Της εξωτερικής συνεργάτιδος, Μαρίλειας Καραμπατσώλη:
Πληθώρα αντιδράσεων προκάλεσε η απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, με την οποία αμφισβητήθηκε η υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου (ΔΕΕ). Η αμφιλεγόμενη απόφαση φέρνει σε κόντρα τη Γερμανία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε μια κρίσιμη χρονική περίοδο.
Στις 5 Μαΐου, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο τρόπος λήψης της απόφασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) σχετικά με τη θέσπιση του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων (PSPP=Public Sector Purchase Program ή αλλιώς QE=Quantative Easing)[1] στις δευτερογενείς αγορές, παραβιάζει το γερμανικό Σύνταγμα, αλλά και το ευρωπαϊκό δίκαιο, με δύο επιχειρήματα: Πρώτον, παραβιάζεται η αρχή των δοτών αρμοδιοτήτων, καθώς το πρόγραμμα, ναι μεν, εντάσσεται αδιαμφισβήτητα στην, ορθώς ασκηθείσα από την Ε.Ε., νομισματική πολιτική, αλλά επηρεάζει την οικονομική πολιτική, ένα τομέα ενδιαφέροντος εκτός των αρμοδιοτήτων των ευρωπαϊκών οργάνων. Δεύτερον, τόνισε και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ των ωφελειών και των επιπτώσεων από την εφαρμογή του προγράμματος. Γι’ αυτούς τους λόγους, κατηγόρησε, τόσο το ΔΕΕ, όσο και την ΕΚΤ για ελλιπή εποπτεία και αξιολόγηση επί του προγράμματος και έδωσε μια τρίμηνη προθεσμία στην ΕΚΤ να τεκμηριώσει τους λόγους συμμετοχής της στο πρόγραμμα. Σε διαφορετική περίπτωση, η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας δε θα συμμετέχει πλέον στο PSPP.
Το δικαστήριο, επίσης, αποφάνθηκε ότι δε δεσμεύεται από την απόφαση C- 493/17 Weiss του ΔΕΕ (8/12/2018), κρίνοντας πως εκδόθηκε “ultra vires”, δηλαδή εκτός των ορίων των εξουσιών που παρέχουν οι Ευρωπαϊκές συνθήκες στο ΔΕΕ.[2] Η συγκεκριμένη απόφαση τάχθηκε υπέρ της νομιμότητας του PSPP, που μάλιστα εκδόθηκε, έπειτα από προδικαστική παραπομπή, που είχε υποβάλει το ίδιο το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά παρ’ όλα αυτά, δε συμμορφώθηκε με αυτή, χαρακτηρίζοντάς την «μεθοδολογικά ανυποστήρικτη».
Όπως ήταν αναμενόμενο, μια τέτοια απόφαση προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, σε δήλωσή της, τόνισε ότι, αφενός, η άσκηση νομισματικής πολιτικής ανήκει στις αποκλειστικές αρμοδιότητες της ΕΕ και αφετέρου, ότι τα εθνικά δικαστήρια δεσμεύονται απαρέγκλιτα από την αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δίκαιου και από τις αποφάσεις του ΔΕΕ, το οποίο έχει πάντα τον τελευταίο λόγο εντός του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Δεν απέκλεισε, επίσης, το ενδεχόμενο προσφυγής εναντίον της Γερμανίας. Είναι, όμως, κάτι τέτοιο δυνατό;
Αρχικά, η Κομισιόν μπορεί να κινηθεί νομικά, όχι εναντίον των δικαστών του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου μεμονωμένα, αλλά της Γερμανίας ως κράτους-μέλους. Ωστόσο, αν οδηγηθεί ενώπιον του ΔΕΕ, θα προκύψει το εξής παράλογο: το ίδιο το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου να πρέπει να κρίνει για τη δική του απόφαση, εκδοθείσα το 2018. Το ΔΕΕ, παρ’ όλα αυτά, προβαίνει σε μία «επιθετική» ανακοίνωση, στην οποία, μεταξύ άλλων, επισημαίνει ότι μόνο το ίδιο έχει την αρμοδιότητα να διαπιστώσει την παραβίαση του ευρωπαϊκού δικαίου από ευρωπαϊκό όργανο, όπως είναι η ΕΚΤ και τονίζει το δεσμευτικό χαρακτήρα των προδικαστικών αποφάσεων.
Ποιες είναι οι συνέπειες μίας τέτοιας απόφασης;
Αρχικά, ενδέχεται να αποτελέσει τροχοπέδη ως προς τη συμμετοχή της Γερμανίας σε παρόμοια με το PSPP προγράμματα, αλλά ακόμη και σε αναθεωρήσεις των ευρωπαϊκών συνθηκών. Δεύτερον, δίνει πάτημα σε άλλα κράτη-μέλη (Ουγγαρία, Πολωνία) να αγνοήσουν αποφάσεις του ΔΕΕ. Ο πολωνός πρωθυπουργός Μοραβιέτσκι, έκανε λόγο για τη σημαντικότερη απόφαση στην ιστορία της Ε.Ε, δεδομένου ότι εναντίον της κυβέρνησής του έχουν κατατεθεί ήδη τέσσερις προσφυγές για παραβίαση των συνθηκών.
Και σε αυτό το σημείο προκύπτει το ερώτημα μήπως το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο είναι εκείνο που υπερβαίνει τα όριά του. Είναι αυτό ο τελικός κριτής όλων των αποφάσεων; Το δικαστήριο έρχεται να υποκαταστήσει την ίδια την ΕΚΤ, κρίνοντας ότι το διοικητικό της συμβούλιο δεν έκανε ορθή στάθμιση συμφερόντων και, επιπλέον, προχώρησε στο να διαμορφώσει μία δική του αξιολόγηση, σχετικά με τη λειτουργία και τα πλεονεκτήματα του PSPP.[3] Προκύπτει, επομένως, το ερώτημα αν ένα δικαστήριο δικαιούται να προβαίνει σε τέτοιου είδους κρίσεις σκοπιμότητας ή μήπως έτσι σφετερίζεται τις αρμοδιότητες της εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας.
Η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου ήρθε σε μία, μάλλον, ακατάλληλη στιγμή, καθώς το Βερολίνο ετοιμάζεται να αναλάβει την εκ περιτροπής προεδρεία της ΕΕ την 1η Ιουλίου αυτού του έτους και θα βρεθεί αντιμέτωπο με την οικονομική κατάσταση στη γηραιά ήπειρο, μετά την κρίση της πανδημίας. Σημειωτέον ότι μέχρι στιγμής, η γερμανική κυβέρνηση φαίνεται να κρατά ίσες αποστάσεις, ενώ ο υποψήφιος – και φαβορί – για την καγκελαρία, Φρίντιχ Μερτς, ήταν ο μόνος πολιτικός «πρώτης γραμμής» που υποστήριξε ανοιχτά την απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου.
Αναγκαίο κρίνεται να βρεθεί μία λύση, ώστε να αποφευχθεί η διαμάχη, όπως για παράδειγμα μια τοποθέτηση από την ΕΚΤ, σχετικά με το πρόγραμμα PSPP ή ίσως και από την Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας. Αυτό που μένει να γίνει, είναι να περιμένουμε τις εξελίξεις και τις κινήσεις των ευρωπαϊκών οργάνων, οι οποίες θα έχουν αναπόφευκτες συνέπειες σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
[1] Παρέμβαση Κομισιόν για την απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού δικαστηρίου: Εξετάζεται το ενδεχόμενο κίνησης διαδικασίας επί παράβασει σε βάρος της Γερμανίας, Lawspot
[2] Herr der Vertrage: η απόφαση Weiss του BVerfg
[3] Αμεση ανάλυση: Το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο τελικός κριτής των πάντων;