Η νέα μετάλλαξη Omicron, που πρωτοεμφανίστηκε στην Μποτσουάνα, βύθισε τα διεθνή χρηματιστήρια, περιόρισε εκ νέου την ελεύθερη μετακίνηση και επανέφερε την ανασφάλεια στο παγκόσμιο στερέωμα. Ήταν όμως  αυτή η εξέλιξη ένας «κεραυνός εν αιθρία»;

Το ερώτημα είναι, ασφαλώς, ρητορικό. Oι επιστήμονες είχαν πολλάκις προειδοποιήσει για αυτή την κατάσταση: Όσο καθυστερεί η αναπόφευκτη πολιτική απόφαση για την άρση της πατέντας του εμβολίου, τόσο περισσότερο θα συνεχίζουν τα φτωχότερα κράτη, όπως της Αφρικής και της Ασίας, να μην μπορούν να έχουν προσιτή πρόσβαση σε επαρκή και ποιοτική  ποσότητα εμβολιαστικών σκευασμάτων και αντίστοιχου υγειονομικού εξοπλισμού, γεγονός που συνεπάγεται την ανεπαρκή προστασία της υφηλίου και, κατ’ επέκταση, την  ανάδυση συνεχών- και ολοένα ανθεκτικότερων – μεταλλάξεων.  Την άποψη αυτή έχουν δημόσια υποστηρίξει καταξιωμένοι λοιμωξιολόγοι, επιδημιολόγοι, κρατικοί αξιωματούχοι και ακαδημαϊκοί.

Είναι θεμελιώδες να κατανοήσουμε πως αυτή συζήτηση, η οποία βρίσκεται στην αιχμή του παγκόσμιου δημοσίου διαλόγου, είναι πρωτίστως πολιτική και δευτερευόντως υγειονομική. Από την μία, ορισμένες κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμοί και οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών πιέζουν για την άρση της πατέντας, και από την άλλη, οι φαρμακευτικές εταιρείες (με τα γνωστά τυπικά αλλά και αθέμιτα μέσα άσκησης συστηματικής πίεσης και προνομιακής θεσμικής διευκόλυνσης) από κοινού με τα εξαγωγικά κράτη που έχουν εγχώρια φαρμακευτική βιομηχανία, προσπαθούν να μπλοκάρουν ή έστω να καθυστερήσουν την συγκεκριμένη πρόταση.

Προς απόδειξη των ανωτέρω, ο ίδιος ο ΠΟΥ, ο πλέον επίσημος παγκόσμιος θεσμός που πρωτοστατεί στην αντιμετώπιση της πανδημίας, βλέποντας την άρνηση ορισμένων κρατών (τα οποία έχουν έννομο και οικονομικό συμφέρον ώστε να μην αρθεί η πατέντα των εμβολίων εναντίον του κορωνοϊού) προσέλαβε τη Νοτιοαφρικανική εταιρεία Afrigen Biologics and Vaccines στην προσπάθειά του να επιχειρήσει την δημιουργία ενός εμβολίου κατά της CoViD-19 που θα είναι όσο πιο κοντά γίνεται με το mRNA εμβόλιο της Moderna. Με άλλα λόγια, η άρνηση των φαρμακευτικών εταιρειών και των ομάδων συμφερόντων (οικονομικές, πολιτικές, θεσμικές και μη) που ελέγχουν να άρουν τις πατέντες τους για τα εμβόλια, οδήγησε τον ίδιο τον Παγκόσμιο Οργανισμό υγείας σε ένα σχέδιο, συνολικής αξίας 100 εκατ. δολαρίων, «αντιγραφής» του εμβολίου.

Όλως τυχαίως, η ευρωπαΐκή φαρμακοβιομηχανία και ο ΣΦΕΕ έχουν προ πολλού ταχθεί ενάντια στην άρση δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας των εμβολίων του κορωνοϊού. Στην ΕΕ, αν και η μαζική υιοθέτηση του προτεινόμενου αυτού μέτρου έχει καθυστερήσει σημαντικά, λόγω εμποδίων όπως η άρνηση της Γερμανίας και άλλων κρατών, υπερψηφίστηκε, εντούτοις, από το Ευρωκοινοβούλιο, με τις οριακές ψήφους Σοσιαλιστών – Αριστεράς – Πρασίνων. Τονίζεται πως οι ευρωβουλευτές της ΝΔ καταψήφισαν την πρόταση αυτή, καθώς συντάχθηκαν με το ΕΛΚ. Το αναγκαίο και δίκαιο αίτημα των προοδευτικών δυνάμεων για άρση της πατέντας στηρίζουν πλέον 100 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, όπου ο πρόεδρος Biden επανέφερε το αίτημα.

Λεχθέντων τούτων, αυτό που ο καθένας μπορεί να διακρίνει, είναι πως η συλλογική υγεία, και άρα η προοπτική επιστροφής σε μια βιώσιμη και όχι δυστοπική πραγματικότητα, απειλείται, για ακόμα μια φορά, από μια κοντόφθαλμη απαίτηση ολίγων για μια δυσθεώρητη κερδοφορία. Η συζήτηση για τον περιορισμό του παντοδύναμου φαρμακευτικού lobby, όπως και της ιδιωτικής επιρροής που υποβαθμίζει το δημόσιο συμφέρον εν γένει, έχει ήδη ξεκινήσει, με τα πιο αντιπροσωπευτικά – κορυφαία παραδείγματα να είναι τα ζητήματα της κλιματικής κρίσης και της πανδημίας. Κάπου εδώ υπενθυμίζεται ότι και στην πρόσφατη σύνοδο COP26, διάφοροι επαγγελματίες λομπίστες αλλά και επίσημες εταιρείες άσκησαν κάθε λογής πίεση για την αισθητή άμβλυνση ορισμένων περιβαλλοντικών στόχων, με αποτέλεσμα το τελικό έγγραφο συμφωνηθέντων να κρίνεται από τους ειδικούς ως «υποτονικό», δίχως να εξασφαλίζεται ούτε καν ο θεμελιώδης στόχος της μέγιστης αύξησης της θερμοκρασίας έως 1,5 βαθμούς Κελσίου.

Μιλάμε πλέον για ζητήματα υπαρξιακά, που άπτονται του υλικού βιοπορισμού αλλά και της ίδιας της πολιτισμικής συνέχειας των κοινωνιών. Αν κάτι απέδειξε η διαχείριση της πανδημίας, παρά τα λάθη και τις φαρσοκωμωδίες που προέκυψαν, είναι πως τα επίμαχα (και ίσως μοναδικά) εργαλεία διαχείρισης πρωτοφανών κρίσεων δεν είναι άλλα από τα κρατικώς εκπορευόμενα: ισχυρή Δημόσια Υγεία, έκτακτες ενέσεις ρευστότητας εν είδει επιδομάτων, Στρατηγικές Δημόσιες Πολιτικές – αύξηση Δημοσίων Δαπανών/Επενδύσεων, Δημόσιες Εκστρατείες (κ.α).

Είναι καιρός να αντιστραφεί η παγιωμένη από τα τέλη του 20ου αιώνα κατάσταση, σύμφωνα με την οποία τα εταιρικά συμφέροντα επιβάλλονται (με κυβερνητικές ευλογίες και προνομιακές θεσμικές διευκολύνσεις) σε εκείνα της συντριπτικής πλειοψηφίας, για ένα ολιγοπωλιακό ή μονοπωλιακό κέρδος του 1% του πλανήτη, εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος και των δικαιωμάτων του υπόλοιπου 99%.  Εντός μια τέτοιας συνειδητοποίησης, πρέπει να ενταθούν αλλά και να υποστηριχτούν οι προσπάθειες του ΠΟΥ για την κάμψη των αντιστάσεων ορισμένων δρώντων στην άρση της πατέντας του εμβολίου. Επιπλέον, σε επίπεδο πολιτικής και διπλωματίας, πρέπει να ασκηθεί πίεση στις χώρες που θέτουν veto σε μια τέτοια αναπόφευκτη απόφαση, ενώ παράλληλα το περισσευούμενο πλεόνασμα εμβολιαστικών σκευασμάτων αναπτυγμένων κρατών να δωρίζεται σε αναπτυσσόμενα κράτη, στα πρότυπα του προγράμματος COVAX του ΠΟΥ.

Η επιστροφή της κρατικής παρέμβασης, στα πλαίσια μιας ενεργητικής κοινωνικής πολιτικής, με τρόπο δημοκρατικό, λελογισμένο αλλά και ρεαλιστικό, είναι πλέον μονόδρομος. Αυτό άλλωστε συνιστά και καταστατική υποχρέωση κρατών και διεθνών οργανισμών βάσει των ρητών επιταγών των ανώτατων καταστατικών χαρτών και συνθηκών που κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

Προφανώς, χρειάζεται να γίνουν ακόμα πολλά: θεσμική αναδιάρθρωση, δημοκρατική εμβάθυνση, ιδεολογική ανανέωση, προγραμματική επαναθεμελίωση, διεθνείς πολιτικές συμμαχίες, τεχνοκρατική υλοποίηση. Τουλάχιστον, με τις συνέπειες και την έως τώρα διαχείριση της πανδημίας, είναι ασφαλές να πούμε πως ξέρουμε προς ποια κατεύθυνση να κοιτάξουμε…