Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Βασίλη Τσαλαφούτα,
Η χώρα μας την τελευταία εικοσαετία και ύστερα από την κρίση του 2008, έδωσε βάση στην λεγόμενη βιομηχανία του τουρισμού, ώστε να μπορέσει να διασώσει την ελληνική οικονομία.
Η στροφή αυτή παρουσιάζει αρκετά δομικά προβλήματα, τα οποία διογκώθηκαν και βγήκαν στον δημόσιο λόγο την τωρινή περίοδο.
Η διόγκωση του τομέα του τουρισμού δεν συνδυάστηκε με την αντίστοιχη ποιότητα και ιδιαίτερα στις θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν. Οι εργοδότες είδαν το πορτοφόλι τους να γεμίζει με μετρητά από την άφιξη των τουριστών και οι κυβερνήσεις δεν ασχολήθηκαν καθόλου στο να δώσουν λύσεις στα ζητήματα που δημιουργήθηκαν. Μέχρι βέβαια την έλευση του κορονοϊού.
Το κλείσιμο του τουρισμού οδήγησε τους εργαζόμενους να στραφούν σε άλλους κλάδους εργασίας εντός ή εκτός των συνόρων. Στην διάρκεια της καραντίνας οι εργαζόμενοι του κλάδου γνώρισαν τον εμπαιγμό της κυβέρνησης με τα σήριαλ σχετικά με την παράταση ή όχι των επιδομάτων ανεργίας τους χειμερινούς μήνες, που τους είναι απαραίτητα προκειμένου να ζήσουν.
Ρόλο έπαιξε και η επίγνωση των συνθηκών που επικρατούν στις τουριστικές επιχειρήσεις.
Οι συνθήκες «γαλέρας» με εξαντλητικά ωράρια 10 – 12 ωρών με χαμηλές αποδοχές, χωρίς ρεπό, με πλαφόν τα 100 ένσημα και τα υπόλοιπα μαύρα είναι η πραγματικότητα. Η κλαδική σύμβαση δεν εφαρμόζεται και άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί papier de toilette.
Σημαντική είναι επίσης η έλλειψη προοπτικής στο κλάδο του τουρισμού και την έλλειψη ποιοτικών σχολών εκπαίδευσης προσωπικού.
Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι ο μισθός των εποχικά εργαζομένων το 2019 μειώθηκε κατά 11% συγκριτικά με το 2010 σε μια χρονική περίοδο, κατά την οποία τα έσοδα της χώρας από τον τουρισμό ήταν τα διπλάσια. Τα έσοδα από 9 δις το 2009 έφτασαν τα 18 δις το 2019.
Έτσι, φτάσαμε να βλέπουμε μεγάλα στελέχη τουριστικών επιχειρήσεων να δηλώνουν στα κανάλια ότι υπάρχει τεράστια έλλειψη προσφοράς εργασίας και με κοντά στις 50.000 θέσεις εργασίας να είναι κενές ειδικά στις θέσεις επισιτισμού και στις περιοχές της Χαλκιδικής, της Κρήτης, της Ρόδου, της Σαντορίνης και της Μυκόνου. Μάλιστα, πολλοί εργοδότες αποδίδουν αυτό το κενό στις κυβερνήσεις για την δημιουργία μιας πολιτικής επιδομάτων. Τέλος, μεγάλο πρόβλημα αποτελεί και η παγκόσμια οικονομική κατάσταση με την άνοδο των τιμών των πρώτων υλών που θα έχει ως αποτέλεσμα νέα συμπίεση μισθών.
Οι σπασμωδικές κινήσεις της κυβέρνησης στις εκκλήσεις για διάσωση του ποιοτικού μας τουρισμού, ήταν απλά προσχηματικές και αργοπορημένες. Το πλάνο του Υπουργείου Εργασίας και του Υπουργείου Τουρισμού σε συνεργασία με την ΔΥΠΑ και τον ΣΕΠΕ δύσκολα θα μπορέσει να κλείσει τις τρύπες.
Με αντίστοιχες εικόνες να επικρατούν και στην Ιταλία με 150.000 θέσεις, δημιουργείται ένα κλίμα που θα μπορούσε να προσιδιάσει σε αυτό της «Μεγάλης Παραίτησης». Ίσως ήρθε η ώρα να δημιουργηθεί ένα πλάνο που θα μπορέσει να ανεβάσει ποιοτικά την εθνική μας βιομηχανία και να δώσει κίνητρα ιδιαίτερα στους νέους να εργαστούν σε αυτήν.
Η χώρα μας έχει όλες τις προοπτικές, ώστε να μπορέσουμε να επεκτείνουμε την τουριστική σεζόν.
Επίσης, θα μπορούσαμε να αναβιώσουμε το κρατικό πρόγραμμα ΞΕΝΙΑ που λειτούργησε ως έναυσμα για την ανάδειξη του ελληνικού τουρισμού, ιδιαίτερα στο κλάδο της εκπαίδευσης προσωπικού και να δοθούν καίριες στα προβλήματα του κλάδου. Βέβαια, σε αυτό θα πρέπει να υπάρχει κοινή βούληση από το δημόσιο και τους ιδιώτες. Ως τότε οι κενές θέσεις θα συνεχίσουν να αυξάνονται.