθορίζουμε την βιολογικά προγραμματισμένη λειτουργία των ζωτικών οργάνων, αλλά και ολόκληρου του οργανισμού μας ανάλογα με τα συναισθήματα που αναπτύσσουμε για τον ερωτικό σύντροφό μας και αυτό συνιστά τη μαγεία γύρω από τις ακαθόριστες και αφηρημένες έννοιες της αγάπης και του έρωτα.

Από την άλλη πλευρά, η κοινωνιολογική θεώρηση των σχέσεων, αν και δεν συμβαδίζει με την βιολογική πραγματικότητα, συνιστά ένα σημαντικό εγχειρίδιο κατά την εξέταση των ειδών δεσμού που αναπτύσσουμε ως ενήλικες. Σύμφωνα με τον Βρετανό ψυχίατρο John Bowlby, η ποιότητα των σχέσεων που συνάπτουμε στην ενήλικη ζωή μας, καθώς και η συναισθηματική διαθεσιμότητα ή μη που μπορεί να μας χαρακτηρίζει επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις σχέσεις με τους δότες φροντίδας κατά τα παιδικά χρόνια μας. Ήδη από τη στιγμή της γέννησης του, το βρέφος αλληλοεπιδρά με τον κύριο δότη φροντίδας του(συνήθως τη μητέρα) και η ποιότητα της σχέσης αυτής που αναπτύσσεται στην νηπιακή – παιδική ηλικία επηρεάζει τις προσδοκίες που το παιδί θα αναπτύξει για τον εαυτό του, τους άλλους, αλλά και για τον κόσμο γύρω του.

Ο J. Bowlby εισήγαγε τον όρο προσκόλληση, για να περιγράψει τον συναισθηματικό αυτό δεσμό μεταξύ φροντιστή και βρέφους. Η Mary Ainsworth εντόπισε τέσσερα είδη δεσμών. Το πρώτο είδος δεσμού είναι η λεγομένη ασφαλής προσκόλληση, κατά την οποία αναπτύσσεται ένας ισχυρός και σημαντικός συναισθηματικός δεσμός με τον δότη φροντίδας. Η μητέρα είναι σταθερά διαθέσιμη, ενώ το παιδί αποκτά εμπιστοσύνη στις ικανότητες του και αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως άξιο αγάπης. Τα άτομα που ανήκαν στην κατηγορία αυτή κατά την παιδική ηλικία τους, σε όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής τους, συνήθως, δεν αντιμετωπίζουν φόβους δέσμευσης, ούτε δυσκολεύονται να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Μπορούν εύκολα να συνεργαστούν και τείνουν να επικοινωνούν τα προβλήματα που προκύπτουν σε μια σχέση. Φυσικά, δεν πρόκειται για θέσφατο, καθώς η στάση του ενήλικα επηρεάζεται σαφώς και από την κουλτούρα του.

Το δεύτερο είδος δεσμού είναι ο απορριπτικός ή αποφευκτικός δεσμός, στο πλαίσιο του οποίου παρατηρείται επίκριση από την πλευρά του φροντιστή και μη επαρκής ανταπόκριση στις ανάγκες του παιδιού. Πρόκειται, φυσικά, για έναν ανασφαλή δεσμό προσκόλλησης, κατά τον οποίο το παιδί βιώνει την απόρριψη και συσσωρεύει αρνητικά συναισθήματα, με αποτέλεσμα να μετατρέπεται σε ένα υπερβολικά αυτοεξαρτώμενο και ανεξάρτητο άτομο. Τα άτομα αυτά στις ενήλικες σχέσεις τους διατηρούν μεγάλη συναισθηματική απόσταση από τον εκάστοτε σύντροφο, αντιμετωπίζουν δυσκολία στην εμπιστοσύνη και στην επικοινωνία προβλημάτων, ενώ είναι πιθανό να εμφανίσουν επιθετική και οξύθυμη συμπεριφορά.

Ανασφαλή τύπο προσκόλλησης συνιστά και ο αγχώδης και αμφιθυμικός δεσμός, στον οποίο η μητέρα δεν είναι διαθέσιμη σε σταθερή βάση και είναι αδιάφορη προς το παιδί, το οποίο νιώθει εγκαταλελειμμένο, ενώ ως ενήλικας επιζητά συχνά την επιβεβαίωση, έχει συχνά ξεσπάσματα, ανασφάλειες και ανάγκη για αναπλήρωση ενός εσωτερικού κενού. Στην τέταρτη κατηγορία έχουμε τον αποδιοργανωμένο – αδιαφοροποίητο τύπο προσκόλλησης, κατά τον οποίο οι φροντιστές είναι τελείως απρόβλεπτοι και παρέχουν κακής ποιότητας φροντίδα.

Γιατί, λοιπόν, οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα είναι συναισθηματικά μη διαθέσιμοι, δηλαδή έχουν απορριπτικό ή αποφευκτικό τύπο δεσμού;

Οι περισσότεροι άντρες που δεν είχαν αναπτύξει ασφαλή τύπο δεσμού με τους φροντιστές τους τείνουν να αναπτύσσουν στην ενήλικη ζωή τους αποφευκτικό –απορριπτικό τύπο δεσμού με συντρόφους τους, ενώ στην αντίστοιχη περίπτωση οι περισσότερες γυναίκες στην ενήλικη ζωή τους τείνουν προς τον αγχώδη τύπο δεσμού και έλκονται από άτομα με απορριπτικό τύπο δεσμού, αναζητώντας την επιβεβαίωση και την προσοχή από άτομα με φόβους δέσμευσης.

Ίσως, λοιπόν, να επιλέγουμε συναισθηματικά μη διαθέσιμους συντρόφους υποσυνείδητα, διότι με μια σύντομη ενδοσκόπηση θα διαπιστώσουμε πως και εμείς οι ίδιοι είμαστε συναισθηματικά μη διαθέσιμοι. Κι έτσι ένας ανασφαλής τύπος δεσμού μας φαίνεται πιο οικείος, γιατί με αυτόν περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια και με αυτόν ταυτίσαμε για πρώτη φορά την αγάπη.

Με αυτό τον τρόπο έχουμε σταθεί ενάντια στη φύση του ανθρώπου που βιώνει ψυχικά και σωματικά τον έρωτα και έχουμε οικειοθελώς επιλέξει μια διαστρεβλωμένη εκδοχή του με περιορισμούς και ημερομηνία λήξης.