Ο Έντουαρντ Σνόουντεν βρέθηκε κάποτε τυχαία σε ένα συνέδριο με θέμα το βαθμό κατά τον οποίο η κινεζική κυβέρνηση κατασκοπεύει τους πολίτες της. Του δημιουργήθηκε αυθόρμητα η περιέργεια: η δική του, αμερικανική κυβέρνηση έκανε, άραγε, το ίδιο; Τα αποτελέσματα της ερευνάς του άλλαξαν ριζικά τη ζωή του και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις δημοκρατίες μας.
Όντας εργαζόμενος στη Εθνική Υπηρεσία Ασφάλειας (NSA) και τη CIA, ο Σνόουντεν είχε πρόσβαση σε απόρρητα έγγραφα, τα οποία απεδείκνυαν ότι η Αμερικανική και η Βρετανική κυβέρνηση παρακολουθούσαν τα κινητά των πολιτών τους με τη συνεργασία τηλεπικοινωνιακών κολοσσών και τη γνώση ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Συντετριμμένος από το βάρος των αποκαλύψεων, ταξίδεψε στο Χονγκ Κονγκ, όπου συναντήθηκε με δημοσιογράφους της Guardian και της Washington Post και έπειτα διέφυγε στη Ρωσία, όπου και αιτήθηκε άσυλο.
Τα δημοσιεύματα έγιναν το 2013 και έκτοτε ο Σνόουντεν είναι ο γνωστότερος πληροφοριοδότης δημοσίου συμφέροντος (whistleblower) παγκοσμίως. Ταυτόχρονα αποτελεί και έναν από τους διασημότερους καταζητούμενους των Αμερικανικών Αρχών, οι οποίες του έχουν απαγγείλει κατηγορίες για κατασκοπεία και κλοπή κρατικής ιδιοκτησίας, για τις οποίες μπορεί να καταδικαστεί σε δεκάδες χρόνια κάθειρξης σε ομοσπονδιακή φυλακή. Ο Σνόουντεν ζει σε μυστική τοποθεσία στη Ρωσία τα τελευταία 7 χρόνια, είναι πρόεδρος του Ιδρύματος για την Ελευθερία του Τύπου και έχει εκδόσει δύο βιβλία.
Στις δημοσκοπήσεις κοινής γνώμης που γίνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, οι πολίτες φαίνονται διχασμένοι, με σχεδόν ίδια ποσοστά των συμμετεχόντων να χαρακτηρίζουν το Σνόουντεν εθνικό ήρωα ή προδότη. Χωρίς αμφιβολία, ωστόσο, ο κόσμος αναγνωρίζει ότι οι «διαρροές» του Σνόουντεν ήταν το έναυσμα για την κυριαρχία μιας νέας συζήτησης στο δημόσιο λόγο σχετικά με την εθνική ασφάλεια και το ατομικό δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. Για δεκαετίες, το αφήγημα ήταν αυτό που ήθελε τις αυταρχικές μη-δυτικές χώρες, όπως την Κίνα και τη Ρωσία, να κατασκοπεύουν το λαό τους και να καταπατούν τις ελευθερίες τους και τη Δύση να είναι θιασώτης της αυθεντικής δημοκρατίας, αυτής που προστατεύει και ενισχύει την αρνητική ελευθερία των πολιτών της. Οι αποκαλύψεις του Σνόουντεν έβαλαν τέλος σε αυτόν τον ασπρόμαυρο κόσμο.
Συνέβαλαν, επίσης, στη βελτίωση αυτού του καταχρηστικού κόσμου. Στη γενέτειρά του, Αμερική, το Κονγκρέσο αντικατέστησε το νόμο που χρησιμοποιήθηκε, για να δικαιολογήσει τη μαζική συλλογή τηλεφωνικών δεδομένων, ενώ το Σεπτέμβριο του 2020 ομοσπονδιακό δικαστήριο έκρινε τις πρακτικές των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών που απεκάλυψε ο Σνόουντεν παράνομες και, πιθανώς, αντισυνταγματικές. Εταιρίες τηλεπικοινωνιών υπό την πίεση της κοινωνικής κατακραυγής ενίσχυσαν την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων των πελατών τους. Τα Ηνωμένα Έθνη υιοθέτησαν ψηφίσματα για την προστασία της ψηφιακής ιδιωτικότητας. Το 2019, υιοθετείται ευρωπαϊκή Οδηγία που προβλέπει την προστασία των whistleblowers.
Η κινητοποίηση για τη διασφάλιση του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα, σε ένα περιβάλλον με νέα, πανίσχυρα τεχνολογικά μέσα, έγινε εφικτή, όταν οι πολίτες γνώρισαν το βαθμό της μαζικής παρακολούθησης. Η δημοσιοποίηση της κρυμμένης γνώσης από πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος αποτελεί για πολλούς ένα είδος επανάστασης. Οι πολίτες βομβαρδίζονται με πληροφορίες, τις οποίες το κυβερνητικό απόρρητο κρίνει ότι δεν χρειάζεται να γνωρίζουν. Το δικαίωμα στη γνώση, όμως, προηγείται. Χωρίς τη γνώση δεν μπορούμε να αντιδράσουμε, να κρίνουμε, δεν μπορούμε να ψηφίσουμε. Χωρίς τη γνώση δεν έχουμε δημοκρατία.
Για πολλούς Αμερικανούς, ο Σνόουντεν υπηρέτησε το δημόσιο συμφέρον, με κίνδυνο, μάλιστα, της ζωής του. Αναντιρρήτως, δημόσιο συμφέρον μπορεί να υπάρχει, επίσης, και στην απόκρυψη ορισμένων πληροφοριών από τις κυβερνήσεις. Όταν αυτές, όμως, αφορούν στην καταπάτηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απομακρυνόμαστε από το «αναγκαίο κακό» και πλησιάζουμε σε δυστοπίες όπου κυριαρχεί το «Κακό».
«Έχουμε μετακινηθεί σε μία κοινωνία όπου είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε τη ζωή μας γυμνοί απέναντι στην εξουσία». Η συνειδητοποίηση αυτή ώθησε τον Έντουαρντ Σνόουντεν να ρισκάρει τη ζωή του, ώστε να κάνει λίγο ασφαλέστερη τη δική μας.
«I used to work for the government. Now I work for the people. »
Πηγή εικόνας: The New York Times