Ο πτωχευτικός κώδικας σίγουρα δείχνει πολλά παραπάνω για μία κοινωνία από ό,τι η τυπική νομοθέτηση. Στην ουσία αποκρυσταλλώνει αιώνες εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού, όσον αφορά τη σχέση δυνατού και αδυνάτου, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τους ρόλους του πιστωτή και του οφειλέτη αντίστοιχα. Τα πρώτα στάδια αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας των οφειλετών από τις πολιτείες του παρελθόντος περιελάμβαναν σκλαβιά των χρεωμένων, καθώς και μαζικές φυλακές χρέους. Σταδιακά, ωστόσο, κάθε κράτος υιοθετούσε συγκεκριμένες μεθοδολογίες ρύθμισης των οφειλών και πτωχευτικές διαδικασίες, έτσι ώστε το σύστημα εν συνόλω να καθίσταται βιώσιμο με πολίτες ελεύθερους και όχι σκλαβωμένους στα χρέη τους.

Στην εποπτευόμενη Ελλάδα ο νέος πτωχευτικός κώδικας θυμίζει το νόμο του Τσέχωφ, δηλαδή την αρχή σύμφωνα με την οποία ένα όπλο, για παράδειγμα, που εμφανίζεται στη πρώτη πράξη ενός έργου, θα χρησιμοποιηθεί αναπόφευκτα στη τρίτη πράξη. Υπό αυτό το πρίσμα, το νέφος των κοκορομαχιών, το οποίο πλανάται πάνω από την ουσιαστική συζήτηση περί του πτωχευτικού δικαίου, έγκειται στη συνυπευθυνότητα των κοκόρων. Το «όπλο» του πτωχευτικού χρησιμοποιείται σήμερα, στη τρίτη πράξη του θιάσου της μνημονιακής Ελλάδας, επειδή ακριβώς κάποιος το τοποθέτησε στο τραπέζι στη πρώτη πράξη.

Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, το δίπολο των πολιτικών δυνάμεων μετατρέπει το διάλογο γύρω από ένα υψηλής σημασίας ζήτημα σε προσωπική τους υποκριτική διαμάχη, αποσιωπώντας την ουσία του πτωχευτικού νομοσχεδίου. Επομένως, αξίζει να δούμε τόσο τα βασικά σημεία του νόμου που συνθέτει τη νέα τάξη πραγμάτων, όσο και τη προϊστορία του, η οποία προσέφερε πολύτιμα λεπτά στις ομιλίες των πολιτικών προσώπων, τα οποία δεν τόλμησαν να επιχειρηματολογήσουν βάσει της ολότητας του σχεδίου νόμου, παρά αρκέστηκαν σε διαξιφισμούς γύρω από ξεχωριστά γεγονότα του παρελθόντος. Για λόγους συντομίας, ας μείνουμε στην ανάλυση περί των φυσικών προσώπων, για τα οποία υπήρξε μεγάλη η αντιπαράθεση, και όχι των νομικών προσώπων. Φτιάξτε καφέ, έχει πολλά ακόμη.

Όσον αφορά τον χόμο σάπιενς, λοιπόν, το καίριο χαρακτηριστικό του νέου πτωχευτικού κώδικα είναι πως του δίνει τη πτωχευτική ικανότητα. Έως σήμερα, ο πτωχευτικός κώδικας δεν προέβλεπε πτωχευτική ικανότητα σε όλα τα φυσικά πρόσωπα και οι ρυθμίσεις ορίζονταν από ξεχωριστούς νόμους. Από σήμερα οι οφειλέτες υποχρεούνται να ρυθμίζουν τα χρέη τους μέσω του παρόντος νομοθετικού πλαισίου. Η διαδικασία την οποία θα ακολουθούν όλα τα φυσικά πρόσωπα αποτελείται από τρία στάδια. Πάμε να τα δούμε μέσα από ένα παράδειγμα.

Έστω ένα νοικοκυριό με στεγαστικό δάνειο με εγγύηση τη πρώτη κατοικία συν όποια περιουσία σε ακίνητα, καταθέσεις και εισοδήματα. Το πρώτο βήμα του νομοσχεδίου δίνει στο νοικοκυριό τη δυνατότητα να καταθέσει τα στοιχεία της περιουσίας του σε έναν ηλεκτρονικό προληπτικό μηχανισμό, ο οποίος θα τον ειδοποιεί, όταν κινδυνεύει από αφερεγγυότητα, δηλαδή, όταν αδυνατεί να ικανοποιήσει τα χρέη του. Μόλις, λοιπόν, έρχεται μία κρίση και δημιουργούνται κίνδυνοι αδυναμίας αποπληρωμής χρεών, επειδή λόγου χάρη το νοικοκυριό έμεινε άνεργο, ο μηχανισμός προειδοποιεί τον κίνδυνο και μετακινούμαστε στο δεύτερο βήμα, την εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών. Σύμφωνα με αυτό το στάδιο, το νοικοκυριό και οι πιστωτές μέσω αίτησης στη νέα ηλεκτρονική πλατφόρμα προσπαθούν να βρουν μια ρυθμιστική λύση αναδιάρθρωσης. Πρακτικά, νοικοκυριό και πιστωτές αποφασίζουν τον τρόπο με τον οποίο ο πρώτος θα αποπληρώνει τα χρέη του, τα οποία η κρίση τον εμποδίζουν να καλύψει. Για παράδειγμα, ένα μέρος μπορεί να διαγραφεί, ένα άλλο μέρος να επιμηκυνθεί στο μέλλον ή να καλυφθεί σε 240 δόσεις, ενώ παράλληλα δίνεται η δυνατότητα αίτησης για επιδότηση δανείου κύριας κατοικίας.

Έως εδώ η διαδικασία μοιάζει με αυτή που προβλεπόταν ως σήμερα, όπως θα δούμε παρακάτω. Η καίρια αλλαγή έρχεται στη περίπτωση που αποτύχει η εξωδικαστική ρύθμιση. Τότε, ο οφειλέτης πτωχεύει και ρευστοποιούνται όλα τα περιουσιακά του στοιχεία (πρώτη κατοικία, ακίνητα, καταθέσεις, εισοδήματα που υπερβαίνουν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης). Ωστόσο, το στεγαστικό του δάνειο μπορεί να αξίζει 200.000 και η αξία όλων των περιουσιακών του στοιχείων να είναι 80.000 (μειωμένη, καθώς η κρίση καταβαράθρωσε τόσο τις αξίες των ακινήτων, όσο και τα εισοδήματά του). Καθώς αποχωρίζεται όλα τα περιουσιακά του στοιχεία (αξίας 80.000), παραμένει το ποσό των 120.000. Ακριβώς επειδή υπάρχει υπόλοιπο, ο οφειλέτης δίνει στους πιστωτές τα εισοδήματα που υπερβαίνουν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης ως μηνιαίες δόσεις μέχρι την τελική απαλλαγή (αξίζει να τονιστούν αυτές οι δόσεις για τις συγκρίσεις που θα πραγματοποιηθούν παρακάτω). Το μέρος, λοιπόν, που αναφέρεται ως «δεύτερη ευκαιρία» είναι πως, έπειτα από 1 χρόνο (3 αν μέσα σε όσα αποχωρίστηκε δεν υπήρχε η πρώτη κατοικία), το ποσό των 120.000 διαγράφεται και, συνεπώς, ο οφειλέτης παύει να δίνει τα εισοδήματα που υπερβαίνουν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης.

Στο κρίσιμο ζήτημα της πρώτης κατοικίας η ρύθμιση προβλέπει πως για τα ευάλωτα νοικοκυριά, τα πιστωτικά ιδρύματα, που ρευστοποίησαν τα περιουσιακά στοιχεία του νοικοκυριού, οφείλουν να πουλήσουν τη πρώτη κατοικία σε ορισμένο ιδιωτικό φορέα (π.χ. Fund), το οποίο υποχρεούται να μισθώνει τη κατοικία στο ευάλωτο νοικοκυριό για 12 χρόνια (δηλαδή να του το νοικιάζει), ενώ το κράτος θα βοηθά με επίδομα ενοικίου. Έπειτα από τη καταβολή όλων των ενοικίων της 12ετίας, το νοικοκυριό δύναται να επαναγοράσει το ακίνητο, χωρίς τα ενοίκια να μετρούν στο τελικό ποσό.

Μια φορά και έναν καιρό, υπήρχε μια πρώτη κατοικία…

Όπως γίνεται αντιληπτό, το καίριο σημείο του πτωχευτικού κώδικα είναι η μοίρα της πρώτης κατοικίας του οφειλέτη. Ας δούμε πρώτα τι συμβαίνει με τη πρώτη κατοικία και γενικά τη ρύθμιση οφειλών φυσικών προσώπων από το 2010, με τον περίφημο νόμο Κατσέλη (και στη συνέχεια με τις τροποποιήσεις του), έως και σήμερα.

Με το ξέσπασμα της κρίσης, ο ν. 3869/2010 (νόμος Κατσέλη) έθετε ως στόχο τη ρύθμιση των χρεών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων χωρίς πτωχευτική ικανότητα. Ας γυρίσουμε στο προηγούμενο παράδειγμα του νοικοκυριού. Σε πρώτο επίπεδο, ο οφειλέτης και σε αυτή τη περίπτωση προσπαθεί εξωδικαστικά να βρει μία λύση με τους πιστωτές του. Εφόσον βρεθεί, η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης είναι παρόμοια, τουλάχιστον από τη σκοπιά του οφειλέτη, με όσα προβλέπει ο νέος πτωχευτικός κώδικας. Άρα, με τα νέα ηλεκτρονικά μέσα διευκολύνεται η επικοινωνία των δύο μερών με σκοπό την ταχύτερη εξεύρεση λύσης.

Οι συνθήκες αλλάζουν στο επόμενο βήμα. Εφόσον το φυσικό πρόσωπο αποκτά πτωχευτική ικανότητα δεν υπάγεται στο νόμο Κατσέλη και ακολουθεί το παράδειγμα του νέου νόμου, όπως περιγράφεται παραπάνω. Χωρίς, όμως, τη πτωχευτική ικανότητα, ο οφειλέτης που δεν επιτυγχάνει εξωδικαστική λύση, προχωρά σε δικαστική ρύθμιση βάσει του νόμου Κατσέλη. Αν το δικαστήριο απορρίψει την αίτηση, τότε οι πιστωτές ρευστοποιούν τη περιούσια του οφειλέτη. Όπως και στο πάνω παράδειγμα, στο οποίο απομένει μετά τη ρευστοποίηση το ποσό των 120.000, το δικαστήριο υποχρεώνει τον οφειλέτη να καταβάλλει για 4 έτη μηνιαίες δόσεις, προσαρμοσμένες στα εισοδήματά του.

Σαν μια διαφορά, λοιπόν, ο νόμος, όπως εφαρμόστηκε το 2010 επιτρέπει στο δικαστήριο να επεξεργαστεί την αίτηση του οφειλέτη, ενώ με το σημερινό πλαίσιο η αποτυχία της εξωδικαστικής ρύθμισης στρέφει τον οφειλέτη απευθείας στην δήλωση πτώχευσης. Ωστόσο, η απόρριψη της αίτησης από το δικαστήριο (όταν δηλαδή πράγματι η οποιαδήποτε ρύθμιση των οφειλών είναι αδύνατη) κάνει τις διαδικασίες των δύο νόμων, όσον αφορά τη ρύθμιση των οφειλών, παρόμοιες, αφού και στις δύο ο οφειλέτης πρέπει να πληρώνει για μια περίοδο (διαφορετική για κάθε νόμο) με όσα εισοδήματα του περισσεύουν. Βάσει αυτών φαίνεται πως, πράγματι, η μεγάλη διαφοροποίηση των δύο πρωτοβουλιών έγκειται στη προστασία της πρώτης κατοικίας.

Στο παράδειγμα του νοικοκυριού, ο πιστωτής ρευστοποίησε, μαζί με όλη την υπόλοιπη περιουσία, και την πρώτη κατοικία. Από την άλλη, ο νόμος Κατσέλη προέβλεπε τη προστασία της πρώτης κατοικίας από την εκποίηση. Το δικαστήριο ρύθμιζε πως ο οφειλέτης θα πρέπει να καταβάλει μηνιαίως δόσεις για την εξυπηρέτηση της οφειλής του για τη κύρια κατοικία του, οι οποίες θα ικανοποιούν τους πιστωτές έως και το 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου. Πρακτικά, ο οφειλέτης, αφού του έχουν πάρει όλη τη περιουσία και τον έχουν υποχρεώσει να καταβάλει δόσεις για τυχόν εναπομένουσες οφειλές (όπως περιγράφεται δύο παραγράφους πάνω), θα πρέπει να εξυπηρετεί κι άλλες μηνιαίες δόσεις, ώστε να προστατεύει τη πρώτη κατοικία του. Σε αυτό το σημείο κάποιος θα πει ότι οι μηνιαίες δόσεις μοιάζουν με το ενοίκιο του νέου πτωχευτικού. Η κύρια διαφορά των δύο περιπτώσεων είναι πως στη μία ο οφειλέτης διατηρεί τον τίτλο ιδιοκτησίας, ενώ στην άλλη ο τίτλος ιδιοκτησίας ανήκει στο Fund και ο οφειλέτης είναι απλός ενοικιαστής.

Τέλος, ο νόμος Κατσέλη προβλέπει πως εφόσον ο οφειλέτης αποπληρώνει κανονικά τις δόσεις που τον υποχρεώνει το δικαστήριο για το υπόλοιπο των οφειλών μετά την εκποίηση (στο παράδειγμα 120.000) και για τη χρονική διάρκεια που απαιτείται (4 χρόνια), απαλλάσσεται από τις υπόλοιπες οφειλές και, επομένως, παύει να αποπληρώνει αυτές τις δόσεις. Σε αυτό το σημείο κάποιος θα πει ότι αυτή η απαλλαγή μοιάζει με την απαλλαγή του νέου πτωχευτικού. Πράγματι, είναι ακριβώς ίδια. Ωστόσο, η μοναδική  διαφορά είναι πως ο οφειλέτης του νόμου Κατσέλη και μετά την απαλλαγή συνεχίζει να πληρώνει τις μηνιαίες δόσεις για τη πρώτη κατοικία του. Αντίθετα, ο οφειλέτης του νέου πτωχευτικού δεν κατέχει τη παλαιά του πρώτη κατοικία, άρα δεν έχει και κάτι να πληρώσει σαν μηνιαίες δόσεις. Αν υπάρχει κάτι να λογιστεί ως αντίστοιχο είναι το ενοίκιο για τη μίσθωση του σπιτιού του. Επομένως, η σημασία της λεγόμενης δεύτερης ευκαιρίας γίνεται κάπως ισχνή (για τη συγκεκριμένη κατηγορία οφειλετών) αν θυμάται κάποιος το νόμο Κατσέλη, καθώς, ενώ όντως βάσει του νέου πτωχευτικού η απαλλαγή γίνεται σε 1 χρόνο αντί για 4 (του νόμου Κατσέλη), ο οφειλέτης του νέου πτωχευτικού, όχι μόνο δίνει ενοίκιο, αλλά εν τέλει δεν έχει και τον τίτλο ιδιοκτησίας της κατοικίας του.

Ο νόμος Κατσέλη μετά το 2010 συνεχώς γινόταν αντικείμενο τροποποιήσεων (κυρίως όσων έμειναν γνωστοί ως νόμοι Σταθάκη ν. 4346/2015 και ν. 4549/2018) και αλλαγών. Ακριβώς αυτές οι τροποποιήσεις τροφοδοτούν τους σημερινούς διαξιφισμούς για την ύπαρξη ή μη της προστασίας της πρώτης κατοικίας. Συνοπτικά, μέσα σε αυτή τη δεκαετία οι σημαντικές αλλαγές ήταν τέσσερις. Πρώτον, αυξάνεται η αξία που θα επιστραφεί στον πιστωτή μέσω των μηνιαίων δόσεων για τη πρώτη κατοικία (από 85% σε 100% της εμπορικής αξίας), δεύτερον μειώνονται τα έτη αποπληρωμής μηνιαίων δόσεων του δικαστικού συμβιβασμού (από 4 έτη σε 3), τρίτον ορίζονται αυστηρότερες προϋποθέσεις επιλεξιμότητας και τέταρτον τοποθετείται ημερομηνία παύσης αιτήσεων για τη ρύθμιση της προστασίας της πρώτης κατοικίας η 28η Φεβρουαρίου του 2019. Το τελευταίο είναι αυτό που έκανε τον υπουργό Οικονομικών να δηλώσει πως η οριζόντια προστασία της πρώτης κατοικίας έχει ήδη παύσει τη στιγμή κατά την οποία ψηφίζεται ο νέος πτωχευτικός. Η αντιπολίτευση απαντά πως με τον νόμο Φλαμπουράρη (ν. 4605/2019) η πρώτη κατοικία προστατεύονταν εκ νέου με αιτήσεις έως και τη 31η Δεκεμβρίου 2019. Η μάχη καταλήγει στο ότι η νυν αξιωματική αντιπολίτευση όταν ήταν κυβέρνηση είχε δεσμευτεί σε ανακοίνωση του Eurogroup πως αυτό το σχήμα προστασίας πρέπει να τερματιστεί στο τέλος του 2019.

Συμπερασματικά, οι διαμάχες σίγουρα έχουν μεγάλους βαθμούς υποκρισίας, αλλά ας ξεκαθαρίσουμε το τοπίο. Πρωτίστως, μετά από χίλια μύρια κύματα και τροποποιήσεις επί τροποποιήσεων η αλλαγή της κυβέρνησης τον Ιούλιο του 2019 έγινε με τη πρώτη κατοικία των ευάλωτων νοικοκυριών προστατευμένη, έστω και με ένα προσωρινό σχήμα. Μάλιστα, η ίδια η τωρινή κυβέρνηση είχε παρατείνει την δυνατότητα αιτήσεων στο πλαίσιο του νόμου Φλαμπουράρη έως τη 31η Ιουλίου του 2020, εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημίας. Όσον αφορά την απαλλαγή από το υπόλοιπο χρεών, το τροποποιημένο άρθρο 11 του νόμου Κατσέλη, το οποίο προβλέπει απαλλαγή χρεών έπειτα από 3 έτη (στη παραπάνω ανάλυση, τα έτη ήταν 4 ακόμα), είναι ακόμα ενεργό για τα φυσικά πρόσωπα χωρίς πτωχευτική ικανότητα. Μόνο που τα φυσικά πρόσωπα χωρίς πτωχευτική ικανότητα δεν υπάρχουν πια. Επομένως, η συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών απλώς μπαίνει κάτω από έναν άλλον μανδύα απαλλαγής από οφειλές.

Ακριβώς η έννοια του μανδύα είναι αυτή που διακατέχει συνολικά το νομοσχέδιο. Έναν μανδύα, ο οποίος καλύπτει τον τοξικό του χαρακτήρα, ειδικά υπό το πρίσμα της έως τώρα ανάλυσης. Το βασικό αφήγημα της κυβέρνησης είναι πως μέσω της οργανωμένης πτωχευτικής διαδικασίας και της επακόλουθης ρευστοποίησης απελευθερώνονται οι δεσμευμένες παραγωγικές μονάδες και επαναφέρονται στη λειτουργία. Αν οι πτωχευμένοι είναι νομικά πρόσωπα, υπάρχει μία αλήθεια στο αφήγημα. Μέσω της διαδικασίας εξυγίανσης οι παραγωγικοί πόροι (κτήρια, μηχανήματα κ.λπ.) αναπόφευκτα θα μεταφερθούν σε πρόσωπα, που, προσλαμβάνοντας εργαζομένους θα τα επανεισαγάγουν στη παραγωγική διαδικασία. Στη περίπτωση των φυσικών προσώπων και της πρώτης κατοικίας τους, ωστόσο, η συνθήκη διαφοροποιείται. Μέσω της πτώχευσης και σε συνδυασμό με το σχέδιο μεταβίβασης κόκκινων δανείων και το εγγυητικό σχέδιο «Ηρακλής», τα ξένα Fund θα καρπώνονται τις κατοικίες, τις οποίες θα μπορούν να μεταπωλήσουν. Εντούτοις, οι υπεραξίες που θα λαμβάνει το Fund από την αξιοποίηση των κατοικιών δεν θα μεταφράζονται σε παραγωγικές δραστηριότητες, ενώ παράλληλα οι ίδιες υπεραξίες θα μεταφέρονται στο εξωτερικό (στις χώρες-βάσεις των Fund), αφαιρώντας κοινωνικό πλούτο από τη χώρα. Έτσι, οι συνδυασμοί των νομοθετικών εργαλείων των τελευταίων ετών συσπειρώνονται γύρω από τον πτωχευτικό νόμο με στόχο να αφαιρέσουν πλούτο από την ελληνική κοινωνία και να τον μεταφέρουν στο πιο παρασιτικό μέρος του κεφαλαίου, τις τράπεζες και τα Fund. Όπως είναι λογικό, οι εκπρόσωποι αυτών των παρασιίτων καλύπτουν τις επιπτώσεις αυτής της διαδικασίας κάτω από τον μανδύα μιας «δεύτερης ευκαιρίας».

Ωστόσο, πριν κλείσουμε, αξίζει να γυρίσουμε στο νόμο του Τσέχωφ που τόσο ωραία δένει σαν μεθοδολογία. Από το συμπέρασμα δημιουργείται η αίσθηση πως η προηγούμενη κυβέρνηση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο απαλλάσσεται από τις κατηγορίες της τωρινής. Εντούτοις, η προηγούμενη κυβέρνηση επιβάλλει στις συνειδήσεις μας την τυφλή αποδοχή δύο γενναίων παραδοχών αθωότητας. Από τη μία, η νομοθετική τομή (και πολιτική επιλογή της, όταν ήταν κυβέρνηση) της μεταβίβασης των κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών σε Funds (ν. 4354/2015), σε συνδυασμό με την επίσπευση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών (με τα θετικά και τα αρνητικά τους), σίγουρα αποτελεί είδος όπλου που τοποθετείται στη πρώτη πράξη και δεν έχει λόγο ύπαρξης αν δεν χρησιμοποιηθεί τελικά στη τρίτη πράξη μέσα από το σχέδιο «Ηρακλής» και τον νέο πτωχευτικό κώδικα. Αν, λοιπόν, η προηγούμενη κυβέρνηση απέρριπτε την άρση της προστασίας της πρώτης κατοικίας (τρίτη πράξη), για ποιο λόγο νομοθέτησε τη μεταβίβαση κόκκινων δανείων (πρώτη πράξη), προϋπόθεση επιτυχίας της οποίας είναι όλα τα εχέγγυα περιουσιακά στοιχεία (άρα και η πρώτη κατοικία) να είναι άμεσα ρευστοποιήσιμα; Από την άλλη, η δεύτερη παραδοχή έγκειται στη πίστη πως η επανεκλογή της προηγούμενης κυβέρνησης θα σήμαινε με βεβαιότητα έναν πτωχευτικό κώδικα με εγγυημένη τη πρώτη κατοικία, και δεδομένου του καθαρού προσανατολισμού των θεσμών εναντίον μιας τέτοιας ρύθμισης, θα μας έκανε να περιμένουμε μια σύγκρουση κράτους και θεσμών, με όποια κόστη αυτή συνοδεύει. Αλλά ok, δεκτό. Δεν ήταν δα και πρωθυπουργός παντός καιρού.