Στην μακρόχρονη πορεία των θεσμών και της σύγχρονης πολιτικής  διακυβέρνησης έχει παρατηρηθεί μια κάμψη στην πίστη και την αποδοχή του σημερινού μοντέλου διακυβέρνησης και άσκησης εξουσίας, από τους λαούς και τις κοινωνίες.

Με την πάροδο των χρόνων το ρήγμα αυτό άρχισε να βαθαίνει με αποτέλεσμα την εκλογική καχυποψία και την αποστροφή του κόσμου για την εξουσία. Αυτό το φαινόμενο εκδηλώνεται, πέραν της αποχής στις εκλογές, και με την δυσκολία σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης με απόλυτη πλειοψηφία, καθώς το εκλογικό σώμα δεν δίνει εδώ και χρόνια «άνετη» ψήφο εμπιστοσύνης σε μόνο ένα κόμμα.

 Μεγάλες χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία έχουν παράδοση στο σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας (και άρα σταθερών πλειοψηφικών σχημάτων) καθώς ακόμη και σήμερα κυβερνώνται υπό αυτό το καθεστώς. Στα του οίκου μας, η Ελλάδα έχει κι εκείνη ιστορία περί κυβερνήσεων συνεργασίας ή οικουμενικών σχημάτων,  με τελευταία να είναι η κυβέρνηση Τζανετάκη το 1989.

 Μετά την επάνοδο της Δημοκρατίας το 1974 οι κυβερνήσεις σταμάτησαν την συγκρότηση οικουμενικών κυβερνήσεων καθώς δεν συνέτρεχε λόγος σχηματισμού τους , αφού υπήρχε εκλογικό σύστημα που βοηθούσε τον  σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης και επιπλέον υπήρχαν θεσμοί και εξουσίες που πλέον δεν δρούσαν ανεξέλεγκτες όπως στο παρελθόν, όταν οι κυβερνήσεις σχηματίζονταν ή κατέρρεαν κατά το βασιλικό δοκούν.

Οι εκλογές του 2009, με τη μεγάλη νίκη του  ΠΑΣΟΚ με ποσοστό 44% , ήτοι 160 έδρες, και την ήττα  της νέας δημοκρατίας με 33% (91 έδρες), επισκιαστήκαν από την οικονομική κατάρρευση της χώρας η οποία ήταν προ των θυρών.

Η συνέχεια είναι γνωστή σε όλους: για μήνες η χώρα ζούσε τον εφιάλτη της κυβερνητικής παλινωδίας και ασυνεννοησίας.

Αποκορύφωμα της  ιλαροτραγωδίας ήταν το διάγγελμα του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου το 2010 από το Καστελλόριζο που ανακοίνωσε την είσοδο της χώρας στον διεθνή έλεγχο. Σχεδόν ένα χρόνο μετά κι ενώ η χώρα βρισκόταν στην δίνη πολιτικής ανικανότητας, ευρωπαϊκών εκβιασμών περί εξόδου της από το ευρώ, ανεργίας, ύφεσης, του πληθωρισμού και της κοινωνικής αγανάκτησης, ο τότε πρωθυπουργός σε μια κίνηση κατευνασμού των πνευμάτων παραιτείται και ζητά να συγκροτηθεί κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας με άλλο πρωθυπουργό, η οποία έπρεπε να στηριχθεί κι από τα αλλά κόμματα της αντιπολίτευσης (ιδίως της αξιωματικής αντιπολίτευσης που τότε βρισκόταν στα κάγκελα για την εγκληματική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Παπανδρέου και προσωπικά του αρχηγού της Αντώνη Σαμαρά).

Μετά από λίγες μέρες φθηνών εκβιασμών η ΝΔ κι το «χερουβίμ» της γελοιότητας ΛΑΟΣ, στηρίζουν τη νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό έναν τεχνοκράτη άνθρωπο, άξιο μεν, που επιβλήθηκε από ξένα κέντρα δε. Λόγος γίνεται για τον Λουκά Παπαδήμο. Έτσι, ο Γιώργος Παπανδρέου άνοιξε την πόρτα ξανά στις κυβερνήσεις συνεργασίας καθώς κι στην εκ νέου απαξίωση του πολιτικού συστήματος από τους πολίτες.

Η καλώς φαινόμενη κίνηση Παπανδρέου περί δήθεν θυσίας της θέσης του για τη σωτηρία της χώρας και της ενότητας δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ανάγκη δημιουργίας συνενόχων σε μια λανθασμένη πολιτική.  Ένα πολιτικό σωσίβιο, καθώς οι βουλευτές του προχωρούσαν ο ένας μετά τον άλλον σε άρση της εμπιστοσύνης τους προς το πρόσωπο του. Η δήθεν αυτόβουλη  ηρωική έξοδος Παπανδρέου για το καλό της χώρας δεν ήταν κι τόσο αυτόβουλη.

Κάπως έτσι, η κυβέρνηση Παπαδήμου διήρκησε 6 μήνες αντί για 2 χρόνια όπως αρχικώς δήλωναν. Μια κυβέρνηση  εθνικής ενότητας τριών κομμάτων που κατέληξε σε μια απλή κυβέρνηση συνεργασίας – καρικατούρα, των ΠΑΣΟΚ – ΝΔ, μετά την αποχώρηση  Καρατζαφέρη.

Οι διπλές εκλογές του 2012 έδειξαν πως η κοινωνία βρισκόταν ένα βήμα πριν την ανάφλεξη και ο λαός έστειλε μήνυμα πως ζητά υπευθυνότητα, ειλικρίνεια  και σταθερότητα, και πως φυσικά δεν επιβραβεύει κανένα κόμμα δίνοντάς του αυτοδυναμία. Τότε γεννήθηκε η τρικομματική κυβέρνηση Σαμάρα με κεφαλή τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και τη δημοκρατική αριστερά με 179 έδρες. Δυστυχώς, στην επέτειό της η κυβέρνηση Σαμαρά έφτασε πολύ κοντά στο πρόωρο τέλος, μόλις το 2013, με αφορμή το απρόσμενο κλείσιμο της ΕΡΤ, που ήταν απόφαση του Πρωθυπουργού.

Η κίνηση αυτή οδήγησε τον Φώτη Κουβέλη στην έξοδο από την κυβέρνηση καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας, που ήταν ήδη αξιωματική αντιπολίτευση, «έκοβαν» τον πολιτικό αέρα του Σαμαρά. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος που είπε πολλά δύσκολα «ναι» στο όνομα της σωτηρίας της χώρας αρνήθηκε την διαπραγμάτευση για την επαναλειτουργία της ΕΡΤ.

Έτσι, κυβέρνηση Σαμαρά έγινε δικομματική με 162 βουλευτές και μαζί της πέθανε η  πολυπόθητη πολιτική συναίνεση.

Τρίτη και τελευταία μέχρι στιγμής κυβέρνηση συνεργασίας ήταν το διάστημα 2015-2019 με τους Αλέξη Τσίπρα και Πάνο Καμμένο. Ένας ετερόκλητος συνασπισμός που έδειχνε από την αρχή την εικόνα του πόθου της εξουσίας των δυο ανδρών. Το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνηση τους η χώρα έφτασε στο χείλος της εξόδου από το ευρώ, υπέγραψε νέο μνημόνιο 86 δις και φυσικά με την ανοχή και των δυο η χώρα έγινε για άλλη μια φορά ρεζίλι με την τότε πρόεδρο της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία νόμιζε ότι ελέγχει το σώμα της βουλής, τον Πρωθυπουργό, με αποτέλεσμα να άγεται και να φαίρεται όπως ήθελε.

Η δεύτερη θητεία  αυτού του συνασπισμού, μετά από διασπάσεις – αντιφάσεις – κωλοτούμπες, σημαδεύτηκε από την απόπειρα επίλυσης του χρόνιου ζητήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας και του διαχωρισμού κράτους εκκλησίας με πολύ λεπτό και όμορφο και διπλωματικό τρόπο εκ μέρους του Αλέξη Τσίπρα αλλά δυστυχώς ο Πάνος Καμμένος δεν ήταν σε θέση να συμφωνήσει, ασχέτως με  το αν ήθελε ή όχι, καθότι θα έχανε σημαντικό μέρος του ακροατηρίου του.

Δεύτερη κηλίδα ήταν η δια βοής συμφωνία των Πρεσπών που τελικά οδήγησε στην ρήξη των δυο ανδρών, μετέπειτα στην ήττα Τσίπρα στις εκλογές του 2019 και στον πολιτικό αφανισμό του Καμμένου. Λίγο αργότερα είχαμε και την απομάκρυνση του ζόραν Ζαεφ από την θέση του πρωθυπουργού της γείτονος.

Οι εκλογές του 2019 έδωσαν μήνυμα στήριξης στη νέα δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη με 40%  και 158 έδρες, καθώς ήταν ο πρώτος αυτοδύναμος πρωθυπουργός που εκλέγονταν από το 2010. Αυτή η εκλογή σήμανε το οριστικό τέλος της 9 έτους εποχής των μνημονίων, καθώς για πρώτη φορά δόθηκε άνετη αυτοδυναμία σε κόμμα, μετά την κρίση.

Κλείνοντας,  σημαντικό είναι να αναφέρουμε πως πράγματι, όποτε κι αν γίνουν εκλογές, θα στηθούν διπλές κάλπες γιατί η πρώτη αναμέτρηση θα γίνει με την απλή αναλογική που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ και επομένως ο φόβος της πολιτικής αστάθειας είναι μεγάλος, και η δεύτερη με το ενισχυμένο σύστημα που ψήφισε η Νέα Δημοκρατία. Ουδείς μπορεί να κάνει την παραμικρή ασφαλή εκτίμηση καθώς λείπουν δυο δεδομένα από την εξίσωση: πρώτον, ο χρόνος των εκλογών και δεύτερον, ο παράγοντας Νίκος Ανδρουλάκης.

Σίγουρο πάντως είναι πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης πάλεψε για την συναίνεση αν και πολλές φορές ενώ την ζητούσε είχε προηγουμένως εξαπολύσει τα εξαπτέρυγα του ώστε να δυναμιτίσουν το κλίμα. Τελικώς όμως σε πολλά μέτωπα την κέρδισε, αλλά δεν φάνηκε διατεθειμένος να δώσει σπιθαμή εξουσίας σε άλλο κόμμα (πχ νομοθετικές πρωτοβουλίες). Συνεπώς,  οι διπλές εκλογές είναι μονόδρομος. Όσο για την συναίνεση κι την Ενότητα της χώρας, αυτή θα συνεχίσει να περιορίζεται στα λόγια και εντός του πεδίου της βουλής…