Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ήταν η πρώτη μου επαφή με τα κείμενα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Ούτως ή άλλως, απροσδιόριστη – χρονικά, και από άποψη επιρροής – είναι η δύναμη που σε έλκει σε συγκεκριμένο Λογοτέχνη. Θυμάμαι, όμως, να καταβροχθίζω βουλιμικά τις συλλογές διηγημάτων του, τη μία μετά την άλλη, από τον «Νοέμβριο» ως τα «Δεδουλευμένα» και τώρα αυτήν εδώ την πιο πρόσφατη.
Ο Σκαμπαρδώνης είναι ίσως ένας από τους ποιοτικότερους εκπροσώπους της μικρής φόρμας στην Ελλάδα. Είναι πρόδηλο πως δεν «έχει ανάγκη» τη δική μου επαλήθευση∙ πιστεύω όμως ακράδαντα πως θα χαιρόταν – μόλο που θα το γνώριζε ήδη – με το γεγονός πως τα γραπτά του βρίσκουν απήχηση και «λένε κάτι» σε ένα νεανικό αναγνωστικό κοινό.
Έχω σχηματίσει ολοκάθαρα στη μνήμη μου τη σαγήνη που μου άσκησαν συγκεκριμένα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη, τα οποία παραδόξως θυμάμαι μέχρι κεραίας. Είναι των αδυνάτων αδύνατο να ξεχάσω κείμενα όπως το «Κάτι αυγά σουπιάς», τη «Χελώνα» με το κούφιο καύκαλο, το «Κούρεμα στον κύριο Παύλο»… Στην πλειοψηφία τους κυριαρχεί μια μελαγχολία γοητευτική, γνήσιο τέκνο ενός διαρκούς πνευματικού προβληματισμού. Ο Σκαμπαρδώνης – εδώ είναι η μαγκιά – βδελύσσεται τις μεταφυσικές ακροβασίες και την επιτηδευμένη πνευματικότητα. Λαχταρά την καλαισθησία, ψαύει τα μεγάλα επίδικα του βίου, χωρίς να ολισθαίνει σε πομπώδη γραφή. Τουναντίον, συνηθέστατα εκκινεί από εκείνα τα απλά ζητήματα της ζωής, τα «ελάσσονα καθημερινά».
Αντιλαμβάνομαι πως πρόκειται για επιλογή συνειδητή∙ οι καθημερινές όψεις του βίου, όπως μια πιλάλα σε συγκεκριμένες οδούς, η φροντίδα στα αδέσποτα, η πολυπλοκότητα των σύγχρονων οικογενειακών σχέσεων κ.α αποκτούν δεσπόζουσα θέση στις αφηγήσεις του, γιατί απλούστατα αντιστρέφει το συμβατικό δυαδικό σχήμα μείζον – έλασσον, ρυμουλκώντας το «καθημερινό» στο πεδίο της υψηλής σημασίας.
Αυτό ουδόλως σημαίνει πως περιορίζεται στον μηρυκασμό μιας λογοτεχνικού τύπου ταπεινολογίας. Οι θέσεις του για τα μεγάλα Ιστορικά και Πολιτικά επίδικα είναι κάτι παραπάνω από σαφείς: Αποστασιοποιείται αναφανδόν από τις εμφυλιακές διαιρέσεις, εμμένοντας στον ψόγο των τραυμάτων και της οδύνης που κυρίευσαν την μετεμφυλιακή Ελλάδα∙ στέκεται με δέος πλην όμως κριτικά απέναντι στις ιστορικές φυσιογνωμίες που καθόρισαν την εξελικτική τροχιά του ελληνικού κράτους.
Συχνά η Πολιτική ως Ιδέα από-νοηματοδοτείται∙ αλλά κυρίως η Πολιτική ως μέθοδος, στο όνομα της οποίας είναι οι άνθρωποι ικανοί να προκαλέσουν μεγάλης κλίμακας δυστυχία και καταστροφές. Στον Σκαμπαρδώνη οφείλουμε την αποθέωση της ανθρώπινης ευαισθησίας – και αδυνατώ να εντοπίσω κάτι πιο προοδευτικό από αυτή τη στάση ζωής.
«Κάπου, πολύ βαθιά μέσα μου, νιώθω πως ύστερα από τόσες δεκαετίες μόνο αυτό – η επιβίωση, η συνέχεια της σουπιάς και το μελάνι της που να τη προστατεύει από τον εχθρό, όπως συχνά και εμάς – ίσως να’ναι η μοναδική πια και διαχρονική αλήθεια με κάποιο πολιτικό νόημα». (Νοέμβριος, 2017)
Πάνω στις ίδιες θεματικές κινείται λίγο – πολύ και το παρόν βιβλίο του με τον χαριτωμένο τίτλο «Προσοχή: εποχιακή διέλευση βατράχων». Μόνο που είναι μοναδικό χάρισμα να επανεφευρίσκει συνεχώς νέους τρόπους για την επικοινωνία των μηνυμάτων του – και να συγκινεί κάθε φορά με την ίδια ένταση τον αναγνώστη. Από τον σπουδαίο δοκιμιογράφο, Λάκη Προγκίδη, στα «μυστήρια του μυθιστορήματος» (εκδ. Εστία), ανιχνεύω την άποψη πως αρκετοί σπουδαίοι εκπρόσωποι της τέχνης διακρίνονται από την ανάγκη αγκίστρωσης σε μια αυθεντία: Δάσκαλος για τον Όμηρο είναι η Μούσα, για τον Δάντη ο Βιργίλιος, για τον Ραμπελαί ο ίδιος ο λαός.
Αν προβάλλαμε αυτή την ιδέα στην περίπτωση του Σκαμπαρδώνη, θα ισχυριζόμασταν το εξής: μοναδική και αέναη πηγή διδασκαλίας, την οποία επιθυμεί να επικαλείται ο Σκαμπαρδώνης, είναι η πανάρχαια και αιώνια εκείνη ομάδα ανθρώπων που εξακολουθούν να συγκινούνται – παρά τις τρικλοποδιές της ζωής, την απροσδιοριστία της τυχαιότητας και την επώδυνη προφάνεια του ντετερμινισμού.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και μπορείτε να το βρείτε πατώντας εδώ.