Από τη ρίζα τον πατριαρχικών προτύπων, ο ρόλος της γυναίκας μεγαλώνοντας συνοδευόταν με άπειρες κοινωνικές απαιτήσεις και καταπιέσεις. Για το πώς πρέπει να φέρεται, να κινείται, να μιλά, να ντύνεται, να υπάρχει. Πρότυπο μιας γυναίκας θηλυπρεπούς, με λεπτεπίλεπτα άκρα και κινήσεις, γλυκιά, ψηλή φωνή, εναρμονισμένη πλήρως με τα πρότυπα που επιβάλλονταν σε μια καλή και πιστή εν δυνάμει σύζυγο και μητέρα.
Στην αντίπερα όχθη, υπό την επήρεια των πρώτων κυμάτων του φεμινισμού, της δυτικής κουλτούρας και κυρίως του κινηματογράφου, άρχισε σιγά σιγά να χτίζεται ένα διαφορετικό πρότυπο. Το πρότυπο της γυναίκας που δεν είναι «σαν τις άλλες» (aka “not like other girls”), που δε τη «νοιάζει να βαφτεί, να φορέσει τακούνια». Μια γυναίκα που με περηφάνεια αναφέρει πως είναι «μία απ’ τους άντρες», κάνει παρέα μονάχα με αυτούς γιατί δεν αντέχει την «κουτσομπολίστικη» φύση των γυναικών, μια γυναίκα που «βλέπει μπάλα», «κάνει αθλήματα», είναι «αγοροκόριτσο» και κρίνει κάθε έκφραση στερεοτυπικής θηλυκότητας για το πόσο συνυφασμένη είναι με όσα «πρέπει» και όχι όσα «θέλουμε» να είμαστε. Ένα πρότυπο πλήρως προβληματικό, και εκ βάθους εσωτερικευμένα μισογυνιστικό.
Πριν παρεξηγηθεί το επιχείρημα, το πρόβλημα δεν είναι ούτε το εάν μια γυναίκα επιλέγει ή όχι να βάφεται ούτε το εάν της αρέσει να βλέπει μπάλα. Ανόητα και ανούσια τέτοια στερεότυπα θα έπρεπε να έχουν καταταρριφθεί, ιδίως εντός του κύματος του φεμινισμού που διανύουμε το 2021. Το πρόβλημα βρίσκεται στον υποχθόνιο τρόπο με τον οποίο ο μισογυνισμός στρέφει τις γυναίκες τη μία εναντίον της άλλης, σε έναν αγώνα για τη διεκδίκηση της θηλυκότητας, όπως και εάν αυτή εκφράζεται.
Βλέπουμε σε πάρα πολλές γνωστές ταινίες του Hollywood (ιδίως ρομαντικών κομεντί σε πλαίσια σχολείου – ταινίες με τις οποίες οι γενιές μας μεγάλωσαν) να προβάλλεται η αντίφαση μεταξύ των δύο πρωταγωνιστριών, της ηρωίδας και της εχθρού, συνήθως μέσα σε συγκεκριμένα καλούπια. Η ηρωίδα δεν είναι «σαν τις άλλες δημοφιλείς κοπέλες», είναι διαφορετική, είναι πιο χαμηλών τόνων, κάνει παρέα με άντρες και φτιάχνει τα αμάξια που της έμαθε ο μπαμπάς της να φτιάχνει από μικρή. Από το Mean Girls στο Pretty Woman, και απ’ το Devil Wears Prada στο Gone Girl (και τον επικό μονόλογο του να είναι μια γυναίκα “Cool Girl”), βλέπουμε πάντα την κακιά γυναίκα να παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά με τα οποία εύκολα η ελληνική κοινωνία θα την ονομάτιζε «χαζό-γκόμενα».
Γιατί όμως το αφήγημα είναι μισογυνστικό;
Γιατί βασίζεται στην εικόνα που θέλει να βλέπει η πατριαρχία ως μια «κουλ, χαλαρή, τσιλ» γυναίκα. Η παγίδα του να μισείς την άλλη γυναίκα για το πόσο εναρμονίζεται με τα πρότυπα που αυτή θέλει, πάει χέρι χέρι με όλα τα αρνητικά στερεότυπα που καθορίζουν μια γυναίκα «bimbo». Η γυναίκα που γκρινιάζει, που «πρήζει», που ενδιαφέρεται μόνο για ψώνια, ρούχα και παπούτσια, που είναι ρηχή, που δεν έχει ενδιαφέροντα. Και στην προσπάθεια να μη γίνουμε αυτό, καταλήγουμε να μισούμε αυτό που δεν είμαστε. Μισούμε τις αδυναμίες που μας έπεισε η κοινωνία πως έχουμε, και εν τέλει, μισούμε και τις ίδιες τις γυναίκες. Κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε να μας «διαλέξουν» (εξού και το αφήγημα του pick-me girl), να διαφοροποιηθούμε από όλες τις υπόλοιπες, και δεν βλέπουμε πως το να είσαι «σαν τις άλλες», είναι πανέμορφο.
Γιατί η κάθε θηλυκότητα εκφράζεται με τον τρόπο της, με τα χαρακτηριστικά της, τις συνήθειες τις, τις στιλιστικές της επιλογές, τη ζωή της, και τίποτα δεν είναι κατακριτέο. Τίποτα δε σε κάνει λιγότερο ή περισσότερο γυναίκα. Το μοναδικό πράγμα που ταιριάζει γάντι, είναι αυτό που νιώθεις ότι σε εκφράζει.
Και ναι, είμαι ακριβώς σαν τις άλλες, με ό,τι συμπεριλαμβάνει αυτό.
Πηγή εικόνας: reddit.com