Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Γιώργου Δρόσου,

Delphi Economic Forum, Ελλάδα 2022: ορόσημο για την ενημέρωση της πορείας των οικονομικών της χώρας, με ουκ ολίγους σημαντικούς καλεσμένους. Ένας από αυτούς, δήλωσε: «Το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο. Η δομή του είναι καλύτερη από των άλλων χωρών».

Ένας ακόμη ομοίως ανέφερε «το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο». Ο πρώτος είναι ο κ. Klaus Regling επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM, σ.σ. από τους μεγαλύτερους πιστωτές της Ελλάδας). Ο δεύτερος είναι ο Ευρωπαίος Επίτροπος Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων, Paolo Gentiloni.

Οφείλουμε να αναρωτηθούμε και να ερευνήσουμε τι οδήγησε τους ανωτέρω κυρίους στα εξής συμπεράσματα, αλλά όχι μόνο: ομοφωνία προκύπτει, μετά από αρκετά χρόνια, και από δηλώσεις μεγάλων οίκων αξιολόγησης και τραπεζών (π.χ. S&P, Moody’s).

Ιστορική αναδρομή: Το δημόσιο χρέος εκτοξεύθηκε από 109% το 2009 σε 175% περίπου το 2011, αγγίζοντας το 130% κατά την περίοδο που η χώρα μπήκε σε πρόγραμμα λιτότητας (το – Δημόσιο – χρέος εκφράζεται ως ποσοστό του ΑΕΠ). Από το 2011 έως το 2019 το δημόσιο χρέος διατηρήθηκε σε σταθερό επίπεδο της τάξης του 178% κατά μέσο όρο ανά έτος (Χρέος Γενικής Κυβέρνησης, κατά Μάαστριχτ, επίσημα στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ).

γράφημα

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ

Η δημοσιονομική πολιτική που ασκήθηκε στην χώρα την περίοδο αυτή, ήταν δομημένη με τρόπο τέτοιο, ώστε να εξυπηρετείται το χρέος και να μην ξεφύγει σε πολύ ανώτερα επίπεδα (σε σχέση με το peak του 175% του 2011). Τι καταφέραμε με αυτό; Πρώτον, η σταθεροποίησή του αυτή είναι απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά όχι και ο μοναδικός γνώμονας, για να συμπεράνουμε ότι το χρέος μας είναι βιώσιμο. Δεύτερον και με μεγαλύτερη σιγουριά, η σταθεροποίηση του χρέους μας οδήγησε στο να αποφύγουμε τα χειρότερα, δηλαδή την πλήρη πτώχευση του κράτους.

Αυτό που θα περιμέναμε μετά από αυτά τα χρόνια λιτότητας θα ήταν να μειώσουμε αυτό το χρέος όσο το δυνατόν γίνεται. Πράγματι, για να ενθυμούμαστε και τα ευχάριστα, το καλοκαίρι του 2018 η χώρα μας «βγήκε» από τα προγράμματα διάσωσης, που σημαίνει ότι δεν θα χρειαζόμασταν πλέον να δανειζόμαστε χρήματα από τους εταίρους μας, για να εξυπηρετήσουμε τα τρέχοντα έξοδα, άρα σταμάτησε να μας επιβαρύνει ένα μέρος επιπλέον «φρέσκου» χρέους.

Αξιοσημείωτο δε, είναι ότι φέτος βάλαμε άλλο ένα πολύ μικρό λιθαράκι στην αναπτυξιακή μας πορεία, αποπληρώνοντας το περίφημο δάνειο του ΔΝΤ ανερχόμενο στο ποσό των 10 δις ευρώ. Με αυτό το baby step ξεπληρώσαμε το 2,1% του συνολικού μας χρέους (όπως αυτό είχε διαμορφωθεί τέλη του 2011)!

Προφανώς τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα περιμέναμε, με το επόμενο μεγάλο shock δανεισμού το 2020 με το χρέος να φτάνει τις 206 ποσοστιαίες μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ πάντα, από το 180,7% που ήταν το 2019. Βασική αιτία: η σε όλους μας γνωστή πανδημία, που ώθησε τις κεντρικές κυβερνήσεις και τράπεζες ανά τον κόσμο να στηρίξουν την οικονομία – σε εμάς τους πολίτες αυτό φάνηκε ακολουθώντας επιδοματική πολιτική και επιδοτώντας τις επιχειρήσεις με κεφάλαια κίνησης (στην Ελλάδα, τα τελευταία θεωρήθηκαν από πολλούς μη επαρκή μέτρα).

Αυτή τη στιγμή το δημόσιο χρέος εκτιμάται ότι είναι περίπου 220% του ΑΕΠ, δηλαδή σε απόλυτο νούμερο περίπου 400 δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι δυσθεώρητο σαν μέγεθος και σίγουρα θα πρέπει να ακολουθηθεί μια αντίστοιχη πολιτική εξυπηρέτησής του, όπως τα προηγούμενα χρόνια.

Το πόσο βιώσιμο είναι το χρέος όμως δεν κρίνεται μόνο από το πόσο μεγάλο είναι, όπως πολλοί θα καταλαβαίνετε ως τώρα. Ενδεικτικά αναφέρω: τον ρυθμό μεγέθυνσης/συρρίκνωσης του ΑΕΠ, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τις εκδόσεις ομολογιών, τον πληθωρισμό (!) και άλλα θεμελιώδη μεγέθη. Και όχι μόνο!

γράφημα

Πηγή: ΟΔΔΗΧ

Εδώ κάπου μπαίνει και η (σαγηνευτική, κατά την άποψή μας) συμπεριφορική οικονομική με τις προσδοκίες της αγοράς: εάν για παράδειγμα οι προσδοκίες είναι δυσοίωνες – ακόμη και αν μένει σταθερό ή μειώνεται το χρέος – μπορεί να είναι λόγος για αυξημένα ασφάλιστρα κινδύνου χρεοκοπίας και την αποστροφή των επενδυτών, οδηγώντας εν τέλει στην μη βιωσιμότητα του χρέους (για περισσότερα ανατρέξτε στον ορισμό «αυτοεκπληρούμενη προφητεία»).

Στην περίπτωσή μας βέβαια γίνεται το αντίθετο, με τους προαναφερθέντες κυρίους να «ευλογούν τα γένια τους», ακούγοντας συχνά επικρίσεις σε σχέση με τις – δικαιολογημένα χαρακτηρισμένες – αμφιλεγόμενες δηλώσεις. Μεγάλο ρόλο επίσης παίζουν και απρόβλεπτα γεγονότα με καταστροφικές συνέπειες (δυστυχής αναφορά στον τρέχοντα πόλεμο).

Ο οίκος αξιολόγησης S&P περιλαμβάνει όλους αυτούς τους παράγοντες σε 5 πυλώνες: θεσμικοί παράγοντες, οικονομία, εξωγενείς παράγοντες, δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Εκεί όμως που θέλει να καταλήξει (απλά διατυπωμένο), εκμεταλλευόμενος τις παραπάνω εισροές, είναι να φτάσει σε δυο εκροές (σενάρια): Πρώτον, το ρυθμό εξυπηρέτησης του χρέους (φαίνεται σταθερός σε εμάς). Δεύτερον το πόσο πιθανό είναι η όχι το χρέος αυτό να ακολουθήσει μια εκρηκτική χρονιά τα επόμενα χρόνια (οι προβλέψεις είναι ευοίωνες! Αναφορά σε πρόσφατη δήλωση της ΤτΕ: «Η πτωτική δυναμική του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ δεν διαταράσσεται μεσοπρόθεσμα υπό τα δυσμενή μακροοικονομικά και δημοσιονομικά σενάρια, γεγονός που αποτελεί ένδειξη της ανθεκτικότητας του δημόσιου χρέους σε αρνητικές διαταραχές»).

Για να αναφέρουμε μια ακόμη φορά λοιπόν: δεν είναι το χρέος σαν απόλυτο νούμερο αυτό που πρέπει να μας τρομάζει!

γράφημα

Πηγή: ΟΔΔΗΧ

Για να συνοψίσουμε, φαίνεται ότι τα συμπεράσματα που έβγαλαν οι προαναφερθέντες κύριοι και οργανισμοί στην αρχή του άρθρου, έχουν αν μη τι άλλο κάποια βάση. Εξαιρώντας τον θόρυβο από τις τυμπανοκρουσίες των πολιτικών κομμάτων ανά διαστήματα και παίρνοντας υπόψιν την τήρηση των υποσχέσεών μας ως τώρα, στο σύνολο σαν πολίτες αυτού του κράτους, είμαστε όντως σε καλό δρόμο στο να «πληρώνουμε τους λογαριασμούς μας».

Ωστόσο, οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και η κοινωνία και η οικονομία έχουν αρκετές πτυχές που πρέπει να δούμε θετικές εξελίξεις για να πούμε ότι η χώρα μας πορεύεται ολοταχώς προς την ανάπτυξη και γι’ αυτό το λόγο κρατάμε και τις επιφυλάξεις μας.