Ιδιώτης: ο πολίτης σε αντιδιαστολή με το κράτος και την κοινότητα στην οποία ανήκει· ο τρόπος ζωής των ανθρώπων που αφορά την προσωπική και όχι τη δημόσια σφαίρα· στην αρχαιοελληνική γλώσσα, ο ανειδίκευτος, ο αμαθής, ο άπειρος και αδίδακτος άνθρωπος, όπως επίσης και αυτός που δεν ασχολείται με τα κοινά. Από την τελευταία αυτή εννοιολογική προσέγγιση προκύπτουν και το αγγλικό “idiot” και το γαλλικό “idiot”, που σημαίνουν ανόητος.
Η παραπάνω σημασιολογική σύνδεση του ανθρώπου που αδιαφορεί για τα ζητήματα της πόλης στην οποία ανήκει με τον αρνητικό χαρακτηρισμό του αδαούς ατόμου που καθίσταται εκ του λόγου αυτού άνευ ιδιαίτερης υπόληψης αποτυπώνει γλαφυρά τη σημασία που απέδιδαν οι αρχαίοι Έλληνες στην ενεργή εμπλοκή του πολίτη στα πολιτικά θέματα. Ο πολίτης, άρρηκτα συνδεδεμένος με την πόλη του, δεν μπορεί να υπάρξει έξω από αυτή. Η ευδαιμονία του θα επιτευχθεί μόνο μέσα από την ευτυχία του συνόλου.
Μια εικόνα που θα λέγαμε ότι απέχει παρασάγγας από την αντίληψη των νεοελλήνων για τον πολίτη. Τουναντίον, η ενασχόληση με τα πολιτικά ζητήματα έχει υποβιβαστεί αν όχι σε κάτι περιττό, τουλάχιστον σε κάτι για το οποίο «δεν αξίζει κανείς να προσπαθήσει».
Γιατί όμως καταλήξαμε να βρισκόμαστε τόσο μακριά από το υγιές πρότυπο ενός δημοκρατικού πολίτη;
Αναντίρρητα, η πολιτική παρουσιάζεται συχνά στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου ως μία έννοια αποκρουστική ή για να το θέσουμε πιο ήπια, τουλάχιστον όχι αρκετά ηθική. Στην καλύτερη των περιπτώσεων συνδέεται με ατέρμονη γραφειοκρατία που την καθιστά τελικά αναποτελεσματική και στην χειρότερη, με τα φαινόμενα της διαφθοράς και του πελατειακού συστήματος. Με άλλα λόγια, όχι μόνο δεν συνιστά ένα πεδίο ελκυστικό για τον πολίτη αλλά το αντίθετο· εκλαμβάνεται ως κάτι το επικίνδυνο στο οποίο επιβιώνει όχι ο πιο άξιος αλλά είτε ο επωφελούμενος της οικογενειοκρατίας είτε ο μοχθηρά σκεπτόμενος και αδιαφανώς δρών.
Το στίγμα αυτό λοιπόν του εχθρικού περιβάλλοντος απογοητεύει τον πολίτη. Κανείς δεν εμπιστεύεται κάτι εξ ορισμού «ανήθικο», διότι δεν του γεννά το αίσθημα ασφάλειας. Ελλείψει της απαραίτητης κατά τα άλλα αξιοπιστίας, το άτομο επιλέγει τη συνειδητή αποστασιοποίηση από τα πολιτικά δρώμενα, για να προστατευτεί από τυχόν «μίανση».
Σαφώς και η έλλειψη γνήσιου και υγιούς πολιτικού διαλόγου στα έδρανα της Βουλής, αλλά και εκτός αυτής, επιβαρύνει κατά πολύ την κατάσταση. Η απουσία πολιτικού ήθους ή έστω στοιχειώδους ευπρέπειας από εκπροσώπους όλου του φάσματος του κομματικού τόξου, η προσφυγή σε προσωπικούς χαρακτηρισμούς αλλά και η στροφή των αξόνων της πολιτικής συζήτησης βάσει μικροκομματικών συμφερόντων και ενός τρόπου σκέψης με παρωπίδες είναι στοιχεία που δυστυχώς χαρακτηρίζουν το ελληνικό πολιτικό γίγνεσθαι. Ένα γίγνεσθαι με παρωχημένο τρόπο λειτουργίας τόσο σε επίπεδο πολιτικών αξιωματούχων όσο και σε επίπεδο κοινωνίας- όχι, ως άτομα δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών.
Και αυτό γιατί, μπορεί η πολιτική παιδεία της χώρας να είναι ελλιπής, ο γόνιμος διάλογος συνήθως ανύπαρκτος, αλλά δεν πρέπει κανείς να λησμονεί ότι συχνά και ο ίδιος ο πολίτης επιλέγει την μεταμόρφωσή του σε «ιδιώτη». Όχι λόγω απογοήτευσης και ως μέσο αυτοπροστασίας πια, αλλά λόγω εγωκεντρισμού και αδιαφορίας για οτιδήποτε δεν επιφέρει άμεσο αντίκτυπο στον ίδιο. Το άτομο δεν έχει χρόνο, για να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο πέραν του εαυτού του και του δικού του μικρόκοσμου. Ενδιαφέρεται όχι να συμβάλλει στο σύνολο, ώστε να επιτευχθεί ένα θετικό αποτέλεσμα για όλους, αλλά να υπονομεύσει τα υπόλοιπα μέλη του συνόλου, για να αναδειχτεί μόνο το ίδιο. Εναλλακτικά, δεν κινείται απαραίτητα από κατώτερα κίνητρα· απλά δεν το ενδιαφέρει η ύπαρξή του συνανθρώπου του: είναι κάτι που απαιτεί χρόνο και ενέργεια.
Υποστηρίζεται ακόμη ότι στην περιγραφόμενη κατάπτωση επιδρά και η μεσολάβηση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Πιο συγκεκριμένα, το μέσο διάδοσης του πολιτικού λόγου που χρησιμοποιείται κάθε φορά, για παράδειγμα η τηλεόραση, καθιστά τον πολίτη σε παρατηρητή: θεατή του τηλεοπτικού δρώμενου και ταυτόχρονα απαθή θεατή της πολιτικής σκηνής.
Ο προβληματισμός εν τέλει έγκειται στον φαύλο κύκλο που δημιουργείται: ο πολίτης αδιαφορεί για τα πολιτικά τεκταινόμενα, διότι δεν τον αφορούν, αλλά στη συνέχεια δυσαρεστείται με τις επιλογές των υπολοίπων και ασκεί σφοδρή κριτική σε αυτές. Και αυτό παρότι απέρριψε συνειδητά την ευκαιρία που είχε να τις επηρεάσει ή τουλάχιστον να εκφραστεί πάνω στο αντικείμενο που αυτές πραγματεύονται.
Προφανώς, μία πολιτική δίχως ποιότητα είναι λογικό να μη δημιουργεί κίνητρο προς δραστηριοποίηση των μελών μιας κοινωνίας.
Και ομολογουμένως, αυτό είναι το διακύβευμα το οποίο έχασαν οι προηγούμενες γενιές πολιτικών αλλά και πολιτών ως επί το πλείστον και ο σκόπελος που καλούνται να υπερπηδήσουν οι νεότερες. Μία πολιτική ουσιαστική, μακριά από την πόλωση, τις ιδεολογικές καλύπτρες και όποιο στοιχείο προσιδιάζει σε μικροπολιτική παρά σε μέριμνα για το καλό του συνόλου.