Οι Ολυμπιακοί Αγώνες αναμφίβολα αποτελούν το αθλητικό γεγονός με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ανθρώπινη ιστορία. Η προσπάθεια τους να συνδέσουν την αρχαϊκή και κλασική περίοδο με τον σύγχρονο κόσμο και να μεταφέρουν πανανθρώπινες αξίες και ιδεώδη για τον αθλητισμό και την ειρήνη, τους δίνει την διαχρονική ικανότητα να διαμορφώνουν συνειδήσεις και να καλλιεργούν άτυπους θεσμούς.

Το παράδοξο παρεισφρέει όταν αυτός ο κρίσιμος παγκόσμιος θεσμός αποκλείει εκ του καταστατικού του χάρτη τον εαυτό του από την ίδια την κοινωνία, τη λειτουργία της οποίας επηρεάζει τόσο ενεργά. Ο λόγος γίνεται για τη καταστατική τροποποίηση του 1908, η οποία προβλέπει την «πολιτική ουδετερότητα» των αγώνων και την απαγόρευση εκδήλωσης ανάλογων μηνυμάτων.

Η συγκεκριμένη συνθήκη, η οποία απασχολεί την επικαιρότητα κάθε τετραετία, εμφανίστηκε ήδη σε δύο περιπτώσεις στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκυο. Πρωτίστως, όταν η μαύρη λεσβία Ρείβεν Σόντερς αντιμετώπισε το ενδεχόμενο αφαίρεσης του ασημένιου μεταλλίου σφαιροβολίας, επειδή κατά τη διάρκεια της απονομής σχημάτισε με τα χέρια της το «Χ» ως ένδειξη αλληλεγγύης στις απανταχού καταπιεσμένες μειονότητες. Δευτερευόντως, όταν ο Αλγερινός τζουντόκα Φετί Νουρίν αποβλήθηκε από την Παγκόσμια Ομοσπονδία, επειδή αρνήθηκε να αναμετρηθεί με τον Ισραηλινό Τοχάρ Μουτμπούλ ως ένδειξη στήριξης προς τον λαό της Παλαιστίνης. Και τα δύο περιστατικά αντιμετωπίστηκαν από Ολυμπιακή Επιτροπή και Παγκόσμιες Ομοσπονδίες ως «παραβιάσεις της πολιτικής ουδετερότητας και δυσφήμισης του Ολυμπιακού Ιδεώδους».

Εγχρωμη ολυμπιονικης με συμβολικη κινηση

Και το ερώτημα βρίσκεται στο τέλος και είναι ανεξάρτητο από τα φετινά συμβάντα. Τι σημαίνει «πολιτική ουδετερότητα» των αγώνων και ποιο είναι αυτό το «Ολυμπιακό Ιδεώδες» που οριοθετεί την πολιτική έκφραση;

Σε πρώτο επίπεδο, η σύγχρονη ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, όπως είναι φυσικό, έχει «αφήσει στα χαρτιά» την εν λόγω οδηγία. Και είναι φυσικό γιατί η παγκόσμια κοινωνική πραγματικότητα και τα ανθρώπινα αιτήματα δεν γίνεται να διαβρωθούν απλώς και μόνο επειδή μία επιτροπή απαγορεύει σε έναν κοινωνικό θεσμό να είναι «κοινωνικός». Έτσι, χαρακτηριστικά παραδείγματα πολιτικών διαμαρτυριών είναι ο «BlackPower» χαιρετισμός των Αμερικανών ολυμπιονικών Tommie Smith και John Carlos το 1968 σε ένδειξη διαμαρτυρίας απέναντι στον ρατσισμό και τη δολοφονία του Martin  Luther King, καθώς και οι διαμαρτυρίες για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτωνκαι της κατάστασης στο Θιβέτ απέναντι στη διοργάνωση της Κίνας το 2008.

Παράλληλα, χαρακτηριστικό ήταν το back-to-back μποϊκοτάζ των αγώνων της Μόσχας το 1980 και του Los Angeles το 1984, όταν στο πρώτο 60 κράτη συμπεριλαμβανομένων της Αμερικής, της Δυτικής Γερμανίας και της Ιαπωνίας δεν συμμετείχαν ως ένδειξη διαμαρτυρίας στην σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, ενώ στο δεύτερο η ΕΣΣΔ και άλλα 13 σοσιαλιστικά κράτη δεν συμμετείχαν ως ένδειξη διαμαρτυρίας στην… ένδειξη διαμαρτυρίας του 1980.

Εγχρωμοι ολυμπιονικες

Σε δεύτερο επίπεδο, κανείς θα μπορούσε να πει ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν τη καταστροφή του «Ολυμπιακού Ιδεώδους». Αν, όμως, το σημερινό Ολυμπιακό Ιδεώδες έχει τη παραμικρή σχέση με την «πολιτική ουδετερότητα», τότε οι σύγχρονοι αγώνες έχουν χάσει από καιρό την όποια σύνδεση τους με τους αρχαίους αγώνες. Γιατί οι αρχαίοι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούσαν την επιτομή της συνύπαρξης πολιτικής και αθλητισμού. Ακόμα και αν αφαιρέσουμε από την εξίσωση τον πολιτικά φορτισμένο όρο της «εκεχειρίας» ή την συμμετοχή των αθλητών ως εκπροσώπων των πόλεων-κρατών, δηλαδή της πολιτικής οργάνωσης της εποχής, ή και την εργαλειοποίηση των αγώνων για τον σχηματισμό συμμαχιών και επίδειξης δύναμης, η αρχαία μορφή του θεσμού ήταν στενά συνυφασμένη με πράξεις πολιτικής έκφρασης ή ακτιβισμού.

Χαρακτηριστικά, όπως σώζεται στον επιδεικτικό λόγο του Λυσία «Ολυμπιακός», το 338 π.Χ., κατά την 98η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Διονύσιος Α’, τύραννος των Συρακουσών, είχε αποστείλει εντυπωσιακή ολυμπιακή αποστολή, η οποία είχε κερδίσει τις εντυπώσεις. Ο ρήτορας Λυσίας τότε απευθύνθηκε στο κοινό τονώνοντας την εθνική ενότητα των Ελλήνων και διαλαλώντας τους συλλογικούς τους κινδύνους, οι οποίοι ήταν ο Διονύσιος και ο Πέρσης Αρταξέρξης. Έτσι εκτός από πολιτικός εκφραστής της πανελλήνιας ιδέας, αποτέλεσε και ηθικός αυτουργός των λεηλασιών που ακολούθησαν από το πλήθος στις σκηνές της αποστολής του Διονυσίου. Ακόμα, γνωστή είναι και η ανυπακοή της Καλλιπάτειρας στους κανονισμούς της απαγόρευσης εισόδου των γυναικών στους αγώνες.

Έως τώρα είδαμε πως η κοινωνία ιστορικά δεν συμβιβάζεται με την «πολιτική ουδετερότητα» των αγώνων,αλλά ακόμα και να συμβιβαζόταν ουδεμία σχέση θα είχε αυτή η επιλογή με την αφηρημένη έννοια του «Ολυμπιακού Ιδεώδους».

Ωστόσο, το παράδοξο δεν βρίσκεται σε κανένα από τα δύο συμπεράσματα. Το πρόβλημα με την «πολιτική ουδετερότητα» είναι πως ούτε υπήρξε, ούτε υπάρχει, ούτε θα υπάρξει. Το «nopolitica» των Ολυμπιακών Αγώνων είναι απλώς μία πολιτική παγίωση του statusquo. Ο θεσμός των αγώνων διατηρεί την μάχη μεταξύ εθνών-κρατών, την έκθεση της διακρατικής ειρήνης και τη προβολή εταιρειών και χορηγών, καλύπτοντας αυτό το πολιτικό χορό με τον μανδύα της «ουδετερότητας».

Αλλά ακόμα και αν αφαιρούσαμε τα τελευταία χαρακτηριστικά, η «πολιτική ουδετερότητα» εξακολουθεί να είναι αυτοαναιρούμενη έννοια. Οι αθλητές, ακόμα και αν δεν εκπροσωπούσαν μία χώρα ή μία εταιρεία, είναι πολιτικά όντα τα οποία αποκρυσταλλώνουν και στους αγώνες τη κοινωνική πραγματικότητα και τις ανθρώπινες ανάγκες.

Η «πολιτική ουδετερότητα», λοιπόν, δεν λειτουργεί ως μηχανισμός ειρήνευσης των διαφορετικών κοινωνικών αντιλήψεων, αλλά ως μηχανισμός καταστολής όσων αντιτίθενται στις πολιτικές θέσεις που έχει εσωτερικεύσει το καταστατικό της ολυμπιακής επιτροπής. Καταστολή της Καλλιπάτειρας, των Tommie Smith και John Carlos, της Raven Saunders.