Από μικρή άκουγα ιστορίες για δυναμικές γυναίκες. Από τα λόγια της μητέρας μου, τα ερεθίσματά μου, μεγάλωσα με την αντίληψη πως δεν έπρεπε ποτέ να αφήσω τίποτα και κανέναν να με σπάσει. Μια συνεχής σκέψη για το πώς πρέπει να είναι μια ανεξάρτητη γυναίκα, μια γυναίκα που στέκεται στα πόδια της και αντιμετωπίζει κάθε εμπόδιο και εχθρό.
Μεγαλώνοντας, άρχισα σιγά – σιγά να καταλαβαίνω πως η ζωή δεν είναι ούτε παραμύθι ούτε κάποια ταινία για την ενδυνάμωση της γυναίκας σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, βλέποντας γύρω μου γυναίκες να πέφτουν ξανά και ξανά, όσο και αν προσπαθούσαν. Κάτι που βέβαια δε μου έκοψε ποτέ τα φτερά στις σκέψεις μου και τα όνειρά μου, δίχως να υπολογίζω πως κάποια στιγμή στη ζωή μου μπορεί να έπεφτα και εγώ. Ίσως επειδή η ωραιοποιημένη εικόνα που είχα στο μυαλό μου, δεν αντικατόπτριζε τη πραγματικότητα.
Πολλοί προσπάθησαν να με προειδοποιήσουν – και ακόμη το κάνουν – πως ο χώρος με τον οποίο θέλω να ασχοληθώ είναι καθαρά ανδροκρατούμενος. Κατά τη διάρκεια ενασχόλησής μου με μια ομάδα, ούσα αρκετά ενεργή, λόγω του νεαρού της ηλικίας μου και ενδεχομένως της αφέλειάς μου και μη επίγνωσης του χώρου και του κύκλου, παρότι θεωρούσα τον εαυτό μου αρκετά δυναμικό, κατέληξα να αγνοώ διάφορα red flags, όπως πολλές φορές τείνουμε να κάνουμε σε κάτι που μας ενθουσιάζει και ταυτόχρονα μας τρομάζει. Πόσο μάλλον όταν μπαίνει στο παιχνίδι ο παράγοντας των θέσεων ισχύος και εξουσίας έναντι ενός ατόμου σε μειονεκτική θέση.
Ο κόσμος των κουστουμιών, των δημόσιων λόγων και της ενασχόλησης με τα κοινά με μάγεψε πολύ νωρίς στα φοιτητικά μου χρόνια, θεωρώντας πως κάποια πράγματα δίνονται στο πιάτο πιο εύκολα απ’ ότι ουσιαστικά συμβαίνει. Έτσι, κάθε ευκαιρία που μου δινόταν, μου φαινόταν σαν ένα ακόμη σκαλάκι το οποίο έπρεπε να ανέβω, για να γίνω αυτό που ονειρευόμουν. Και κάθε σκαλάκι ερχόταν με τις αντίστοιχες δυσκολίες, οι οποίες ήταν φυσιολογικές και αντίστοιχες του επάθλου που θα λάμβανα αργότερα. Ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζα.
Κανείς δε με προειδοποίησε πως οι δυσκολίες αυτές θα συμπεριλάμβαναν χειριστικές, πατροναριστικές και σεξιστικές συμπεριφορές, και πως για κάθε μου βήμα θα είχα από πάνω μου έναν «μέντορα», να μου υποδεικνύει τι είναι σωστό και τι λάθος, ευπρεπές και απρεπές. Μα κυρίως, πόσες τέτοιες συμπεριφορές θα εκλάμβανα ως συνηθισμένες εντός του χώρου, γιατί απλά «έτσι γίνεται».
Από πικρόχολα σχόλια για την εμφάνιση μου, την εμφανή θηλυκότητά μου στο πως λόγω της έντονης και κοινωνικής μου προσωπικότητας αυτομάτως θα ήμουν ικανή να δώσω τα πάντα σωματικά, προκειμένου να διεκδικήσω αυτό που θέλω. Απαίσιες κουβέντες τις οποίες θεωρούσα ένα αθώο «πείραγμα», μια «φιλική συμβουλή».
Στη συνέχεια της ενασχόλησης μου, άρχισε να γίνεται αντιληπτό πως δεν έδινα τόση αξία στις «μεντορικές συμβουλές», όσο θα ήταν θεμιτό, δηλαδή ξεκίνησα να ασχολούμαι με πρωτοβουλίες μόνη μου, να ακολουθώ το δρόμο που η ίδια είχα χαράξει, δίχως να ζητάω κάποια συγκεκριμένη συμβουλή και δίχως να μπαίνω σε καλούπια. Τα καλούπια στα οποία άλλος ήθελε να με βάλει.
Και αυτό ήταν το σημείο τομής, η πολυαναμενόμενη ρήξη, την οποία δυστυχώς δεν είχα προβλέψει. Καθώς πάντοτε έπρεπε να φτάσω ψηλά, ποτέ όμως πιο ψηλά από εκείνον.
Έτσι ξεκίνησε ένας φαύλος κύκλος περιθωριοποίησης, αποστροφής του κύκλου μου εναντίον μου, και μια διάδοση φημών και προσβλητικών ιστοριών που θα έπλαθαν καλύτερο σενάριο και από φθηνή σαπουνόπερα του ’90. Μία κατάσταση που στην αρχή νόμιζα πως αποτελεί προϊόν της φαντασίας μου, πως ήμουν υπερβολική, δραματική, πως τα πάντα ήταν στο μυαλό μου. Όπως αποδείχθηκε, φυσικά και δεν ήταν.
Συνεχές λεκτικό harassment, πίεση, bullying, ανάθεση εργασιών και καθηκόντων για τα οποία δεν ήμουν αρμόδια, τηλεφωνήματα αργά τη νύχτα και έντονη κριτική για «λάθη» που υποτίθεται έκανα. Υποδείξεις για το πόσο έπρεπε να «προσέχω τι ανεβάζω στα προσωπικά μου social media», να «κοιτάζω να σοβαρευτώ», πως «δε θα καταφέρω να κάνω τίποτα στη ζωή μου εάν δεν συμβουλευτώ ψυχολόγο, να ξεπεράσω τις ανασφάλειες μου», πως «θα φτάσω 30 χρονών και θα κερδίζω τα πάντα με το κορμί μου». Έπειτα, άρχισα να καταλαβαίνω πως όλα αυτά μεταφέρονταν ως λόγια μου σε τρίτους. Δηλαδή μεταφέρονταν τα αρρωστημένα σχόλια που λάμβανα ως δήθεν λόγια μου και πράγματα που δήθεν εκμυστηρευόμουν.
Καθώς όμως, κυρίως λόγω φόβου για την οποιαδήποτε αντίδραση και φημολογία εντός του κύκλου, ένιωσα πως δεν είχα άλλη επιλογή, αποφάσισα να κάνω λίγη ακόμη υπομονή, για κάποιους μήνες, ώστε να έφευγα από την όλη τοξική κατάσταση την προκαθορισμένη στιγμή. Προσπαθώντας, λοιπόν, να αποφύγω κουτσομπολιό, δράμα και ιστορίες για τους λόγους για τους οποίους μπορεί να παραιτούμουν, κατάφερα ακριβώς το αντίθετο. Κάθε φορά που προσπαθούσα να αντιδράσω με τον πιο ήπιο τρόπο σε αυτές τις συμπεριφορές, κατέληγα να πέφτω όλο και περισσότερο και να ζητώ συγγνώμη, μιας και η τοξική κατάσταση στην οποία είχα βρεθεί με έκανε να νιώθω συνεχώς ο θύτης, και όχι το θύμα, που ήμουν. Η γνωστή μέθοδος gaslighting, «μια ψυχολογική χειραγώγηση της οποίας στόχος είναι η σπορά αμφιβολιών εντός ατόμων, έτσι ώστε να μην είναι βέβαια για την ίδια τους την μνήμη, αντίληψη, και λογική. Χρησιμοποιώντας συνεχή άρνηση, παραπλάνηση, αντιφάσεις, και ψεύδη, o θύτης προσπαθεί να αποσταθεροποιήσει το θύμα και να απαξιώσει τις πεποιθήσεις του».
Αρκετό καιρό αργότερα, παρόλο που έχω αποφοιτήσει, έχω προχωρήσει τη ζωή μου και πλέον κάνω το μεταπτυχιακό μου στο εξωτερικό, μαθαίνω πως συνέχιζε να υπάρχει ενασχόληση με το πρόσωπό μου και διάδοση φημών. Οι φήμες αυτές περιελάμβαναν και υποτιθέμενη σχέση με ακαδημαϊκό προσωπικό, συνομιλίες που δεν υπήρξαν ποτέ (στις οποίες εγώ υποτίθεται έλεγα πόσο «ικανή είμαι να κάνω τα πάντα, για να μου τάξει κάποιος δουλεία»), συνεχή υποτίμηση όσων κάνω ακαδημαϊκά και επαγγελματικά, λέγοντας πως τα πάντα τα «κέρδισα» με το σώμα μου και τίποτα άλλο. Ιστορίες στις οποίες εγώ υποτιμούσα άλλες γυναίκες, σχολίαζα τον τρόπο που ντύνονταν και φέρονταν, έλεγα εγώ η ίδια σεξιστικές φήμες και κατέκρινα γυναίκες με τρόπο που δε θα έκανα ποτέ.
«Απορούσα πόσο ψεύτικη μπορεί να είναι μια γυναίκα που μιλάει συνέχεια στα social media για φεμινισμό, ενώ ταυτόχρονα σχολιάζει γυναίκες έτσι». Ίσως αυτό που άκουσα να ήταν αυτό που με πόνεσε περισσότερο από όλα τα ανωτέρω.
Μέσω αυτού του άρθρου δε ζητάω ούτε κάποια εξιλέωση ούτε κάποια θεία δίκη. Ίσως να θέλω να συμβουλεύσω περισσότερο ανθρώπους – ανεξαρτήτως φύλου – που δέχονται τέτοιες συμπεριφορές, να μιλάνε. Εξιστορώντας το βίωμά μου, πολλές φορές ερωτήθηκα γιατί δε μιλούσα, γιατί δεν έφευγα από αυτήν την κατάσταση. Όπως λέει όμως και η παροιμία, έξω από το χορό, μπορεί κανείς να πει πολλά τραγούδια. Εντός τέτοιων συνθηκών και κύκλων, το να μιλήσει μια γυναίκα φαίνεται άθλος. Δεν είναι, όμως, όπως το έκανα εγώ, θα το κάνει όποιος άλλος το έχει ανάγκη. Οι καιροί αλλάζουν, πολύ αργά δυστυχώς και πολύ πιο καθυστερημένα απ’ ό,τι θα έπρεπε. Αλλά κάθε μέρα που περνάει, οι συμπεριφορές αυτές γίνονται ολοένα και λιγότερο ανεκτές.
Σε όλη αυτήν την κατάσταση, το μοναδικό που ένιωθα ήταν ένα κορίτσι. Ένα αδύναμο κοριτσάκι που χτυπιόταν ξανά και ξανά, σε κάθε προσπάθειά της να βγάλει νύχια. Η μέρα, όμως, που συνειδητοποίησα πως ήμουν έτοιμη να μιλήσω, ήταν αυτή στην οποία από κοριτσάκι, ένιωσα γυναίκα.