Σε μια εποχή που η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια φαίνεται να είναι αναπόσπαστο κομμάτι των επερχόμενων πολιτικών κινήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, η μαζική αυτή μεταβολή του οικονομικού περιβάλλοντος αναμένεται να προκαλέσει ιδιαίτερη αύξηση του πληθωρισμού.
Το τελευταίο διάστημα αναλυτές και οικονομολόγοι αναφέρονται στα ανησυχητικά στοιχεία που δίνουν οι έρευνες σχετικά με την επικίνδυνη επιτάχυνση του πληθωρισμού, ως άμεσο επόμενο της απότομης μετάβασης ενέργειας στις ΑΠΕ, κάτι το οποίο υποστηρίζει και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Συγκεκριμένα η Υπεύθυνη για την λειτουργία των αγορών Isabel Schnabel αναφέρει «σε ένα περιβάλλον μεγάλων πλεονασμάτων αποταμίευσης και εν μέσω παρατεταμένων προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα, η πράσινη μετάβαση ενδέχεται να διατηρήσει τον πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα για περισσότερο από όσο είχαμε εκτιμήσει».
Μετά το διετές κύμα της πανδημίας, συλλογικά η ΕΕ έχει θέσει προτεραιότητες, οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση με μια αναμενόμενη αύξηση του πληθωρισμού, όταν η πλειοψηφία των οικονομιών των κρατών μελών δεν έχει συνέλθει από το σοκ της κατάρρευσης εσωτερικών δημόσιων συστημάτων και πολιτικών. Είναι απαραίτητο να αναφερθεί πως στην οικονομία της αγοράς, οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών μπορούν σε κάθε περίπτωση να μεταβληθούν είτε με άνοδο είτε με κάθοδο αντίστοιχα. Στην περίπτωση των ενεργειακών αγαθών όμως, η μεταβολή θα προκαλέσει μια βίαιη γενικευμένη αύξηση, με αποτέλεσμα την δυσλειτουργία των οικονομιών στην φάση που βρίσκονται οι κυβερνήσεις, καθώς και την υποτίμηση της αξίας του νομίσματος.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι υποχρεωμένη μετά και τα νέα δεδομένα, να αναθεωρήσει τις προβλέψεις της και να κινηθεί σε ανάλογα πλαίσια, λόγω της επιβολής πράσινων πολιτικών και της άμεσης μείωσης των εκπομπών καυσαερίων. Στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με τις τελευταίες αναλύσεις, παρατηρείται επιτάχυνση του δείκτη κατά 5%, κάτι το οποίο αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό στην ιστορία, από την δημιουργία του νομίσματος.
Στο σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνει κατανοητό πως η κατάσταση περιβάλλεται από τεράστια αβεβαιότητα, εφόσον οι τιμές που υφίστανται στις αγορές τους τελευταίους μήνες είναι άμεση απόρροια της πανδημίας, και αποτελούν ένα προσωρινό φαινόμενο. Βέβαια η ιδιαίτερα έντονη αύξηση του φυσικού αερίου και του ρεύματος το τελευταίο εξάμηνο, βασίστηκε σε στην μικρή οικονομική ανάκαμψη κρατών μελών, κάτι όμως που σύμφωνα με τις προβλέψεις δεσμεύεται να μειωθεί και να συνεχίσει η λειτουργία του προγράμματος ελεύθερης πιστωτικής υπέρ χαλάρωσης για τα επόμενα δυο χρόνια, με την αγορά ομολόγων. Όπως ανέφερε η κα. Schnabel «υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι κεντρικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διαφοροποιήσουν τις θέσεις τους από το επικρατούν consensus βάσει του οποίου η πιστωτική πολιτική οφείλει να αγνοεί τις (πρόσκαιρα) υψηλές τιμές ενέργειας προκειμένου να εξασφαλίσει σταθερότητα στις τιμές σε μεσοπρόθεσμη βάση».
Εάν βέβαια οι τιμές του φυσικού αεριού και του ηλεκτρισμού δεν μειωθούν σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο το 2022, χώρες με υψηλό δανεισμό όπως είναι και η Ελλάδα θα έχουν άμεσες αρνητικές επιπτώσεις σε πιθανό τερματισμό του προαναφερθέντος προγράμματος, με αναπόφευκτη αύξηση των επιτοκίων.
Αυτό το οποίο παρατηρείται σε γενικά πλαίσια, είναι πως οι ενεργειακές αυξήσεις κατά βάσει απορρέουν από πολιτικές που έχει υιοθετήσει η ΕΕ σε προηγούμενες περιόδους, σχετικά με την περιβαλλοντική προστασία, πχ. Σύμφωνο του Παρισιού, με αποτέλεσμα την δέσμευση της Ένωσης για αδυναμία μείωσης των ενεργειακών τιμών σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αναμένεται να δοθούν περαιτέρω οδηγίες για την πολιτική οικονομική γραμμή που θα ακολουθήσει η ΕΕ, βάσει των γεωπολιτικών συμφωνιών που την δεσμεύουν.