«Μια Φυλακή σιωπής»

Αυτός είναι ο χαρακτηρισμός που αποδίδεται από τη Διεθνή Αμνηστία στην Τουρκία σε ό, τι αφορά ζητήματα δημοσιογραφίας και ελευθερίας έκφρασης.

Όχι αδικαιολόγητα θα λέγαμε, καθώς το καθεστώς Ερντογάν έχει επανειλημμένα αποδείξει τις τάσεις του προς πλήρη έλεγχο και κατ’ επέκτασιν χειραγώγηση της κοινής γνώμης.

Η ψήφιση του νέου νόμου σχετικά με τα κοινωνικά δίκτυα στις 29/7/2020 έρχεται προς επίρρωση της παραπάνω διαπίστωσης. Η εν λόγω νομοθεσία προβλέπει ότι οι πλατφόρμες κοινωνικών δικτύων με αριθμό ακολούθων που υπερβαίνει το 1 εκατομμύριο υποχρεούνται να ορίσουν εκπροσώπους τους στην Τουρκία. Τα πρόσωπα αυτά θα βρίσκονται σε άμεση επικοινωνία με τις αρχές, ώστε να συμμορφώνονται ταχέως με δικαστικές αποφάσεις, που θα τους υποχρεώνουν να απαγορεύουν ή να διαγράφουν συγκεκριμένο περιεχόμενο. Ο μη ορισμός εκπροσώπου θα επιφέρει, σύμφωνα με το νόμο, βαριά πρόστιμα και περιορισμό της εμβέλειας του μέσου κοινωνικής δικτύωσης κατά 90%.

Ο νόμος προτάθηκε από το κυβερνόν Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και υπερψηφίστηκε χάρη στην υποστήριξη του Κόμματος Εθνικιστικού Κινήματος. Αναμένεται να τεθεί σε ισχύ την 1/10/2020. Η πρωτοβουλία πρότασής του υπήρξε μάλιστα προσωπικό στοίχημα για τον Ερντογάν, ο οποίος χαρακτηρίζει συχνά τα κοινωνικά δίκτυα ως «ανήθικα».

Δικαιολογητική βάση της νομοθετικής αυτής εξέλιξης, δεν είναι άλλη από την επιδίωξη του Τούρκου πρωθυπουργού να ελαχιστοποιήσει τις φωνές που ασκούν κριτική στην πολιτική του ή εκφέρουν άποψη διαφορετική από τη δική του. Αξίζει να αναφερθεί μάλιστα ότι, δεδομένης της αυστηρής λογοκρισίας στην οποία υπόκειντο τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα, όσοι αντιτίθεντο στις τακτικές Ερντογάν συνήθιζαν να εκφράζονται μέσω των κοινωνικών δικτύων (με το Facebook να έχει στην Τουρκία 37 εκατομμύρια χρήστες και το Twitter 16 εκατομμύρια). Οι δύο προαναφερόμενοι κολοσσοί πάντως δεν έχουν δώσει μέχρι στιγμής κάποια απάντηση ως προς τον ορισμό τοπικού εκπροσώπου τους.

Οι ασκούντες κριτική στον Ερντογάν υποστηρίζουν πως το νέο νομοθετικό πλαίσιο θα αποτελέσει αφορμή για εντονότερη λογοκρισία, σε μια περίοδο που ο Τούρκος πρωθυπουργός δέχεται σφοδρή κριτική, τόσο για τα οικονομικά προβλήματα της χώρας, όσο και για τη διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού. Στον αντίποδα, επιχειρήματα  που ακούστηκαν κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στο Κοινοβούλιο προς υπεράσπιση των προτάσεων ήταν η καταπολέμηση του κυβερνοεγκλήματος και η παρεμπόδιση προσβολών κατά των γυναικών. Σε παρόμοια συλλογιστική, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Ιμπραήμ Καλίν, δήλωσε ότι «το νέο νομοθετικό καθεστώς δεν θα οδηγήσει σε λογοκρισία, αλλά αντιθέτως θα εγκαθιδρύσει εμπορικούς και νομικούς δεσμούς με τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης».

Ωστόσο, οποιαδήποτε προσπάθεια δικαιολόγησης των τακτικών κινήσεων του καθεστώτος  Ερντογάν είναι κάτι περισσότερο από ισχνή, και αυτό το αποδεικνύει μια σωρεία από άλλα αντίστοιχα γεγονότα: σύμφωνα με την «Επιτροπή για Προστασία των Δημοσιογράφων» η Τουρκία συνιστά την χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυλακισμένων δημοσιογράφων (με έξαρση την περίοδο μετά το αποτυχημένο «πραξικόπημα» του 2016) · το 2018 ο Ερντογάν κατόρθωσε να εξουδετερώσει τον όμιλο Ντογάν – που είχε στην κατοχή του τόσο σημαντικά τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα, όσο και την τελευταία ανεξάρτητη εφημερίδα Hurriyet, όλα εκ των οποίων ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση –  επιτυγχάνοντας την πώληση του κολοσσού σε επιχειρηματία του φιλικού του περιβάλλοντος (ο οποίος έφερε το καθένα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας σε φιλοκυβερνητική τροχιά)· ήδη από το 2018, ο τότε Ύπατος αρμοστής του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, Zeid Raad Al Hussein, τόνιζε ότι η Τουρκία επρόκειτο να αναστείλει για έβδομη φορά τις υποχρεώσεις της από το άρθρο 19 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα για την ελευθερία έκφρασης επικαλούμενη κατάσταση ανάγκης, μια πρακτική που όφειλε να λάβει τέλος. Ακόμη, το 2018 απαγορεύτηκε η κυκλοφορία της εγκυκλοπαίδειας Wikipedia, όταν με αφορμή στοιχεία των Wikileaks δημοσίευσε ότι ο γαμπρός του Ερντογάν και νυν υπουργός Οικονομίας ενεπλάκη σε εμπόριο πετρελαίου με τρομοκράτες του ISIS, ενώ έχουν υπάρξει και ποινικές διώξεις σε βάρος ατόμων για δημοσιεύσεις τους σε προσωπικούς λογαριασμούς κοινωνικών δικτύων.

Επομένως, είναι κάτι περισσότερο από προφανές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ακόμη δείγμα απολυταρχικού τρόπου άσκησης εξουσίας που στοχεύει στην επιβολή με κάθε κόστος.

Αν λάβουμε δε υπ’ όψιν μας το ρητό του Δημόκριτου ότι «γνώρισμα της ελευθερίας είναι η παρρησία (ελεύθερη έκφραση γνώμης)», τότε καταλήγουμε για πολλοστή φορά στο συμπέρασμα ότι ο Ερντογάν αδιαφορεί απροκάλυπτα για έναν υγιή τρόπο διακυβέρνησης  και την ευδαιμονία του κοινωνικού συνόλου όντας επικεντρωμένος μόνο στον φόβο απώλειας των εξουσιαστικών του σκήπτρων.

Πηγή εικόνας: enlightngo.org