Μια νέα σειρά έκανε την εμφάνιση της τον Σεπτέμβριο, ξεσηκώνοντας τα πλήθη και απογειώνοντας τα views. Παρ’ όλο που το σενάριο είχε μείνει στο συρτάρι από το 2008, τελικά το 2021 δικαιώθηκε. Μέσα σε λίγες μέρες έγινε η νούμερο 1 σειρά σε όλο τον κόσμο και σε λιγότερο από ένα μήνα όλοι μιλούσαν – και μιλούν ακόμα – γι’ αυτήν. Δεν θα μπορούσα να αναφέρομαι σε καμία άλλη πέρα από το Squid Game.

Γιατί όμως είχε τέτοια απήχηση στο ευρύ κοινό; Η απάντηση βρίσκεται στο ίδιο το περιεχόμενο του σεναρίου και στις βαθύτερες ομοιότητές του με την πραγματική ζωή.

Αρχικά, το φαινόμενο της χρεοκοπίας στη Νότια Κορέα είναι πολύ συχνό κι έτσι πολλές μικρές επιχειρήσεις συναντούν τον «εαυτό τους» στη μικρή οθόνη. Ωστόσο, παγκοσμίως, πολλοί είναι εκείνοι που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καθρεφτίζονται μέσα στους χρεοκοπημένους χαρακτήρες της σειράς.

Εκ πρώτης όψεως, η σειρά δείχνει να συμπονά τους πρωταγωνιστές, δίνοντάς τους μια δεύτερη ευκαιρία… ζωής ή θανάτου. Εκεί είναι που ξεκινούν όλα και αρχίζουν να διαφαίνονται τα όρια του ανθρώπου που έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Τι επιλογές θα κάνει; Πώς θα ιεραρχήσει τις αξίες του; Ως που θα φτάσει η ωμότητά του; Ποια είναι τελικά αυτά τα ζωώδη ένστικτα που όλοι κρύβουμε μέσα μας και πότε αυτά υπερέχουν; Αν ένα μέρος της υπόστασης όλων μας διακατέχεται από ένα yin κι ένα yang, τότε τελικά ποιο από τα δύο κερδίζει;

Με μία πιο προσεκτική ματιά, θα έλεγε κανείς ότι τα μηνύματα που προβάλλονται δεν είναι λίγα. Εξάλλου, κι ο ίδιος ο Hwang Donghyuk, δημιουργός της σειράς, είπε ότι είναι απλά μία «αλληγορία της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας». Οι λίγοι και δυνατοί είναι αυτοί που κινούν τα νήματα κι ο απλός ταπεινός λαός, οι μαριονέτες τους.

Ακόμα κι ενδυματολογικά αν το προσεγγίσουμε, θα προσέξουμε πως οι πρωταγωνιστές φορούν απλά μια κοινή φόρμα με μόνο διακριτικό χαρακτηριστικό τα αναγραφόμενα νούμερά τους, τα οποία είναι κι αυτά που τους προσδίδουν την ταυτότητά τους. Γιατί για τους «ανώτερους» δεν είναι τίποτα άλλο παρά αριθμοί.

Πιο πέρα, θα δούμε τους μασκοφορεμένους διοργανωτές του παιχνιδιού να οπλοφορούν σε κάθε σκηνή και στην κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας, τους καλεσμένους να εμφανίζονται με χρυσές μάσκες που αναπαριστούν ζώα, διατηρώντας την ανωνυμία τους. Η επιλογή των ζωόμορφων μασκών, συνδυαστικά με τις συνήθειες των χαρακτήρων αυτών, δεν είναι τυχαία.

Ο σεναριογράφος, πιθανά χαρτογραφεί εσωτερικά ένστικτα του ανθρώπου και την διαφθορά από την οποία διακατέχονται όσοι έχουν εξουσία στα χέρια τους.

Κάπου μέσα σε όλο αυτό το απάνθρωπο σκηνικό, κι αφού έχουν στερηθεί κάθε μορφής ελευθερίας οι παίκτες, παρουσιάζονται έτοιμοι να σώσουν έστω και την τελευταία μορφή ανθρωπιάς που τους έχει απομείνει, πριν ακόμα αποστραγγιστεί κι αυτή. Εκεί λοιπόν, φαίνεται να δημιουργούνται σχέσεις εμπιστοσύνης και φιλίας.

Κι εκεί ακριβώς πάλι αποδομούνται οι έννοιες αυτές από τους ίδιους τους παίκτες, έχοντας φτάσει σε τέλμα, με μοναδικό σύμμαχο τον εαυτό τους. Μπροστά σε ένα ουτοπικό έπαθλο, θυσιάζουν καθετί που τους κρατά ακόμα ζωντανούς στην ψυχή. Έχουν λοιπόν τόση δύναμη το κέρδος και η νίκη, που φτάνουμε στο σημείο να μην αναγνωρίζουμε τον ίδιο μας τον εαυτό;

Ή την ώρα μηδέν θα θυμηθούμε ποιοι είμαστε και θα σφίξουμε τα χέρια αφήνοντας πίσω τις άσχημες αναμνήσεις;