Σίγουρα όλοι έχουμε δει κάποια από τις ταινιάρες του Οικονομίδη. Ή έστω αποσπάσματα που έχουν γίνει viral. Παραδεχτείτε το, δεν είναι ντροπή (μόνο λίγο). Ποιος δε γνωρίζει το αλησμόνητο πώς τους πετσόκοψες έτσι του Γιαννόπουλου, αλλά και το μαλάκα Τάκη πότε θα φέρεις τα λεφτά; Που και να μη θες να τις θυμάσαι, επαναλαμβάνονται τόσες φορές αυτές οι ατάκες, που σου χαράσσουν ένα κομμάτι της ήδη μικρής και ξεχασιάρας μνήμης σου. 

Τόσο στο Μικρό ψάρι όσο και στη Ψυχή στο στόμα, οι πρωταγωνιστές (Βαγγέλης Μουρίκης και Ερρίκος Λίτσης αντίστοιχα), μετατρέπονται σε σωματικό και ψυχικό παίγνιο των βίτσιων των ανωτέρων τους. Υπομένουν ανθρώπους τοξικούς τόσο στο εργασιακό, όσο και στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Τοξικά αφεντικά, άπιστη σύζυγο, φίλους και συνεργάτες κατακάθια της κοινωνίας, που θα πουλούσαν ακόμα και τη μάνα τους για τα μαύρα λεφτά της παρανομίας. Τους ανέχονται και τους ακούν παθητικά σε τέτοιο βαθμό, που απορείς με την υπομονή τους, αφού και εσύ που απλά παρακολουθείς την ταινία δεν αντέχεις άλλο.

Στο τέλος, όμως, πάντα επέρχεται ενός είδους κάθαρση, αφού ο παθητικός αυτός, μίζερος άνθρωπος, έχοντας φτάσει στο ζενίθ της υπομονής του, παίρνει ένα φονικό όπλο και όποιον πάρει ο χάρος. Το σινεμά αυτού του τύπου δεν έχει καλούς και κακούς ούτε μπορείς να ταυτιστείς με κάποιον. Ακόμα και ο πρωταγωνιστής, που ίσως σε μερικά σημεία να αξίζει τον οίκτο του θεατή, είναι στην καλύτερη περίπτωση χειριστικός εγωιστής (βλ. Σπιρτόκουτο), ή στη χειρότερη ψυχρός εκτελεστής συμβολαίων θανάτου (βλ. Μικρό ψάρι).

Το σκηνοθετικό στυλ του Οικονομίδη είναι με έναν τρόπο τόσο τελματικό, όσο και έντονο. Αν και όλοι οι χαρακτήρες πάντα βρίζουν, φωνάζουν, υστεριάζουν, χτυπιούνται, συνουσιάζονται (αυτό μας μάρανε), ο πρωταγωνιστής είναι πάντα ένας παθητικός δέκτης όλων αυτών των βιαιοτήτων, αλλά και των αδικιών που γίνονται εις βάρος του. Κενά πλάνα, επαναλήψεις των ίδιων εκφράσεων, βρισιές, συναισθηματικά ξεσπάσματα και κυρίως παγωμένα βλέμματα. Ο Οικονομίδης χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως δραματικό εργαλείο. Μέσα από αυτήν επιτυγχάνει την ταπείνωση και τον πλήρη εξευτελισμό του αποδέκτη, καταστρέφοντας το ψυχισμό του και καταλύοντας την εμπιστοσύνη που έχει στον ίδιο του τον εαυτό μια για πάντα.  

Στιγμιότυπο από την ταινία ψυχή στο στόμα

Στιγμιότυπο από Ψυχή στο στόμα (πηγή gfc.gr)

Τι θέλει να μας πει, όμως, ο καλλιτέχνης, σκηνοθετώντας πανομοιότυπες ταινίες, που πάντα ακολουθούν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο;

Η τέχνη αυτού του είδους μας παρουσιάζει αυτόφωτες, διαταραγμένες, υπαρξιακές ταυτότητες, στις οποίες μέχρι σήμερα μπορεί να μη δίναμε σημασία ή ακόμα να πιστεύαμε και ότι δεν υπάρχουν. Ναι, οι ταινίες του Οικονομίδη αντικατοπτρίζουν έναν μικρόκοσμο. Τον μικρόκοσμο του υπόκοσμου και των μαφιόζων και ενίοτε τον μικρόκοσμο μιας ελληνικής οικογένειας που οι περισσότεροι γνωρίζουμε για αυτήν από ένα γειτονικό μας σπίτι, από έναν συμμαθητή μας που περνούσε δύσκολα ή έστω από τις ειδήσεις. Τον μικρόκοσμο ουσιαστικά της κοινωνικής κακοποίησης. Ο τρόπος, όμως, που παρουσιάζει αυτού του είδους τη μειονότητα είναι τόσο ρεαλιστικός, που καταντάει σουρεάλ.

Η σκηνοθεσία του κουράζει και ψυχοπλακώνει. Οι φωνές, οι εμετικές σχεδόν επαναλήψεις και η βωμολοχία, έχουν αντικαταστήσει τη μουσική επένδυση. Οκ, και ο Νονός μαφιόζους παρουσίαζε, αλλά αφήσε πίσω και ένα επικό soundtrack! Εκτός των άλλων, δεν υπάρχει κορύφωση. Κάθαρση ναι, αλλά κορύφωση, σίγουρα όχι!

Ακούς ένα κάρο ασημαντότητες και περιμένεις ότι κάποια στιγμή θα γίνει μια έκρηξη. Εν τέλει, ακόμα και στην τελική σκηνή, το έργο παραμένει πιο φλατ κι από καρδιογράφημα πεθαμένου και αυτό είναι ζωγραφισμένο ακόμη και στο βλέμμα του βασικού πρωταγωνιστή. Κενό βλέμμα που δεν έχει ικανοποιηθεί και δεν έχει λόγο ύπαρξης. Γενικά, και οι τρεις αυτές ταινίες σε αφήνουν με ένα αίσθημα του ανικανοποίητου και με αρνητικά vibes, πολλές φορές ακόμα και με την απορία του τι είδα μόλις τώρα.

στιγμιότυπο από την ταινία μικρό ψάρι

Στιγμιότυπο από Μικρό ψάρι (πηγή groussos.net)

Ωστόσο, οι πρωταγωνιστές σίγουρα αξίζουν κάποια credits, γιατί θέλει πολλά κιλά υποκριτικής ικανότητας, για να ενσαρκώσεις ένα χαρακτήρα σε τόσο μεγάλο βαθμό που να πιστέψεις και εσύ ο ίδιος ότι έχεις παραιτηθεί απ΄ τη ζωή. Και ο Οικονομίδης αξίζει credits, για το ότι είναι ένας σκηνοθέτης που δεν ωραιοποιεί καταστάσεις και μας πετάει την ωμότητα στο πρόσωπο! Σου δίνει ένα κίνητρο ενσυναίσθησης και κατανόησης ενός χαρακτήρα με τον οποίο δε μπορείς να ταυτιστείς και μέχρι εκείνη τη στιγμή να κατανοήσεις ή να δικαιολογήσεις. Είναι ένα σκηνοθετικό στυλ έξω από τα όρια του τετριμμένου και αυτός είναι ένας από τους παράγοντες που οι ταινίες αυτές μας ξενίζουν. Μέχρι εκεί όμως.

Στην ερώτηση, λοιπόν, αν αξίζει να δείτε κάποια απ’ αυτές τις ταινίες, δε θα σας αποθαρρύνω από το να το κάνετε, διότι κάθε μορφή τέχνης έχει κάτι να μας δώσει. Αυτού του είδους ο cult, ελληνικός κινηματογράφος αναγνωρίζει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης κι αυτό είναι σημαντικό επίτευγμα. Ωστόσο, εγώ προσωπικά προτιμώ μια πιο αλληγορική απεικόνιση της μέσης ελληνικής οικογένειας, σαν αυτή του Λάνθιμου στο Κυνόδοντα, ή έναν λιγότερο υπερρεαλιστικό αντικατοπτρισμό της νύχτας, σαν αυτόν του Αλεξίου στο Τετάρτη 04.45.

Πηγή εξωφύλλου: cult24