Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Ιδομενέα Μόκκα
Τα τρέχοντα τεκταινόμενα επί ουκρανικού εδάφους ουδόλως έχουν πάψει να καθηλώνουν την κοινή οικουμενική αίσθηση. Η επανειλημμένη ανταλλαγή πυρών στα πολεμικά μέτωπα που άλλοτε αποτελούσαν ζωηρές κοινότητες, σε συνδυασμό με τις σκληρές εικόνες που αναπαριστούν τις συνθήκες διαβίωσης του άμαχου πληθυσμού και των προσφυγικών ρευμάτων δεν παρουσιάζουν μέχρι στιγμής κάμψη. Ακόμη, αισθητά περιθώρια κατευνασμού δεν φαίνεται να έχουν σχηματιστεί από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών.
Αντιθέτως, τον ουκρανικό ουρανό αρχίζει απειλητικά να επισκιάζει ο φόβος κλιμάκωσης της σύγκρουσης δια της χρήσης πυρηνικών όπλων, τα οποία έχει θέσει σε επιφυλακή ο Ρώσος Πρόεδρος σύμφωνα με δηλώσεις του.
Η πολιτική της Ρωσίας περί χρήσης πυρηνικών όπλων, περιγράφεται σε επίσημα διατάγματα και έγγραφα με κυρίοτερο το «Θεμελιώδεις Αρχές της Πολιτικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας περί Πυρηνικής Αποτροπής» που υπεγράφη τον Ιούλιο του 2020. Κατ’ ακολουθία του, η Ρωσία διατηρεί το δικαίωμα να προβεί σε χρήση ως απάντηση σε πυρηνική επίθεση εναντίον της ή συμμάχων της, καθώς και στη περίπτωση επιθετικής ενέργειας κατά αυτής με τη χρήση συμβατικών όπλων, εάν διαπιστωθεί ότι διακυβεύεται η κρατική της υπόσταση. Αναλογιζόμενοι το διάγγελμα του Ρώσου προέδρου την ημέρα της εισβολής, θυμάται κανείς ότι προέβαλε ως εφαλτήριο της τελευταίας μεταξύ άλλων το εχθρικό και απειλητικό για την εθνική της κυριαρχία περιβάλλον που είχε διαμορφωθεί στα όμορα εδάφη από τις δυτικές δυνάμεις – πεποίθηση που παραπέμπει σε απερίσκεπτο αλυτρωτισμό, επιθετικά διακείμενο όπως αποδεικνύεται.
Δεν πρόκειται πάντως για την πρώτη φορά που ο Βλ. Πούτιν καταχράζεται το πυρηνικό φόβητρο. Η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 συνοδεύτηκε από δηλώσεις Ρώσων πολιτικών αξιωματούχων που αναφέρονταν στη θέση σε επιφυλακή των πυρηνικών όπλων. Ένα χρόνο αργότερα, εξαπόλυσε αντίστοιχες απειλές κατά των πολεμικών πλοίων της Δανίας με σκοπό να αποτρέψει την ένταξή της στο πυραυλικό αμυντικό πρόγραμμα του ΝΑΤΟ. Ενόψει των παραπάνω, η πρόσφατη ιστορία υποδεικνύει πως η ρωσική πυρηνική απειλή ουδέποτε κατέληξε σε πραγμάτωση. Η διατήρηση του πυρηνικού ταμπού (παράδοση 77 ετών μη χρήσης πυρηνικών όπλων) συνιστά αυτοσκοπός μέγιστης βαρύτητας, ο οποίος οφείλει να προωθηθεί με κύριους υπέρμαχους τους υπόλοιπους πολιτικούς ηγέτες που θα πρέπει να κατηγορούν ανελλιπώς το απαράδεκτο και ανεύθυνο των πυρηνικών απειλών.
Ως προς το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας, δεδομένα της Ομοσπονδίας των Αμερικανών Επιστημόνων (FAS) το παρουσιάζουν να ανέρχεται στις 5.977 πυρηνικές κεφαλές, από τους οποίες οι 1.500 έχουν αποσυρθεί και πρόκειται να αποσυναρμολογηθούν. Αριθμός που μόνο αμελητέος δεν μπορεί να θεωρηθεί, καθ’ ότι ξεπερνάει τον αντίστοιχο του ΝΑΤΟ (5.943 πυρηνικές κεφαλές μεταξύ των πυρηνικών του δυνάμεων, δηλαδή Η.Π.Α., Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία). To δυστυχές παράδοξο που συντρέχει συνιστά η υπογραφή αμφότερων πλευρών στο «Σύμφωνο για τη μη Διάδοση των πυρηνικών όπλων» (NPT) και τη μακροπρόθεσμη δέσμευσή τους εξ αυτού να εξαλείψουν τα αποθέματά τους.
Χάρτης με τον αριθμό των πυρηνικών κεφαλών παγκοσμίως. Πηγή εικόνας: FAS
Σημειωτέον ότι η Ουκρανία δεν διαθέτει σπιθαμή πυρηνικών όπλων και ούτε υπάρχει επαρκής απόδειξη ότι είχε αποπειραθεί να αποκτήσει, παρά τις αντίθετες κατηγορίες του Πούτιν. Βέβαια, το 1991 ουκρανικό πυρηνικό οπλοστάσιο υπήρχε και μάλιστα αποτελούσε το τρίτο μεγαλύτερο στο κόσμο, καθώς είχε κληρονομήσει 176 στρατηγικούς και περισσότερους από 2.500 τακτικούς πυραύλους. Η επερχόμενη επικύρωση όμως της START1 και της Συνθήκης για τη μη Διάδοση των πυρηνικών όπλων σε συνδυασμό με τις αμερικανικές πιέσεις και τα προνόμια απογύμνωσαν πυρηνικά την Ουκρανία, εξαναγκάζοντας την να τα παραδώσει στη Ρωσία.
Μάλιστα, την ίδια περίοδο (5 Δεκεμβρίου 1994) υπογράφτηκε το Μνημόνιο της Βουδαπέστης μεταξύ τριών μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων (Η.Π.Α, Ρωσία, Μεγάλη Βρετανία) με την Ουκρανία, το Καζακστάν και τη Λευκορωσία. Ως απότοκο των διαπραγματεύσεων υπήρξε η εγγύηση πως οι τρεις πυρηνικές δυνάμεις θα σέβονται την ανεξαρτησία και κυριαρχία των συμβαλλόμενων κρατών, καθώς και η απαγόρευση χρήσης στρατιωτικής βίας ή οικονομικού εξαναγκασμού εις βάρους τους. Προσθέτως, είχε προβλεφθεί ως ασφαλιστική δικλείδα η άμεση δράση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ σε περίπτωση επίθεσης ή ακόμα και απειλής χρήσης πυρηνικών όπλων εναντίον των τριών χωρών.
Φαίνεται πλέον πως οι τρέχουσες εξελίξεις αντιπαρατίθενται προκλητικά και κατάφωρα στις παρεχόμενες διαβεβαιώσεις του 1994. Μόνη της στο έργο περιφρούρησης της εθνικής της υπόστασης, η Ουκρανία έχει αποπειραθεί ανεπιτυχώς τέσσερις φορές από το 2014 να συγκαλέσει διάσκεψη με τις εγγυήτριες χώρες του Μνημονίου. Η τελευταία της απόπειρα χρονολογείται στις 19 Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια στο Μόναχο, η οποία έλαβε και τη πιο οδυνηρή απάντηση 5 ημέρες αργότερα.
Στιγμιότυπο από την υπογραφή του μνημονίου της Βουδαπέστης. Πηγή εικόνας: Maidan of Foreign Affairs
Προς το παρόν, η στροφή προς τα πυρηνικά όπλα μοιάζει περισσότερο με μια διπλωματική απειλή. Το εάν η απειλή αυτή θα μετουσιωθεί σε αποτρόπαια χρήση τους εξαρτάται από το πώς θα αντιδράσει η Ρωσία σε περίπτωση που βρεθεί με τη πλάτη στον τοίχο. Έκβαση που δεν διαφαίνεται προσωρινά ορατή, αλλά εάν μεταγενέστερα η εξέλιξη των επιχειρήσεων στην Ουκρανία δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα και οι οικονομικές κυρώσεις εντείνουν την πίεση που δέχεται ο ρωσικός λαός, τότε ουδείς μπορεί να αποκλείσει μια αιφνιδιαστική και απεγνωσμένη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων.