Όταν ο στίχος «βρε ράβε – ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει», πραγματώνει την ύπαρξή του σαν πρόταση στους ανέργους μιας χώρας, τότε σίγουρα η κατάσταση είναι κρισιμότερη από ό,τι συνήθως. Ο λόγος δεν είναι άλλος από το απόφθεγμα του Σάββα Πούμπουρα πως «αφού δεν κάνεις που δεν κάνεις τίποτα, να πηγαίνεις να δουλεύεις κάπου και ας μη παίρνεις μία… εκτός από τριβή», το οποίο δίκαια κατατάσσεται δεύτερο στη λίστα αμφιλεγόμενων θέσεων για την εργασία, κάτω από το «Arbeit macht frei».

Ωστόσο, μη έχοντας όρεξη να ασχοληθώ με τη δήλωση ως έχει ή να θάψω το τι πραγματικά ήθελε να πει σύμφωνα με το βίντεο απολογίας του, ας πάρουμε ως δεδομένες τις καλές προθέσεις των συμβουλών του. Από την ανάλυση αυτή εκπορεύεται μία κυρίαρχη κοινωνική αντίληψη και κατάσταση, η οποία όχι μόνο θα παραμείνει μετά τις «συγγνώμες», αλλά θα επιλέξει ακόμα πιο κομψά ρούχα για να καμουφλάρει τη τοξική της ύπαρξη.

Την επόμενη μέρα, ακόμα θα υπάρχουν απλήρωτοι σε πρακτικές, άνεργοι που θα αναζητούν εργασία με κάθε κόστος στην ανθρώπινη υπόστασή τους και νέοι που θα ψάχνουν οποιαδήποτε διαθέσιμη χαραμάδα, με ελπίδα τη κοινωνική τους ανέλιξη. Η δήλωση του παρουσιαστή αποτελεί την ακραία μορφή έκφρασης μιας ζοφερής κοινωνικής πραγματικότητας, της ουσίας αυτού που αποκαλούμε εργασιακή ζούγκλα.

Σε πρώτο επίπεδο, η ίδια οικονομική σκέψη αποδίδει την επιστημονική εκδοχή της εργασιακής ζούγκλας στα υποδείγματά της, είτε αυτά είναι συστημικά είτε ριζοσπαστικά. Στη νεοκλασική ερμηνεία, ο διαχωρισμός της ζήτησης εργασίας σε ανειδίκευτη και ειδικευμένη, ανάλογα με τη συνεισφορά των αντίστοιχων εργαζομένων στη παραγωγική διαδικασία, είναι κεντρικός στην ανάλυση των μισθολογικών διαφορών. Η προσθήκη ενός επιπλέον εργαζομένου σίγουρα λειτουργεί ευεργετικά στη παραγωγική διαδικασία. Ο εξειδικευμένος εργάτης, όμως, συνεισφέρει σε μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγής από ό,τι συνεισφέρει ένας ανειδίκευτος. Έτσι, βασικός μηχανισμός πίσω από τις μισθολογικές διαφορές είναι η «οριακή» παραγωγικότητα του νέου υποψηφίου. Εάν ένας εργαζόμενος προσδοκά από την αγορά αξιοπρεπείς μισθούς, θα πρέπει, σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, να αυξηθεί η παραγωγικότητά του.

Από την άλλη, η ριζοσπαστική ερμηνεία αναγνωρίζει στον δυϊσμό της αγοράς εργασίας μία ανάγκη αναπαραγωγής της καπιταλιστικής ηγεμονίας. Η κατάτμηση της αγοράς εργασίας σε πρωτεύουσες και δευτερεύουσες αγορές εμφανίζεται στην ιστορική πραγματικότητα με το πέρασμα από τον ανταγωνιστικό στον μονοπωλιακό καπιταλισμό. Καθώς η κλίμακα των επιχειρήσεων αυξάνει, ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι συσπειρώνονται και διεκδικούν μαζικά και οργανωμένα. Η συνειδητοποίηση αυτής της κατάστασης από εργοδότες και πολιτικά κέντρα οδήγησε σταδιακά στην κάθετα ιεραρχημένη οργάνωση της παραγωγής, με εργαζόμενους γραφείου (white collar- καλύτερες απολαβές και συνθήκες εργασίας) και εργαζόμενους παραγωγής (blue collar- χαμηλοί μισθοί και σκληρές συνθήκες εργασίας) να αποτελούν πλέον μέλη κατατμημένων εσωτερικών αγορών εργασίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, τα συμφέροντα των εργαζομένων έπαψαν να είναι κοινά και η συλλογική τους δράση ερχόταν αντιμέτωπη με τη διαφοροποιημένη θέση τους στη διαδικασία της παραγωγής.

Το πρωτόγνωρο, ωστόσο, είναι πως όποια γραμμή σκέψης και αν ακολουθήσεις φανερώνεται ο κεντρικός χαρακτήρας της εργασιακής ζούγκλας. Και οι δύο θεωρητικές αφετηρίες από τη μία περιγράφουν τη πραγματικότητα από τη μεθοδολογική τους οπτική, ενώ από την άλλη παράγουν αξιολογικές κρίσεις και προτροπές στους νέους υποψήφιους που επιθυμούν να αντλήσουν τα μέγιστα από το status quo της έννομης εργασιακής ζούγκλας. Έτσι, βάσει αυτής της ρητορικής, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να επενδύσουν στις ικανότητες και δεξιότητές τους εάν θέλουν να μεταβούν από τη μάζα ανειδίκευτων στη μάζα των ειδικευμένων. Όμως, μια και δεν διαθέτουν αναγκαστικά τα απαραίτητα κεφάλαια επένδυσης στον εαυτό τους, η κοινωνική τους κατάσταση τους στρέφει σε μία αδιάκοπη ανταγωνιστική κούρσα εξόπλισης με τεχνογνωσία προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις της αγοράς.

Σε καιρούς κρίσεων, λοιπόν, ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των νέων εργαζόμενων για τις λιγοστές καλές θέσεις εργασίας τους στρέφει σε όλο και πιο ακραίες πρακτικές εξασφάλισης μιας θέσης στο όνειρο τους. Αν αυτό περιλαμβάνει αθέμιτες αμισθί πρακτικές ασκήσεις (σας θυμίζει κάτι;), ας είναι, μπροστά στον φόβο να χάσουν την συχνά ψευδεπίγραφη ευκαιρία, να βγουν από το βαρέλι της δευτερεύουσας αγοράς εργασίας.

Η ύπαρξη και μόνο της «σύμβασης μισθωτής εργασίας» ενεργοποιεί έναν μηχανισμό κινήτρων και κατευθύνσεων που βυθίζει το εργατικό δυναμικό σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό απόκτησης δεξιοτήτων, που θα τους εξασφαλίσει μία θέση στην καλύτερη ζωή της ανώτερης αγοράς εργασίας. Απλώς, η πρώτη ερμηνεία αποσαφηνίζει την αποκλειστικότητα αυτού του διαχωρισμού, ενώ η δεύτερη αναγνωρίζει την ιστορική αναγκαιότητα του δυϊσμού, αλλά και την δυνατότητα ανατροπής του.

Σε κάθε περίπτωση, οι δηλώσεις του παρουσιαστή, οι οποίες με θρασύ δεοντολογικό τόνο νομιμοποιούν αυτόν τον απεχθή ανταγωνισμό, επιβεβαιώνουν τη ζούγκλα και τους νόμους της. Μια κοινωνική πραγματικότητα, δηλαδή, η οποία υπάρχει ανεξάρτητα των απόψεων μας, αλλά ταυτόχρονα στηρίζεται από την επικρατούσα κοινωνική αντίληψη. Επομένως, ό,τι και να προσδοκούσε με τις συμβουλές του, η ουσία της κριτικής τους βρίσκεται στη μεταστροφή της κοινωνικής αντίληψης που κρύβεται πίσω από αυτές.

Είναι μία τέλεια αφορμή να αντιληφθούμε πως ο αδιάκοπος ανταγωνιστικός χορός των εργαζομένων φέρει βαθιές συνέπειες, οι οποίες υπερβαίνουν την όποια πίστη στην αποτελεσματικότητα της λειτουργίας των αγορών εργασίας.

Καταληκτικά, η απεμπλοκή όλων μας από την συγκεκριμένη κοινωνική παγίδα μόνο εύκολη δεν είναι. Το κοινωνικό παίγνιο που ανακυκλώνει τον ενδοταξικό ανταγωνισμό δεν σπάει με απλές κυβερνητικές αλλαγές, αλλά απαιτεί ισχυρές αλλαγές σε θεσμικό και συνειδησιακό επίπεδο. Όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν το παγκόσμιο αίτημα για προστασία της εργασίας. Το πρωτοποριακό της εποχής μας είναι πως σταδιακά γίνεται εμφανής η αντιπαραγωγική εμμονή στις κάθετες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Οι σχέσεις συνεργασίας, η bottom-up οργάνωση και ο σεβασμός στην εργασία εξελίσσονται σε προϋπόθεση της υλικής προόδου.

Η προσαρμογή των θεσμών, των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και της παραγωγής-διανομής του πλούτου στις νέες ανάγκες είναι στο χέρι μας.