Άρθρο της εξωτερικής συνεργάτιδος, Σταυρούλας Παπανδρέου,

Η 15η Μαρτίου έχει καθιερωθεί ως  Παγκόσμια Ημέρα κατά της αστυνομικής βαρβαρότητας , ήδη από το 1997. Παρά το γεγονός ότι η καθιέρωση αυτή έγινε με πρωτοβουλία δύο αναρχικών ομάδων στην Ελβετία, με αφορμή τον ξυλοδαρμό δύο παιδιών 11 και 12 ετών από αστυνομικούς, θα λέγαμε πως βρίσκει σύμφωνους όχι μόνο όσους δηλώνουν αναρχικοί, αλλά και όσους δηλώνουν και είναι βαθιά δημοκράτες με αίσθημα ευθύνης και σεβασμού προς τον συνάνθρωπο συμπολίτη και τα θεμελιώδη δικαιώματά του.

Το τελευταίο διάστημα η δράση της Ελληνικής Αστυνομίας και η αντίδραση σε αυτή , είτε από πλειοψηφικές είτε από μειοψηφικές ομάδες πληθυσμού, έχει  απασχολήσει έντονα την επικαιρότητα. Στα Μ.Μ.Ε κυριαρχούν σχεδόν καθημερινά εικόνες βίας, εικόνες διαρκούς συμπλοκής, εικόνες που έφτασαν σε σημείο πριν από μέρες να θυμίζουν εμφύλιο και να δημιουργούν ένα κλίμα πολέμου «πάντων κατά πάντων»

Στο σημείο αυτό ωστόσο θα πρέπει να τονιστεί πως η ύπαρξη, η δράση και το έργο της ΕΛ.ΑΣ είναι αναμφιβόλως αναγκαία, όταν όμως πραγματοποιούνται με σκοπό τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του πολίτη. Αυτή ακριβώς είναι και η κύρια αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας, η κατοχύρωση δηλαδή και η διατήρηση της Δημόσιας Τάξης. Τα μέλη της ΕΛ.ΑΣ τόσο ως ένστολοι όσο και ως απλοί πολίτες, έχουν και οι ίδιοι συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, αλλά και δικαιώματα που ορίζονται από ειδικούς νόμους και προκύπτουν από μόνη την ιδιότητά τους αυτή.

Έχουν όμως και σημαντικές υποχρεώσεις, τις οποίες αν και όταν δεν τηρούν, τότε εύκολα μετατρέπονται από φύλακες και προστάτες του πολίτη, σε χειρότερους εχθρούς του.

Ομάδα των αστυνομικών μπροστά από μέγαρο

Μεταξύ των καθηκόντων τους είναι και η υποχρέωση νομιμοφροσύνης, δηλαδή το χρέος τους να τηρούν το Σύνταγμα σεβόμενοι το πολίτευμα υπηρετώντας τη Δημοκρατία. Ακόμη έχουν την υποχρέωση τήρησης αρχής της νομιμότητας , και κυρίως υποχρέωση τήρησης προσήκουσας συμπεριφοράς εντός και εκτός υπηρεσίας, καθώς και υποχρέωση αποφυγής κατάχρησης της εξουσίας που τους δίνεται, και γενικότερα αλλά και ειδικότερα επί ασκήσεως νόμιμης βίας.

Πολλές από τις άνωθεν προαναφερθείσες υποχρεώσεις φαίνεται πως δεν έχουν εκπληρώσει ορισμένα μέλη της ΕΛ.ΑΣ το τελευταίο διάστημα , με αποκορύφωμα τον ξυλοδαρμό 29χρονου άνδρα στη Νέα Σμύρνη από αστυνομικό, ο οποίος έχει ήδη τεθεί σε διαθεσιμότητα. Οι παρόντες στο περιστατικό αστυνομικοί υποστήριξαν πως δέχθηκαν επίθεση από 50 άτομα , μεταξύ των οποίων και ο 29χρονος. Γιατί ωστόσο άσκησαν  βία στον νεαρό άνδρα και δεν αρκέστηκαν απλώς στην ακινητοποίηση του οδηγώντας τον στον Τμήμα για επίθεση και αντίσταση κατά της αρχής; Γιατί όταν ο 29χρονος διερωτήθηκε τον λόγο που τον χτυπούν δεν έλαβε απάντηση; Γιατί όταν ξεστόμισε «ΠΟΝΑΩ» , ο αστυνομικός δε σταμάτησε; Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα που μας απασχολούν πάνω στο συγκεκριμένο περιστατικό. Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη , πάντως, κ. Χρυσοχοΐδης , τοποθετήθηκε μετά το συμβάν, λέγοντας πως «Η αστυνομική βία δε δικαιολογείται. Σε αυτό είμαστε απόλυτοι. Σύντομα θα ολοκληρωθεί η έρευνα».

Ως αντίδραση, τώρα, στη δράση του αστυνομικού κατά του 29χρονου, ήρθε η βάναυση , επιεικώς απάνθρωπη και αδιαμφισβήτητα καταδικαστέα επίθεση 20 κουκουλοφόρων σε βάρος 27χρονου ένστολου εν ώρα υπηρεσίας, τον οποίο χτυπούσαν επί 2,5 λεπτά μανιωδώς στο κεφάλι , αφήνοντάς τον αιμόφυρτο στο έδαφος , ένα βήμα πριν το θάνατο. Τη μία ημέρα στεκόμασταν δίπλα στον απλό πολίτη και την επόμενη στον άτυχο αστυνομικό , εκφράζοντας την αμείωτη συμπαράστασή μας. Γιατί πάντα είμαστε και έχουμε χρέος να είμαστε με το δίκαιο.

Γιατί απόψεις όπως αυτή που υποστηρίζει την τακτική «οφθαλμός αντί οφθαλμού» και πως η λύση είναι η εκδίκηση και ο εκφοβισμός , φαλκιδεύουν τη Δημοκρατία και βρίσκονται εκτός του νομικού μας πολιτισμού.

Μέλη της ομάδας ΔΙΑΣ

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει μια αναπόφευκτη αναφορά, μία αναγκαία σύγκριση από την οποία θα γεννηθούν περαιτέρω ερωτήματα. Ενώ μετά τον ξυλοδαρμό του 29χρονου πολίτη η κυβέρνηση αρκέστηκε στη σχετική δήλωση του Υπουργού, τον ξυλοδαρμό σε βάρος του αστυνομικού ακολούθησε διάγγελμα του Πρωθυπουργού, στο οποίο μεταξύ άλλων έκανε δηλώσεις για « θλιβερές εικόνες βίας», αναφερόμενος μόνο στον ξυλοδαρμό του άτυχου αστυνομικού. Απευθύνθηκε γενικά και αφηρημένα στους νέους λέγοντας πως είναι προορισμένοι να δημιουργούν και όχι να καταστρέφουν , άρα υπονοώντας πως τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας προέρχονται από τη νεολαία, η οποία δρα και αντιδρά. Μίλησε για ενότητα τη στιγμή που άστοχα διαγγέλματα διχασμού εν μέσω βαθιάς κοινωνικοπολιτικής κρίσης , το μόνο που καταφέρνουν είναι να ενισχύουν την ήδη υπάρχουσα πόλωση. Τα ερωτήματα λοιπόν που προκύπτουν ευθύς αμέσως είναι:

  • Γιατί ο πρωθυπουργός δεν τοποθετήθηκε τη στιγμή που ξυλοκοπήθηκε από αστυνομικό ο 29χρονος στη Νέα Σμύρνη;
  • Γιατί δεν έκανε διάγγελμα όταν ο Κωνσταντίνος Παναγιώτου , διδακτορικός φοιτητής του ΑΠΘ , πηγαίνοντας στο Πανεπιστήμιο του για την ερευνητική του δουλειά , ξυλοκοπήθηκε αναίτια από αστυνομικούς της ομάδας ΔΙΑΣ;
  • Γιατί εν πάση περιπτώσει όταν έκανε το εν λόγω διάγγελμα «κούνησε το δάχτυλο» μονάχα στους νέους και δεν προέβη σε παράλληλη σύσταση υπεύθυνων μελών της ΕΛ.ΑΣ;

Και ενώ τέτοια και άλλα παρόμοια ερωτήματα μας απασχολούν και μας γεμίζουν ανασφάλεια πλέον για την κάθε ημέρα που ξημερώνει στην ελληνική κοινωνία, έχουμε να περιμένουμε και κατά το 2ο δεκαπενθήμερο του Απριλίου την εγκατάσταση των Ομάδων Προστασίας των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων(ΟΠΠΙ), σε μερικά από αυτά.

Είναι αλήθεια πώς η μόνιμη παρουσία αστυνομίας στα πανεπιστήμια είναι πρωτοφανής , όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα που ούτε κατά την περίοδο της επταετίας ’67-’74 δεν υπήρξε τέτοια νομοθετική ρύθμιση , αλλά και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα , καθώς σε κανένα πανεπιστήμιο του εξωτερικού δεν υπάρχει μόνιμη «πανεπιστημιακή αστυνομία».

Μέλη επιτήρηση διαδηλώσεων

Όσοι, τώρα, υποστηρίζουν τη ρύθμιση αυτή προβάλλουν το επιχείρημα της αναγκαιότητας φύλαξης των πανεπιστημίων λόγω του αυξημένου πια κινδύνου εξ αιτίας ελλειπούς ασφάλειας. Πράγματι…. Τα ελληνικά πανεπιστήμια στερούνται ασφάλειας, μιας και σε αυτά υπάρχει η δυνατότητα να εισέρχεται όποιος θέλει, χωρίς να του ζητείται απόδειξη της ακαδημαικής του ταυτότητας. Πράγματι, πρυτάνεις έχουν ουκ ολίγες φορές δεχτεί επιθέσεις. Στο σημείο  αυτό  όμως πρέπει να τονισθούν τα εξής: Πρώτον και κύριον, τέτοια περιστατικά βίας είναι μεμονωμένα, αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Δεύτερον, τα περιστατικά βίας δεν προέρχονται από έγκυρους φοιτητές, οι οποιοι με το νέο νομοσχεδιο θα παρακολουθούνται με κάμερες και θα περιτριγυρίζονται από αστυνομικούς, αλλα από εξωπανεπιστημιακά, αναρχικά στοιχεία.

Το αν η μόνιμη πανεπιστημιακή αστυνομία θα φέρει μακροπρόθεσμα τα επιθυμητά αποτέλεσμα είναι απορίας άξιο και όλοι ελπίζουμε σε μια θετική εξέλιξη. Το σίγουρο είναι ότι η νομοθετική αυτή ρύθμιση, ως νέα ιδέα και κυρίως δεδομένων των συνθηκών θα αντιμετωπίσει εν αρχή προβλήματα εφαρμοσιμότητας στην πράξη. ‘Ισως θα έπρεπε να επανεξεταστεί με περισσότερη ψυχραιμία και διαύγεια από ποιους τελικά κινδυνεύει το Πανεπιστήμιο. Γιατί ίσως με τέτοιες νομοθετικές ρυθμισεις, στην προσπάθειά μας να το διαφυλάξουμε, ίσως οδηγηθούμε στην υποτίμηση του ως «UNIVERSITAS» όπως έλεγαν και οι Λατίνοι, δηλαδή ως χώρου που δηλώνει τον κόσμο, το σύμπαν. Έναν κόσμο που η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και η ελεύθερη διακίνηση ιδεων, θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένες εξ ορισμού. Έναν κόσμο που ίσως η ελληνική κοινωνία δεν είναι ακόμη έτοιμη να συγχρωτίσει φοιτητές πάσης ιδεολογικής φύσεως και μόνιμους ειδικούς φρουρούς.

Πράγματι, τα Πανεπιστήμιά μας καθώς και η κοινωνία μας έχουν ανάγκη από ασφάλεια, έχουν ανάγκη από πρόοδο, όχι όμως από πρόχειρες λύσεις που αντί να επιλύουν το πρόβλημα, το παραγκωνίζουν και το διογκώνουν.