Ο πόλεμος στην Συρία δεν έχει σταματήσει μετά από εννιά χρόνια ατελείωτων μαχών και γεωπολιτικών ανακατατάξεων. Η σύγκρουση έχει σκοτώσει περισσότερους από 500.000 Σύρους και έχει απομακρύνει σχεδόν 5,5 εκατομμύρια πρόσφυγες από τη χώρα. Η οικονομία της Συρίας έχει συρρικνωθεί περισσότερο από 70% από το 2010 έως το 2018. Η συριακή κυβέρνηση με την έμπρακτη στήριξη της Ρωσίας και του Ιράν κατέχει το μεγαλύτερο κομμάτι της χώρας, οι Κούρδοι των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων έχουν υπό τον έλεγχό τους τα περισσότερα εδάφη ανατολικά του Ευφράτη, τα τελευταία κομμάτια της αντιπολίτευσης μαζί με διάφορες εξτρεμιστικές οργανώσεις κρατούν τον θύλακα στην Ιντλίμπ και τα τουρκοσυριακα σύνορα υπό την ομπρέλα προστασίας των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Όλα δείχνουν μέχρι τώρα πως η Δαμασκός θα υπερισχύσει τελικά της χρονοβόρας αυτής σύγκρουσης, όμως με τι κόστος; Εκατομμύρια πολίτες έχουν εγκαταλείψει την χώρα, οι υποδομές έχουν καταστραφεί και η οικονομία έχει καταρρεύσει. Μέσα σε όλα αυτά προστέθηκε και η παγκόσμια κρίση του Covid-19, δυσχεραίνοντας περισσότερο την κατάσταση για τον λαό της Συρίας.
Η πολιτική αστάθεια, που επιδεινώνεται από τον συνεχιζόμενο εμφύλιο πόλεμο και τις αυξανόμενες απειλές για την ασφάλεια του κράτους αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στο εμπόριο και τις επενδύσεις. Οι κυρώσεις από την Δύση και η οικονομική κακοδιαχείριση της κυβέρνησης του Άσσαντ, προκάλεσαν την σχεδόν κατάρρευση της οικονομίας. Η χρηματοοικονομική υποδομή έχει υποβαθμιστεί σημαντικά από ασταθείς πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Η εξαιρετικά περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση εμποδίζει κάθε σημαντική ανάπτυξη ιδιωτικών επιχειρήσεων και επενδύσεων από το εξωτερικό. Η παγκόσμια ύφεση που ήρθε από την πανδημία του Covid-19 είναι ένας ολοένα και πιο σοβαρός λόγος, αλλά ο κρίσιμος παράγοντας είναι η σχεδόν χρεοκοπία των τραπεζών στο γειτονικό Λίβανο. Η Συρία έχει χρησιμοποιήσει τον Λίβανο ως σύνδεσμο προς τον έξω κόσμο. Όταν οι κεντρικές τράπεζες του Λιβάνου επέβαλαν αυστηρούς περιορισμούς για να αποτρέψουν την πλήρη κατάρρευση των τραπεζών της χώρας, η συριακή λίρα έπεσε κατακόρυφα. Για όσους είναι αρκετά τυχεροί, για να εργαστούν, η πραγματική αξία του μέσου μηνιαίου μισθού των 50.000 λιρών Συρίας έχει μειωθεί από περίπου 50£ στο τέλος του 2019 σε περίπου 12£ τώρα.
Μέλη της συριακής κυβέρνησης και του συριακού στρατού έχουν κατηγορηθεί από δυτικές χώρες για εγκλήματα πολέμου. Αυτό έχει οδηγήσει σε έναν αριθμό κυρώσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα πρώτα χρόνια της σύγκρουσης. Τον Δεκέμβριο του 2019 ο Αμερικανός πρόεδρος Donald Trump υπέγραψε το Νομοσχέδιο του Καίσαρα (Caesar Act). Οι κυρώσεις του συγκεκριμένου νομοσχεδίου θεωρούνται οι πιο βαριές που έχουν υπάρξει μέχρι τώρα και στοχεύουν συριακές εταιρίες, βιομηχανίες όπλων, υποδομών και ενέργειας. Εκτός από Σύρους, οι κυρώσεις χτυπάνε Ρώσους, Κινέζους, Λιβανέζους και Ιρανούς, που έχουν συνεργαστεί με την συριακή κυβέρνηση. Το νομοσχέδιο πήρε το όνομά του από ένα άτομο, γνωστό σε διάφορους κύκλους ως Καίσαρας, το οποίο κατάφερε να βγάλει παράνομα το 2014 από τη Συρία 53,275 φωτογραφικά αποδεικτικά στοιχεία, που τεκμηρίωναν τους ισχυρισμούς βασανιστηρίων εναντίον αμάχων από την κυβέρνηση του Άσσαντ. Αυτά τα στοιχεία έγιναν γνωστά ως Έκθεση Κρατουμένων Συρίας του 2014 ή Αναφορά Καίσαρα. Με το να επεκτείνει τις ήδη υπάρχουσες κυρώσεις, ώστε να συμπεριλάβουν τρίτα μέρη, ο Νόμος του Καίσαρα προσπαθεί ρητά να αυξήσει το κόστος της οικονομικής στήριξης προς το καθεστώς του Άσσαντ για τους παράγοντες που μέχρι τώρα, ήταν πολύ λιγότερο περιορισμένοι στην παροχή της υποστήριξης που χρειάζεται για να διεξαγάγει πόλεμο, συμπεριλαμβανομένων των αεροπορικών επιθέσεων κατά πολιτών, νοσοκομείων, σχολείων και αγορών. Οι κυρώσεις θα επιβληθούν έξι μήνες μετά την υπογραφή τους σε νόμο, από τις 17 Ιουνίου 2020. Οι απαιτήσεις της νομοθεσίας θα λήξουν μετά από πέντε χρόνια, δηλαδή το 2024. Ωστόσο, το Τμήμα 401 του νομοσχεδίου του Καίσαρα περιγράφει έξι απαιτήσεις για την άρση των κυρώσεων των ΗΠΑ στη Συρία:
- Τερματισμό των συριακών και ρωσικών βομβαρδισμών κατά αμάχων.
- Ιρανικές, συριακές και ρωσικές δυνάμεις, καθώς και οντότητες που συνδέονται με αυτές, δεν θα εμποδίζουν πλέον την ανθρωπιστική βοήθεια σε πολιορκημένες περιοχές και θα επιτρέπουν στους πολίτες να τις εγκαταλείπουν ελεύθερα.
- Όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι θα απελευθερωθούν και οι αρμόδιες διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα έχουν πλήρη πρόσβαση στις φυλακές και τις εγκαταστάσεις κράτησης της Συρίας.
- Ο βομβαρδισμός «ιατρικών εγκαταστάσεων, σχολείων, κατοικημένων περιοχών και κοινοτικών χώρων συγκέντρωσης, συμπεριλαμβανομένων αγορών» από συριακές, ρωσικές, ιρανικές δυνάμεις, καθώς και οντότητες που συνδέονται με αυτές, θα σταματήσει.
- Να γίνει η «ασφαλής, εθελοντική και αξιοπρεπής επιστροφή των Σύρων που έχουν εκτοπιστεί από τη σύγκρουση».
- Ευθύνη στους «δράστες εγκλημάτων πολέμου στη Συρία και δικαιοσύνη για τα θύματα εγκλημάτων πολέμου που διαπράχθηκαν από το καθεστώς Άσσαντ, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής σε μια αξιόπιστη και ανεξάρτητη διαδικασία αλήθειας και συμφιλίωσης για τον συριακό λαό».
Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά την αθροιστική απώλεια του συριακού ΑΕΠ από το 2011 έως το 2016 στα 226 δισεκατομμύρια δολάρια. Η ανοικοδόμηση σε περιοχές που ελέγχονται από το καθεστώς θα κοστίσει περίπου 390 δισεκατομμύρια δολάρια και αυτό το νούμερο αναμένεται να αυξηθεί μέχρι το τέλος του 2020. Οι ρωσικές και ιρανικές επιχειρήσεις έχουν εξασφαλίσει βασικές συμφωνίες επενδύσεων σε υποδομές και ενέργεια, όμως οι κυρώσεις του Νομοσχεδίου Καίσαρα δημιουργούν προβλήματα στα σχέδιά τους. Μέσα σε όλα αυτά, θα πρέπει να ανταγωνιστούν τις επιχειρήσεις του Κόλπου, καθώς και τις επιχειρήσεις από την Κίνα.
Έχει υπάρξει μεγάλη κριτική μέσα και έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες για το αν οι κυρώσεις αυτές πραγματικά βοηθούν τους πολίτες της Συρίας και αν θα φέρουν την κυβέρνηση του Μπασάρ αλ Άσσαντ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι Αμερικανοί υποστηρίζουν πως οι κυρώσεις αυτές δεν στοχεύουν τον πληθυσμό της χώρας, αλλά καθαρά συγκεκριμένα πρόσωπα, όμως ο αντίλογος μιλάει για μία ήδη δύσκολη κατάσταση, που απλά θα γίνει χειρότερη. Οι οικονομικές κυρώσεις τείνουν να είναι ένα αδύναμο μέσο, το οποίο χτυπά συχνά τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι θέλει να βοηθήσει περισσότερο από τους ανθρώπους που έχει σχεδιαστεί να πληγώσει. Η συριακή λίρα, η οποία παρέμεινε σταθερή στα 500 περίπου δολάρια για αρκετά χρόνια, έκανε ελεύθερη πτώση πέρυσι, φθάνοντας στα χαμηλά των 3.000 τον Ιούνιο, εν αναμονή των νέων κυρώσεων του Νομοσχεδίου Καίσαρα. Αυτή η πτώση του νομίσματος εμποδίζει τα σχέδια της κυβέρνησης του Μπασάρ αλ Άσσαντ να αγοράσει όλο το σιτάρι του τρέχοντος έτους, για να αντισταθμίσει το έλλειμμα στις εισαγωγές, που σαν αποτέλεσμα έχει μειώσει τα στρατηγικά αποθέματα του κράτους. Μπορεί ο Μπασάρ αλ Άσσαντ να έχει ανακτήσει τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της χώρας από τους εξτρεμιστές της αντιπολίτευσης, ωστόσο οι κύριες περιοχές σιταριού παραμένουν στα χέρια των Κούρδων μαχητών των συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων. Η Συρία έχει δραστικά χαμηλότερη παραγωγή σιταριού από τότε που ξέσπασε η σύγκρουση. Συνήθιζε να παράγει 4 εκατομμύρια τόνους σε μια καλή χρονιά και φέτος κατάφερε να παράξει μόνο 2,4 εκατομμύρια τόνους. Η ζήτηση σε όλη τη χώρα είναι περίπου 4 εκατομμύρια τόνοι, αφήνοντας ένα έλλειμμα, που πρέπει να καλυφθεί από το εξωτερικό.
Το δίλημμα που θέτει η Ουάσιγκτον είναι ξεκάθαρο, η κυβέρνηση του Άσσαντ θα αναγκαστεί να κάνει μη αναστρέψιμα βήματα προς μια διαρκή πολιτική λύση στη σύγκρουση της Συρίας, σύμφωνα με το Ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (UNSCR 2254) ή θα αντιμετωπίσει ολοένα και βαρύτερες δόσεις σκληρών κυρώσεων. Η Δαμασκός βασίζεται για το εμπόριό της περισσότερο στην Ρωσία και το Ιράν. Αν τα νέα μέτρα επηρεάσουν συγκεκριμένους παράγοντες και σταματήσουν την αποστολή βασικών αγαθών, τότε θα μιλάμε για μια καταστροφή. Ενώ το φαγητό δεν περιορίζεται από τις δυτικές κυρώσεις μέχρι τώρα, οι τραπεζικοί περιορισμοί και το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων έχουν καταστήσει δύσκολο για τα περισσότερα εμπορικά κέντρα να συνεργάζονται με τη Συρία. Με τους μεγάλους εμπόρους σιτηρών έξω από την εξίσωση, η κυβέρνηση βασίζεται σε επιχειρηματίες, για να ολοκληρώσει συναλλαγές και να διατηρήσει την παροχή ψωμιού στον πληθυσμό.
Οι κυρώσεις πιο πιθανό είναι απλά να κάνουν την καθημερινή ζωή των Σύρων ακόμη πιο δύσκολη, χωρίς να αγγίξουν πραγματικά την κυβέρνηση της Συρίας. Όπως και στο παρελθόν έχει φανεί, η οικονομική πίεση από μόνη της δεν είναι αρκετή, ώστε να σύρει μια πλευρά στο τραπέζι τον διαπραγματεύσεων και ειδικά, όταν έχει σταθερούς συμμάχους, ικανούς να τρέξουν την πιο δύσκολη στιγμή, για να σώσουν τα συμφέροντά τους. Ο Μπασάρ αλ Άσσαντ απλά θα κοιτάξει να βρει την αναγκαία υποστήριξη στην Μόσχα, στην Τεχεράνη, στο Ντουμπάι ή στο Πεκίνο, συνεχίζοντας τις προετοιμασίες για την τελευταία επίθεση στην Ιντλίμπ και τις διαπραγματεύσεις με τους Κούρδους, για την ανάκτηση του ελέγχου ολόκληρης της χώρας.
Πηγή αρχικής εικόνας: The National