Τις τελευταίες ημέρες έχουμε γίνει παρατηρητές των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ ύστερα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το γεγονός αυτό δεν είναι αμελητέο, καθώς οι δύο αυτές χώρες διατηρούσαν εδώ και πολλές δεκαετίες, με διαφορετική αφορμή η καθεμία, ουδέτερη στάση. Παρόλα αυτά, μεγάλη πίεση στη διαδικασία ένταξης έχει προκαλέσει ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, το οποίο, επίσημα τουλάχιστον, τηρεί στάση ουδετερότητας από τον Β’ Π.Π. και δεν είναι άλλο από την Τουρκία.

Θα χρειαστεί, λοιπόν, να παρατηρήσουμε για ποιο λόγο οι δύο σκανδιναβικές χώρες επιθυμούν να απεμπλακούν από το ουδέτερο status τους και ποιοι είναι οι παράγοντες και τα κίνητρα της Τουρκίας, η οποία απειλεί με veto στην ένταξη των δύο κρατών.

Η περίπτωση της Σουηδίας

Η Σουηδία διατηρούσε την ουδετερότητά της από το 1814 και τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Από εκείνο το έτος, το σουηδικό κράτος αποφάσισε να τηρεί ίσες αποστάσεις σε περίπτωση πολέμου και να μη συμμετέχει σε κάποια ευρύτερη συμμαχία εν καιρώ πολέμου θεωρώντας πως αποτελεί την πλέον σωστή πολιτική για την ευμάρεια του κράτους.

Η πολιτική ουδετερότητας βίωσε έντονες αναταράξεις, όπως είναι φυσιολογικό, την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τον Απρίλιο του 1940 τα ναζιστικά στρατεύματα είχαν καταλάβει την Νορβηγία και την Δανία έχοντας περικυκλώσει την Σουηδία, ενώ η κατάσταση για το σουηδικό κράτος επιβαρύνθηκε με τον ναυτικό αποκλεισμό της Βρετανίας.

Εν μέσω αυτών των συνθηκών, η Σουηδία αποφάσισε να παρέχει σιδηρομεταλλεύματα στο ναζιστικό καθεστώς λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα προϊόντα πρώτης ανάγκης, ενώ η «συνεργασία» αυτή λίγο αργότερα επεκτάθηκε και στην παροχή του σουηδικού σιδηροδρομικού δικτύου στα γερμανικά στρατεύματα. Ως αντάλλαγμα για τη συγκεκριμένη παροχή, η Γερμανία επέτρεψε στη Σουηδία να διατηρήσει την ουδετερότητά της εις ό,τι αφορά τη συμμετοχή στο πολεμικό πεδίο.

Kατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Σουηδία συνέχισε να διατηρεί το μετριοπαθές της προφίλ προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ της Δύσης και του Ανατολικού Μπλοκ με κεντρικούς πυλώνες της πολιτικής της την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την προάσπιση της δημοκρατίας και τη φιλελεύθερη αγορά. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Σουηδία ανέλαβε έναν ρόλο «προστάτη» των νεοσύστατων δημοκρατιών της Βαλτικής ( Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία) με τις οποίες διατηρεί πολιτισμικές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις διαχρονικά.

Από το 2004 οι χώρες της Βαλτικής αντιμετώπιζαν κυβερνοεπιθέσεις από τη Ρωσία, ενώ μετά την επέμβαση στη Γεωργία το 2008, η Σουηδία ανακάλυψε κινήσεις συγκαλυμμένων ρωσικών υποβρυχίων στα χωρικά της υδάτα στη Βαλτική Θάλασσα.

Η ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και η πρόσφατη επέμβαση στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Ουκρανίας προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στη Σουηδία, η οποία, θεωρώντας πως κινδυνεύει η εδαφική ακεραιότητας και της ίδιας, ψήφισε υπέρ της έναρξης των διαδικασιών ένταξης στο ΝΑΤΟ. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως η Σουηδία μέσα σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα έχει αναπτύξει ένα πολύ σημαντικό πρόγραμμα στρατιωτικών εξοπλισμών (χαρακτηριστικό παράδειγμα τα πολύ αξιόλογα πολεμικά αεροσκάφη Gripen) και μένει να δούμε πως αυτή η εξοπλιστική ανάπτυξη μπορεί να γείρει την πλάστιγγα υπέρ της κρίσης σε αυτήν την διαφαινόμενη παγκόσμια κρίση.

Συνάντηση του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ με τους Υπουργούς Εξωτερικών Φινλανδίας και Σουηδίας

Η περίπτωση της Φινλανδίας

Η στάση ουδετερότητας της Φινλανδίας πηγάζει από διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με αυτή της Σουηδίας. Η ιστορία ξεκινά ουσιαστικά από το 1939, όταν η Φινλανδία έπρεπε να αντιμετωπίσει τη σοβιετική επίθεση, απόρροια της οποίας η συμμετοχή της Φινλανδίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό του Άξονα και κατά της ΕΣΣΔ. Το 1944 μετά την ανακωχή στη Μόσχα, η Φινλανδία άλλαξε στρατόπεδο και τάχθηκε με το πλευρό των Συμμάχων για την απώθηση των γερμανικών στρατευμάτων.

Με το φιλανδοσοβιετικό σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας του 1948 ξεκίνησε η περίοδος ουδετερότητας της Φινλανδίας, καθώς το σκανδιναβικό κράτος δήλωσε μέσω αυτού την επιθυμία του να παραμείνει ουδέτερο σε ένοπλες συρράξεις και να απέχει από κάθε είδους στρατιωτική συμμαχία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αποστασιοποίησης αυτής ήταν η άρνηση συμμετοχής στο Σχέδιο Μάρσαλ. Στην απόφαση συνέβαλε και η έντονη αντίδραση της ΕΣΣΔ για το πρόγραμμα θεωρώντας το μια προσπάθεια διχοτόμησης της Ευρώπης από την πλευρά των ΗΠΑ.

Το περίφημο καθεστώς της «Φινλανδοποίησης» άνθισε μεσούσης του Ψυχρού Πολέμου τη δεκαετία του ‘60, καθώς και οι δύο πλευρές τη σεβόντουσαν, ενώ και η ίδια η Φινλανδία λειτουργούσε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στο διεθνές στερέωμα, αναλαμβάνοντας συχνά ηγετικό ρόλο σε διεθνείς πρωτοβουλίες για την αποφυγή της βίας. Ένα πολύ σημαντικό παράδειγμα είναι η πρόταση του Πρωθυπουργού Kekkonen τον Μάιο του 1963 για τη δημιουργία μιας ελεύθερης ζώνης από πυρηνικά (Nordic Nuclear-Weapons-Free-Zone). H ζώνη αυτή θα περιελάμβανε τη Φινλανδία, τη Σουηδία, την Ισλανδία, τη Δανία και τη Νορβηγία.

Επιπλέον, σημαντική ήταν η συνεισφορά της Φινλανδίας και σε πρωτοβουλίες για αφοπλισμό, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα πυρηνικά όπλα. Το 1963 υπέγραψε την Συνθήκη για την Απαγόρευση Δοκιμών Πυρηνικών όπλων και αποτέλεσε την πρώτη χώρα που υπέγραψε συμφωνία με τη Διεθνή Αντιπροσωπεία Ατομικής Ενέργειας (International Atomic Energy Ageny) για τη χρήση πυρηνικών όπλων μόνο για ειρηνικούς σκοπούς.

Όπως στην περίπτωση της Σουηδίας, έτσι και εδώ παρατηρούμε αύξηση των δαπανών για στρατιωτικούς σκοπούς ιδιαίτερα από το 2014 και την προσάρτηση της Κριμαίας. Η Φινλανδία, ύστερα από την τελευταία ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία, θεώρησε ως αναγκαία την είσοδό της στο ΝΑΤΟ για τη διασφάλιση της εθνικής της ασφάλειας, καθώς αποτελεί, πιθανότατα, τον επόμενο στόχο σε περίπτωση εξάπλωσης της σύρραξης.

Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί πως τα σύνορα Ρωσίας – Φινλανδίας καλύπτουν μια γραμμή περίπου 1.335 χιλιομέτρων διπλασιάζοντας έτσι τα σύνορα του ΝΑΤΟ με τη Ρωσική Ομοσπονδία.

Η αντίδραση της Τουρκίας

Η Τουρκία διατηρεί αρνητική στάση στην ένταξη των δύο σκανδιναβικών κρατών στο ΝΑΤΟ. Η βασικότερη κατηγορία της Τουρκίας κατά της Φινλανδίας και της Σουηδίας είναι πως υποθάλπτουν μέλη του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) και άλλα μεμονωμένα άτομα που έχουν χαρακτηριστεί ως τρομοκράτες από το τουρκικό κράτος.

Τα τουρκικά βέλη σε αυτήν την περίπτωση έχουν στραφεί σε μεγαλύτερο βαθμό προς τη Σουηδία και την πρωθυπουργό της, Μαγκνταλένα Άντερσον, για οικονομική και στρατιωτική βοήθεια και στην οργάνωση YPG της Συρίας( Δυνάμεις Προστασίας του Λαού) πέραν του PKK. Η σουηδική κυβέρνηση αρνείται τις κατηγορίες ισχυριζόμενη πως παρέχει μόνο ανθρωπιστική βοήθεια στα τουρκοσυριακά σύνορα.

Παρατηρώντας, όμως, τις δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων βλέπουμε πως μάλλον άλλα είναι τα πραγματικά αίτια της αντίδρασής αυτής. Πιο συγκεκριμένα, η Τουρκία προσπαθεί να πιέσει τα δύο κράτη λόγω της διακοπής από αυτά της παροχής στρατιωτικών εξοπλισμών στην Τουρκία από το 2019.

Επιπλέον, σύμφωνα με δημοσιεύματα της βρετανικής Express, ο Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε πως θα σκεφτεί να αποδεχθεί την ένταξη των χωρών στο ΝΑΤΟ υπό τον όρο πως Σουηδία και Φινλανδία θα αναγνωρίσουν το ψευδοκράτος της Βόρειας Κύπρου.

Φαίνεται πως απομένει λίγο διάστημα για να μάθουμε την κατάληξη των διαδικασιών ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Αποτελεί, σίγουρα, μια πολύ σημαντική και ιστορική στιγμή, καθώς μεταβάλλεται ένα σύστημα ισχύος δεκαετιών στην ευρωπαϊκή ήπειρο και μένει να αποδειχθεί αν μια τέτοια δυναμική θα συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό σε ενδεχόμενη εξάπλωση της σύρραξης Δύσης – Ρωσίας.