Οικογενειοκρατία: για άλλους συνιστά κοινωνική παθογένεια, για άλλους κοινό μυστικό. Συνήθως αμφότεροι εκφράζουν την ακλόνητη πεποίθηση ότι πρόκειται για μια καλά ριζωμένη κατάσταση που δύσκολα θα αλλάξει.
Ως οικογενειοκρατία στον πολιτικό χώρο ορίζεται η εναλλαγή στην εξουσία των μελών ορισμένων οικογενειών. Η εναλλαγή αυτή καλύπτει είτε την άμεση διαδοχή ενός ατόμου από συγγενικό του πρόσωπο, το οποίο αναλαμβάνει τον ίδιο βαθμό αξιώματος (οικογενειοκρατία με τη στενή έννοια) είτε οποιοδήποτε σχετική με την εξουσία θέση στο διάστημα που ακολουθεί την απόσυρση ενός ατόμου από την πολιτική σκηνή (οικογενειοκρατία υπό την ευρεία έννοια). Οι «διάδοχοι» μπορεί να είναι για παράδειγμα τα παιδιά, τα αδέρφια, τα εγγόνια ή τα ανίψια, ακόμη και οι σύζυγοι του απερχόμενου πολιτικού προσώπου.
Σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε το 2019 από το Vouliwatch η συχνότερη συγγένεια στην Ελλάδα είναι αυτή του πατέρα-γιου. Στην πάροδο των χρόνων μάλιστα, κυριαρχούν επώνυμα όπως οι Παπανδρέου, Μητσοτάκης, Καραμανλής. Το υψηλότερο ποσοστό συγγενών σε ελληνική Βουλή υπήρξε στη Βουλή του 1974, όπου ο αριθμός συγγενών εντός του Κοινοβουλίου άγγιξε τους 80 από τις 300 έδρες. Σήμερα δε, αντίστοιχα παραδείγματα συγγένειας δεν σπανίζουν στις δυνάμεις όποιας μεριάς του πολιτικού φάσματος.
Τα κίνητρα για το φαινόμενο της οικογενειοκρατίας είναι πολλά και δυστυχώς, δεν περιορίζονται μόνο στους αγαθούς σκοπούς. Για παράδειγμα, ένα παιδί που ανατρέφεται εντός μιας «πολιτικής οικογένειας» έχει την ευκαιρία σε περισσότερες προσλαμβάνουσες σχετικές με το αντικείμενο ή τουλάχιστον αισθάνεται περισσότερο εξοικειωμένο με το πολιτικό γίγνεσθαι. Έρευνα που διενεργήθηκε άλλωστε το 2012 κατέδειξε ότι τα παιδιά που οι γονείς τους είχαν ασκήσει πολιτική εμφάνιζαν 10% περισσότερη πιθανότητα να εντάξουν την πολιτική καριέρα στα μελλοντικά τους σχέδια.
Επίσης, το υπάρχον πολιτικό οικογενειακό περιβάλλον δημιουργεί στους εκκολαπτόμενους συγγενείς-πολιτικούς μία ζώνη ασφαλείας, που παρέχει χρήσιμα εφόδια όπως η επωνυμία, και η σύνδεση του ονόματος με την εμπειρία στην συνείδηση της κοινής γνώμης αλλά και οι οικονομικοί πόροι.
Δυστυχώς όμως, συνηθισμένα είναι και τα λάθος κίνητρα, όπως η προσκόλληση στην εξουσία και η συνειδητοποίηση ότι τα οικονομικά οφέλη όταν κάποιος βρίσκεται εντός πολιτικής είναι περισσότερα από την εκτός πολιτικής δράση του.
Προφανώς, το φαινόμενο της οικογενειοκρατίας δεν είναι άμοιρο συνεπειών. Πολλοί το ταυτίζουν με πολιτική στασιμότητα, η οποία δεν έχει θετικό αντίκτυπο σε μία δημοκρατική κοινωνία που οφείλει να εξελίσσεται.
Και αυτό γιατί, θεωρείται ότι στο πλαίσιο «συνέχισης» των οικογενειακών αρχών, ο νέος πολιτικός που διαδέχτηκε τον συγγενή του, δεσμεύεται πολλές φορές άτυπα από τις αρχές που χάραξε ο προηγούμενος, με αποτέλεσμα να υστερεί σε ελευθερία κινήσεων. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν είναι απόλυτο, αφού τα πρότυπα δεν είναι μόνο για να τα αποδεχόμαστε, αλλά και για να τα απορρίπτουμε ή να τα προσαρμόζουμε στα μέτρα μας.
Το χειρότερο ωστόσο, είναι το ζήτημα του αν κατέχουν τις πολιτικές θέσεις, δηλαδή τις θέσεις λήψης αποφάσεων, τα κατάλληλα πρόσωπα. Πράγματι με την οικογενειοκρατία, ελλοχεύει ο κίνδυνος λιγότερο ικανά άτομα να προωθούνται απλά και μόνο λόγο του ονόματός τους σε βάρος πολλές φορές ανθρώπων με ικανότητες και αρχές που έχουν να προσφέρουν στον τόπο τους. Εντοπίζεται με άλλα λόγια συχνά-αλλά όχι πάντα- η ασυμβατότητα θα λέγαμε της οικογενειοκρατίας με την αξιοκρατία.
Από την άλλη πλευρά, αρκετοί ταυτίζουν την μακρά οικογενειακή παράδοση με την πολιτική εμπειρία και τη μεταφορά πολύτιμης γνώσης από γενιά σε γενιά. Επιπλέον, στα παλαιότερα χρόνια υπήρχε η πεποίθηση ότι η οικογενειοκρατία-παρά τα όποια αρνητικά της- ερχόταν ως αντιστάθμισμα στην υποεκπροσώπηση ορισμένων κοινωνικών ομάδων στην πολιτική, με κυριότερη αυτή των γυναικών. Με άλλα λόγια, έχει υποστηριχθεί ότι μέσω της διαδοχής οικογενειακών τους προσώπων, δόθηκε η δυνατότητα σε γυναίκες πολιτικούς να συμμετάσχουν στην ανδροκρατούμενη παραδοσιακά πολιτική αρένα.
Ανεξάρτητα από την αξιολογική φόρτιση της οικογενειοκρατίας το βασικό κριτήριο για την κατοχή μιας πολιτικής θέσης οφείλει- χάριν της ίδιας της Δημοκρατίας– να είναι η ικανότητα, το πολιτικό ήθος και το οξύ πολιτικό αισθητήριο του ατόμου. Αν πληρούνται τα συγκεκριμένα προαπαιτούμενα, οποιαδήποτε αναφορά στην οικογενειακή προέλευση ή τα συγγενικά πρόσωπα παρέλκει. Τουναντίον, η τοποθέτηση των ακατάλληλων ανθρώπων σε κομβικές θέσεις λόγω οικογενειακών διασυνδέσεων είναι τόσο επικίνδυνη όσο και ολέθρια.
Στοιχεία ερευνών:
- To φαινόμενο της «οικογενειοκρατίας» στη Βουλή από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα | vouliwatch
- Lawless, J.L. (2012). Becoming a Candidate: political Ambition and the Decision to Run for Office. Cambridge, MA:
Cambridge University Press.
Πηγή εικόνας κειμένου: alaskahighwaysnews.ca