Ανάλυση του εξωτερικού συνεργάτη, Θωμά Κεδρά
Οι γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές σηματοδοτούν ένα τέλος εποχής, μετά την αποχώρηση της Μέρκελ από την Καγκελαρία, και έχουν προσελκύσει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς το αποτέλεσμά τους θα επηρεάσει πρωτίστως την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και την παγκόσμια οικονομία, η οποία παρουσιάζει διακυμάνσεις ανάλογα με τις μερκαντιλιστικές ή σφιχτές αναλαμπές της χώρας.
Η χώρα προέρχεται από συγκυβέρνηση “μεγάλου συνασπισμού” (Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες). Ο σχηματισμός κυβέρνησης διήρκεσε 3 μήνες, και το ίδιο αναμένεται να συμβεί και φέτος καθότι τα 2 μεγάλα κόμματα απέχουν πολύ από τα προ κρίσης ποσοτά τους, ώστε οι προ κρίσης αυτοδύναμες κυβερνήσεις να μοιάζουν ακόμα απίθανες. Ακόμη, τα ποσοστά των πρασίνων και των μικρότερων κομμάτων είναι υπολογίσιμα. Κάθε κόμμα θα “μετράει” στον σχηματισμό κυβέρνησης.
Η ανάσταση της Σοσιαλδημοκρατίας
Εσχάτως, η απήχηση των σοσιαλδημοκρατών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο συρρικνωνόταν τόσο πολύ, που οι αναλυτές διερωτώντο για τον θάνατό της. Εφόσον όμως η Άγκελα Μέρκελ δεν διεκδίκησε την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατικών (και άρα ούτε την καγκελαρία), και με τον νέο ηγέτη του CDU να αποδεικνύεται ….γκαφατζής (μετά τα γελάκια στις καταστροφικές πλημμύρες στη Γερμανία το καλοκαίρι), η σοσιαλδημοκρατία ανασταίνεται.
Εσωτερικοί παράγοντες, όπως η σοβαρότητα, το κύρος και το έργο του υποψηφίου του SPD Όλαφ Σόλτζ στο υπουργείο οικονομικών, και εξωτερικοί παράγοντες (απουσία ηγετικής προσωπικότητας στον ανταγωνιστή του SPD, αδυναμία εδραίωσης των πρασίνων στο πολιτικό σύστημα) φαίνεται να δίνουν το προβάδισμα στους Σοσιαλδημοκράτες
Ο υποψήφιος του SPD Όλαφ Σόλτζ
Ο κομήτης των πρασίνων
Οι πράσινοι ήταν το πρώτο κόμμα που έθεσε την κυριαρχία του CDU εν αμφιβόλω. Για μήνες έκλεβε ποσοστά από τους Χριστιανοδημοκράτες. Από το 2019 τους πλησίαζαν επικίνδυνα και μέχρι το ξέσπασμα της πανδημίας παρέμεναν πολύ κοντά. Έκτοτε δεν απασχόλησαν τις δημοσκοπήσεις, όμως τον Μάρτιο τοy 2021 επανήλθαν και τον Απρίλιο βρέθηκαν πρώτο κόμμα για πρώτη φορά στην ιστορία. Σύντομα “ξεφούσκωσαν”, λόγω των περιορισμένων θεμάτων στα οποία προβάλουν δομημένες και ρεαλιστικές θέσεις. Οι πράσινοι δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τους δαίμονές τους, παραμένοντας κόμμα με περιθωριακή – κινηματικού τύπου δράση, με ατελές πολιτικό πρόγραμμα και άρα κόμμα περιορισμένης δυναμικής.
Η ποιοτική διαφορά των δύο μεγαλύτερων διεκδικητών
Μετά το “ξεφούσκωμα” των πρασίνων, οι διεκδικητές της καγκελαρίας έμειναν 2, και με ασύγκριτα βιογραφικά. Ο ένας (Λάσετ/CDU) έχει παραστάσεις μόνο από το τοπικό επίπεδο. Πρωτοεμφανιζόμενος στην κεντρική πολιτική, διεκδικεί το υψηλότερο αξίωμα. Κατέληξε υποψήφιος απλώς επειδή κατάφερε μια πύρρειο επιβολή στην κομματική του βάση στις εσωκομματικές. Στο δρόμο για την Καγκελαρία τον πολέμησε ακόμα και ο ηγέτης του θυγατρικού κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών Σόντερ, ο οποίος φαινόταν αρχικά ο πιθανότερος καγκελάριος αν ο συνασπισμός CDU/CSU κέρδιζε τις εκλογές. Από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κανένας πρόεδρος του Βαυαρικού αδελφού κόμματος δεν είχε χριστεί καγκελάριος, και κανένας δεν αμφισβήτησε με τόσες αξιώσεις τον Πρόεδρο του μεγάλου εταίρου. Ο συγκεκριμένος βρήκε και τα έκανε…
Ο υποψήφιος του CDU Άρμιν Λάσετ
Ο άλλος (Σόλτζ/SPD) έχει περάσει από όλα τα επίπεδα του πολιτικού συστήματος: δήμαρχος, επί σειρά ετών βουλευτής και δις υπουργός. Όταν αναδείχθηκε αρχηγός των σοσιαλδημοκρατών η εμπιστοσύνη του κομματικού ακροατηρίου δεν ήταν δεδομένη. Όμως μέρα με τη μέρα, έκαμψε όλες τις εσωκομματικές αντιστάσεις, δεν έδωσε χώρο στους αντιπάλους του να τον πολεμήσουν, και διόγκωσε την απήχηση του κόμματός του στην κοινωνία. Δεν τον πτοούν ούτε οι κατηγορίες διαφθοράς που αντιμετωπίζει εσχάτως ως υπουργός Οικονομικών της απερχόμενης κυβέρνησης.
Γερμανία και ΕΕ-Γερμανία και Ελλάδα
Τέσσερα είναι τα ευρωπαϊκά θέματα όπου η στάση της Γερμανίας θα απασχολήσει την Ελλάδα. Η οικονομία, το Σύμφωνο Σταθερότητας και η τροποποίησή του, το μεταναστευτικό και, εσχάτως, ο Ευρωπαϊκός στρατός που εσπευσμένα και σπασμωδικά ανακινείται από τη Γαλλία μετά την AUKUS.
Tο εντυπωσιακό είναι ότι πρώτον, στα θέματα εξωτερικής και ευρωπαϊκής πολιτικής, τα γερμανικά κόμματα δεν έχουν αντικρουόμενες απόψεις, και δεύτερον, από το 2013 οι υπουργοί εξωτερικών και οικονομικών προέρχονται από το SPD (στο πλαίσιο των κυβερνήσεων συνασπισμού). Τώρα, που το SPD φαίνεται να κερδίζει τις εκλογές, ένας λόγος παραπάνω να διατηρήσει αυτά τα νευραλγικά υπουργεία, επομένως να μην υπάρξει αλλαγή πλεύσης από τη Γερμανία.
Η Γερμανία εναντιώνεται στην μονιμοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, που έσωσε τις ασθενείς ευρωπαϊκές οικονομίες από κατάρρευση, και θα συνεχίσει, ακόμα και με το SPD στην Καγκελαρία. Την ίδια στάση θα έχει και απέναντι στο Σύμφωνο Σταθερότητας. Το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι η ρήτρα της Ευρωζώνης που ορίζει το χρέος των κρατών να μην ξεπερνάει το 60% του ΑΕΠ και το ετήσιο έλλειμμα να μην ξεπερνάει το 3%. Η Ελλάδα έχει περίπου 200% του ΑΕΠ δημόσιο χρέος, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος των χρεών υπερβαίνει το 100% των ΑΕΠ, επομένως το υπάρχον Σύμφωνο Σταθερότητας φαντάζει εκτός τόπου και χρόνου. Μετά τις εκλογές η Γερμανία αναμένεται να υποστηρίξει το κείμενο των “κακών” της ΕΕ που αντιτίθενται σε αλλαγή του Συμφώνου.
Στο μεταναστευτικό υπήρχε διαχρονικά συμφωνία κεντροαριστεράς-κεντροδεξιάς, υπέρ της αποδοχής έστω και δυσανάλογα μεγάλου, σε σχέση με άλλες χώρες, πληθυσμού μεταναστών. Οι Φιλελεύθεροι υποστηρίζουν ότι η Γερμανική οικονομία χρειάζεται 500.000 μετανάστες ετησίως για να διατηρεί ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτές οι επιλογές είχαν ως συνέπεια ένα 15% των εκλογέων που κατέφυγε σε ένα ακροδεξιό κόμμα με το οποίο -ακόμη- κανείς δεν συνεργάζεται. Αντίστοιχα, η αριστερά έχει ριζοσπαστικοποιηθεί τόσο, που τα κεντρώα κόμματα την αντιμετωπίζουν σαν τον -από το άλλο άκρο- παρία του συστήματος.
Στα περί ευρωπαϊκού στρατού, η Αριστερά για παράδειγμα, μιλάει για συλλογικό-πανευρωπαϊκό σύστημα άμυνας , χωρίς ανταγωνισμούς, που να περιλαμβάνει τη Ρωσία. Μήπως γι αυτό το SPD πήρε αποστάσεις και σύντομα θα δούμε ευρωπαϊκό στρατό με τις ευλογίες Γαλλίας-Γερμανίας; Ήδη το SPD στο προεκλογικό του μανιφέστο αναφέρει την ευρωπαϊκή άμυνα (με περιορισμένες αρχικά δυνατότητες, ώστε να ληφθούν δείγματα γραφής προτού προχωρήσει το εγχείρημα).
Μετεκλογικές συνεργασίες και καραμπόλες
Δεν είναι ακόμα εποχή για αυτοδύναμες κυβερνήσεις, επομένως τα σενάρια συνασπισμών δίνουν και παίρνουν. Εσχάτως εντυπωσίασε η άρνηση των Σοσιαλδημοκρατών να συνεργαστούν με την Αριστερά. Διερωτώμεθα (με δεδομένες τις περισσότερες έδρες στους Σοσιαλδημοκράτες): αν όχι με την αριστερά, τότε με ποιον; (Με τους πράσινους, ή με τους χριστιανοδημοκράτες, στον ίδιο αστερισμό όπου βρίσκεται η χώρα για χρόνια;)
Σημαντικές είναι οι ιδιομορφίες των γερμανικών κομμάτων. Πρόκειται πρώτον για το πιο “δεξιό” (μη ανατρεπτικό, συμφιλιωμένο με σύστημα και θεσμούς) πανευρωπαϊκά πράσινο κόμμα. Αυτό συνέβη διότι ήταν το πρώτο οικολογικό κόμμα που αναγκάστηκε από νωρίς να συμμετάσχει σε κυβερνήσεις γερμανικών κρατιδίων -σε συνεργασία με τους Χριστιανοδημοκράτες, με συνέπεια να διαβρωθεί ιδεολογικά και να συντηρητικοποιηθεί. Δεύτερον, μιλάμε για την “δεξιότερη” σοσιαλδημοκρατία, που υποστήριξε ακόμα και τη λιτότητα του Σόιμπλε, και τρίτον, για ένα από τα πιο ριζοσπαστικά μη-κομμουνιστικά αριστερά κόμματα, που διακηρύσσει απεριόριστες παροχές και υποσχέσεις. Φαίνονται σαν δύο διαφορετικοί κόσμοι, όμως πώς καταφέρνουν να συνεργάζονται υποδειγματικά σε 4 από τα 17 κρατίδια της Γερμανίας (Θουριγγία,Βρέμη,Αμβούργο,Βερολίνο);
Οι πιθανότεροι συνασπισμοί είναι: ο κλασσικός πια “μεγάλος συνασπισμός” CDU-SPD, ο μεγάλος συνασπισμός μαζί με τους πράσινους, είτε, τέλος, τριπλή συνεργασία SPD, Πρασίνων και Φιλελεύθερων. Στην κρίση του αναγνώστη μένει αν αρκεί μόνο η συζήτηση για την πιθανή ευρωπαϊκή και εξωτερική πολιτική της Γερμανίας για να καταλάβουμε ποιος θα κερδίσει τις εκλογές ή τι συνασπισμός θα προκύψει.