Πριν λίγες εβδομάδες το ελληνικό κοινοβούλιο ψήφισε ορισμένες διατάξεις υπέρ της εξάλειψης του παράνομου εμπορίου καπνού. Μερικές φορές τόσο απλά και τυπικά νομοθετήματα είναι ικανά να αποτελέσουν δείκτες μέτρησης τόσο της προόδου μας σε σχέση με τα προβλήματα του παρελθόντος, όσο και της εγρήγορσής μας σε σχέση με ζητήματα του παρόντος και του μέλλοντος. Πράγματι, παρά την τεράστια δύναμη των καπνοβιομηχανιών και τους μύθους για την επίδραση των τσιγάρων στο ανθρώπινο σώμα που διατυμπάνιζαν, μία σειρά δικαστικών μαχών ανάμεσα στους κολοσσούς και λίγους τολμηρούς έδωσαν νικητή την ανθρωπότητα συνολικά. Από τότε έως σήμερα, οι έλεγχοι και τα εμπόδια στη γιγαντιαία βιομηχανία ολοένα και αυξάνονται και συλλογικά επενδύουμε στην εξάλειψη όσο το δυνατόν περισσοτέρων κινδύνων. Αυτή, αναμφίβολα, είναι η θετική πτυχή. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι αν υπάρχουν οι σύγχρονοι τολμηροί, για να εμποδίσουν την επέλαση των σύγχρονων κολοσσών ή αν συλλογικά στεκόμαστε κοντόφθαλμοι στη συσσώρευση ισχύος από μια μικρή μερίδα ανθρώπων. Η ζυγαριά στους συσχετισμούς του 21ου αιώνα γέρνει προς τις FAANGS, τους ψηφιακούς κολοσσούς (Facebook, Amazon, Apple, Netflix, Google, Spotify αλλά και άλλες όπως Microsoft κ.λπ.).
Αρχικά, ας στοιχειοθετήσουμε τα πρακτικά ζητήματα γύρω από τη διαχείριση των παντοδύναμων κολοσσών. Η γενική πρακτική των πολυεθνικών επιχειρήσεων όσον αφορά την αποφυγή των φορολογικών τους υποχρεώσεων είναι γνωστή. Έστω ότι έχουμε την επιχείρηση Χ να δραστηριοποιείται στη χώρα μας με έσοδα 500 εκατομμύρια ευρώ και έξοδα 200 εκατομμύρια ευρώ. Βάσει του φορολογικού κώδικα, τα κέρδη της πρέπει να φορολογηθούν, όπως γίνεται με οποιαδήποτε εγχώρια επιχείρηση. Ωστόσο, το καίριο χαρακτηριστικό της πολυεθνικής Χ είναι πως η δραστηριότητά της πραγματοποιείται μέσω της θυγατρικής της στη χώρα, επομένως τα κέρδη της θυγατρικής είναι αυτά που υπόκεινται σε φορολόγηση. Το αντίστοιχο «λαθρεμπόριο» της εισαγωγικής περίπτωσης των τσιγάρων κρύβεται σε αυτό το χαρακτηριστικό της. Η θυγατρική Χ από τα 300 εκατομμύρια κέρδη της μεταβιβάζει με τυπικά νόμιμο τρόπο π.χ. τα 250 εκατομμύρια στην έδρα της μητρικής Χ (συνήθως κάποιον φορολογικό παράδεισο) μέσω πραγματικών ή εικονικών τιμολογίων και άλλων μεθόδων επαναπατρισμού κερδών, αφήνοντας να φορολογηθούν μόλις τα 50 εκατομμύρια εντός της χώρας. Η διαδικασία αυτή γιγαντώνεται, όταν εφαρμόζεται από ψηφιακούς κολοσσούς, μια και η μη φυσική παρουσία στις χώρες δραστηριοποίησής τους κάνει τον επαναπατρισμό ακόμα ευκολότερο. Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναγνωρίσει το εν λόγω φορολογικό κενό, τονίζοντας πως, ενώ μια τυπική επιχείρηση πληρώνει το 23% των κερδών της σε φόρους, μια ψηφιακή πληρώνει μόλις το 8%.
Με μια ακόμη αναφορά στην εισαγωγική περίπτωση των τσιγάρων, φαίνεται πως το μέχρι αυτό το σημείο σκέλος της συζήτησης εστιάζει σε μία ιδιαίτερη μορφή «λαθρεμπορίας». Οι ψηφιακές επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται ένα κενό και εμείς πρέπει να βρούμε τρόπους αντιμετώπισης αυτής της κατάχρησης. Ωστόσο, όπως το ζήτημα των καπνοβιομηχανιών ξεπερνά την απλά παράνομη διανομή τσιγάρων και ασχολείται με θέματα υγείας και ευζωίας, έτσι και το ζήτημα των ψηφιακών κολοσσών ξεπερνά την απλή φοροδιαφυγή. Συγκεκριμένα, αναδεικνύει τις πτυχές ενός βαθύτερου ζητήματος: πώς το συλλογικό κεφάλαιο μετατρέπεται σε ιδιωτικό κέρδος;
Αναλυτικότερα, μια τυπική επιχείρηση ακολουθεί μια θεωρητικά συγκεκριμένη διαδικασία. Κατέχει κεφάλαιο σε μορφή μηχανημάτων, εργαλείων και άλλων μέσων και μισθώνοντας εργασία παράγει ένα προϊόν. Στη συνέχεια, το διαθέτει στην αγορά, με στόχο, πουλώντας το, να αποκομίσει τα έσοδα, τα οποία, αφού αποζημιώσουν τους συντελεστές εργασία και κεφάλαιο, θα της αφήσουν κέρδη. Από εκείνο το σημείο οι ιδεολογικές μας διαμάχες στρέφονται γύρω από το εάν είναι δίκαιη η ιδιωτική κατοχή του κεφαλαίου, η οποία χαρίζει στην επιχείρηση τα εν λόγω κέρδη. Στις σύγχρονες οικονομίες η πάλη γύρω από τη – δίκαιη ή μη – ύπαρξη κερδών έχει οδηγήσει σε έναν συμβιβασμό, το προοδευτικό σύστημα φορολόγησης. Με τη χρήση αυτού, το κράτος χρηματοδοτεί τις κοινωνικές του δαπάνες και βάσει αυτού, στην ουσία, κάναμε και τη συζήτηση της φοροδιαφυγής παραπάνω.
Εντούτοις, όσον αφορά τις διαδικτυακές επιχειρήσεις, το ζήτημα ξεπερνά αυτή την πάλη των ιδεών γύρω από το πλαίσιο λειτουργίας των τυπικών επιχειρήσεων, διότι απλούστατα – οι ψηφιακοί κολοσσοί δεν είναι τυπικές επιχειρήσεις. Ενώ, φαινομενικά, εμείς είμαστε πελάτες της Google και της Facebook, καταναλώνοντας τις ψηφιακές τους υπηρεσίες, στην πραγματικότητα δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από μια μορφή κεφαλαίου στη δική τους υπηρεσία, τη μορφή των ψηφιακών μας δεδομένων. Σε όρους της θεωρητικής διαδικασίας παραγωγής που περιγράψαμε παραπάνω, οι υπάλληλοι της Google ως εργαζόμενοι και εμείς, οι χρήστες της πλατφόρμας, ως κεφάλαιο, σχηματίζουμε το προϊόν της Google, το οποίο δεν είναι άλλο από υπηρεσίες που προσφέρονται για διαφημιστικούς σκοπούς. Στην ουσία, οι διαφημιστές αγοράζουν τις υπηρεσίες της Google, παράγοντας έσοδα με τα οποία η εταιρεία αποζημιώνει τους εργαζομένους της και αποκομίζει κέρδη. Ποιος λείπει από τη μοιρασιά; Το κεφάλαιο, δηλαδή εμείς. Επομένως, πέρα από όποιες ιδεολογικές διαφορές περί των ιδιωτικών μέσων παραγωγής ή συζητήσεων «λαθρεμπορικής» φοροδιαφυγής, βρισκόμαστε μπροστά από μια άδικη διανομή των κερδών, όποια οικονομική θεωρία και αν ακολουθήσουμε.
Υπό αυτό το πρίσμα, το στοίχημα της γενιάς μας είναι να πολεμήσουμε τη πηγή αυτού του μύθου. Όπως οι καπνοβιομηχανίες για χρόνια λειτουργούσαν στο πέπλο των αβλαβών τσιγάρων, έτσι οι σύγχρονοι ψηφιακοί κολοσσοί δραστηριοποιούνται κάτω από τον μύθο της δωρεάν προσφοράς υπηρεσιών. Στη πραγματικότητα, ακόμα και το αφήγημα πως η αποζημίωση του συλλογικού κεφαλαίου, δηλαδή των δεδομένων μας, πραγματοποιείται μέσω της απόλαυσης των δωρεάν υπηρεσιών, πάσχει, όταν αναλογιστούμε ότι το περιεχόμενο το οποίο προσελκύει τη προσοχή μας στις ψηφιακές πλατφόρμες είναι επίσης δημιουργία απλών χρηστών. Η ευκαιρία, λοιπόν, που αναδεικνύεται από τα δις κερδών των ψηφιακών κολοσσών είναι τεράστια. Σκεφτείτε τι υπηρεσίες δύναται να προσφέρει στην ανθρωπότητα η άντληση ακόμα και ενός μικρού ποσοστού από αυτά τα κέρδη, μέσω ενός παγκοσμίου θεσμού ανακύκλωσης αυτών των πλεονασμάτων σε προγράμματα εξάλειψης της φτώχειας και στήριξης πράσινων πολιτικών.
Ρεαλιστικά μιλώντας, βρισκόμαστε μακριά από αυτήν την προοπτική. Ωστόσο, δεν είναι αργά να εφαρμόσουμε ορισμένες πολιτικές, έστω και σε εθνικό επίπεδο. Ήδη αρκετές χώρες της Δύσης, όπως η Αγγλία και η Γαλλία, έχουν νομοθετήσει φορολογία επί των τζίρων των κολοσσών στις οικονομίες τους. Με αυτόν τον τρόπο, φορολογούνται απευθείας τα έσοδα (στο παράδειγμα τα 500 εκατομμύρια), γεγονός που προλαβαίνει τον δημιουργικό επαναπατρισμό του συνόλου των κερδών. Παράλληλα, τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο, η κυβέρνηση της Αυστραλίας καταθέτει ένα νομοσχέδιο τομή, το οποίο επιβάλλει σε Facebook και Google να αποζημιώνουν τους ομίλους του αυστραλιανού τύπου για τα περιεχόμενά τους. Δεδομένων των επιπτώσεων των ψηφιακών κολοσσών στις εκάστοτε εγχώριες πολιτιστικές και δημοσιογραφικές παραγωγές, τα βήματά μας πρέπει να είναι συνεχώς όλο και πιο τολμηρά απέναντι στους πραγματικούς διεθνείς «μπαταχτσήδες».