Ως κεραυνός εν αιθρία έπεσε στην ελληνική πολιτική σκηνή η ανακοίνωση της συμφωνίας για στρατιωτική και οικονομική συνεργασία μεταξύ της Βόρειας Μακεδονίας και της Τουρκίας. Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση επιδόθηκαν για άλλη μια φορά σε πόλεμο ανακοινώσεων με την πρώτη να υποστηρίζει πως «αποδεικνύεται στην πράξη ότι είναι πολύ απλοϊκές οι απόψεις ότι η συμφωνία των Πρεσπών θα αποτελούσε φράχτη στη συνεργασία Βόρειας Μακεδονίας-Τουρκίας». Από την πλευρά του ο Σύριζα κατηγόρησε την Νέα Δημοκρατία για «αδυναμία προάσπισης των εθνικών συμφερόντων, επιδεικνύοντας ολιγωρία στην επικύρωση των μνημονίων συνεργασίας , γεγονός που χρησιμοποιήθηκε ως άνοιγμα για την Τουρκία».
Τι προβλέπει ακριβώς όμως αυτή η συμφωνία και γιατί δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει με βάση την παρουσία της Τουρκίας στη Βόρεια Μακεδονία;
Αρχικά, η συμφωνία προβλέπει την ετήσια παροχή κονδυλιών από πλευράς Τουρκίας σε βάθος 5ετίας. Τα χρήματα αυτά πρόκειται να αξιοποιηθούν για τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση των Βορειομακεδονικών ενόπλων δυνάμεων, καθώς και για μελλοντικές αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού. Μάλιστα, κατά την διάρκεια της επίσκεψης της στην Τουρκία, η Υπουργός Άμυνας της Βόρειας Μακεδονίας εξήρε την υψηλή ποιότητα της Τουρκικής στρατιωτικής βιομηχανίας και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αγοράς εξοπλισμού.
Αν και η συμφωνία αυτή, σίγουρα προκάλεσε ανησυχία στις τάξεις του Υπουργείου εξωτερικών, δεν αποτέλεσε μια αναπάντεχη εξέλιξη η οποία δεν μπορούσε να προβλεφθεί.
Στιγμιότυπο από την υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ των Υπουργών Άμυνας των δυο χωρών. Πηγή εικόνας: Greek City Times
Ήδη από την κήρυξη της ανεξαρτησίας της Βόρειας Μακεδονίας οι δύο χώρες συνδέονται με στενές σχέσεις. Η Τουρκία αποτέλεσε το πρώτο κράτος το οποίο αναγνώρισε την χώρα με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» χωρίς να εκφράσει την οποιαδήποτε αμφισβήτηση σχετικά με τον χαρακτηρισμό «Μακεδονικό/Μακεδονική» για το έθνος και την γλώσσα. Στο διεθνές επίπεδο η Τουρκία αποτέλεσε εξαρχής σύμμαχο της Βόρειας Μακεδονίας, στηρίζοντας την ένταξη της στο ΝΑΤΟ υπό το παλιό συνταγματικό της όνομα.
Παράλληλα, στενές είναι και οι σχέσεις σε πολιτισμικό επίπεδο. Προς την κατεύθυνση αυτή ιδιαίτερα σημαντική είναι η παρουσία της Τουρκικής Μειονότητας στη Βόρεια Μακεδονία, η οποία αριθμεί περίπου 78.000 άτομα, ήτοι το 3,85% του πληθυσμού. Στη βάση της Τουρκικής αυτής μειονότητας, αλλά και του πολυπληθούς μουσουλμανικού στοιχείου της χώρας, πολλαπλές Τουρκικές κυβερνητικές οργανώσεις και ιδρύματα, έχουν ανοικοδομήσει τεμένη και έχουν εγκαινιάσει ένα σημαντικό αριθμό σχολείων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Διεθνές Βαλκανικό Πανεπιστήμιο, το οποίο ιδρύθηκε από το Τουρκικό ίδρυμα USKUP και σήμερα θεωρείται το κορυφαίο ιδιωτικό πανεπιστήμιο της χώρας με εγκαταστάσεις στα Σκόπια αλλά και στην Κωνσταντινούπολη. H επίδειξη και εκμετάλλευση της «ήπιας ισχύος» έχει ενισχύσει σε μεγάλο βαθμό την εικόνα της Τουρκίας στη δημόσια σφαίρα της Βόρειας Μακεδονίας με πρόσφατες δημοσκοπήσεις να την κατατάσσουν ως την πιο δημοφιλή χώρα στα μάτια των πολιτών των Σκοπίων.
Πέρα όμως από τις στενές σχέσεις σε πολιτισμικό επίπεδο, έντονη είναι και η οικονομική παρουσία της Τουρκίας στη γειτονική χώρα. Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Βόρειας Μακεδονίας οι Άμεσες ξένες επενδύσεις της Τουρκίας στη χώρα ξεπέρασαν τόσο αυτές της Κίνας, όσο και της Ρωσίας. Μάλιστα, οι τουρκικές επενδύσεις αγγίζουν το 1.2 δις ευρώ σε αξία, ενώ οι Τουρκικές εταιρίες στη χώρα απασχολούν τουλάχιστον 5.000 άτομα. Άξια αναφοράς είναι η παρουσία της Τουρκικής τράπεζας HALKBANK η οποία διαθέτει 40 υποκαταστήματα στην Βόρεια Μακεδονία και θεωρείται ήδη το 4ο μεγαλύτερο τραπεζικό ίδρυμα της χώρας, ενώ χαρακτηριστική είναι και η επένδυση της Τουρκικής TAV η οποία διαχειρίζεται τα δύο διεθνή αεροδρόμια της χώρας
Επίσκεψη του Μελβούτ Τσαβούσογλου στο Διεθνές Βαλκανικό Πανεπιστήμιο. Πηγή εικόνας: Twitter
Τι σημαίνουν όμως όλα τα παραπάνω για την Ελλάδα;
Αρχικά, είναι αναγκαίο να υπάρξει παραδοχή τόσο στην κοινή γνώμη, όσο και στις ηγεσίες των κομμάτων για την δεδομένη και δυστυχώς υπολογίσιμη παρουσία της Τουρκίας στη γείτονα χώρα. Επιπλέον, η συμφωνία των Πρεσπών θα πρέπει να σταματήσει να αντιμετωπίζεται τόσο ως καταστροφή από την μια πλευρά, όσο και ως πανάκεια και πιθανή λύση σε κάθε ζήτημα μας με την Βόρεια Μακεδονία από την άλλη.
Αντιθέτως, είναι επιτακτική η ρεαλιστική θέαση και εκμετάλλευση της. Η Συμφωνία των Πρεσπών δημιούργησε διπλωματικό κεφάλαιο για εμάς στη γείτονα χώρα, ενώ όπως επισήμανε ο Νίκος Κοτζιάς στο βιβλίο του η Λογική της Λύσης, η συμφωνία απέδειξε ότι «η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην περιοχή που δεν κάνει κρυφές δεύτερες σκέψεις σε βάρος της Βόρειας Μακεδονίας».
Η Ελλάδα λοιπόν οφείλει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία αυτή και να εμβαθύνει την ήδη υπάρχουσα συνεργασία της με την Βόρεια Μακεδονία στον στρατιωτικό και οικονομικό τομέα. Έχοντας ήδη αναλάβει την περιφρούρηση του εναέριου χώρου της Βόρειας Μακεδονίας, η στρατιωτική συνεργασία θα μπορούσε να επεκταθεί περαιτέρω με την εκπαίδευση ακόμα περισσότερων σωμάτων του Βόρειου Μακεδονικού στρατού από τον Ελληνικό, καθώς και με την διενέργεια κοινών στρατιωτικών ασκήσεων όχι μόνο στα πλαίσια του ΝΑΤΟ αλλά και σε διμερές επίπεδο.
Επιπρόσθετα, στον οικονομικό τομέα οι ήδη σημαντικές εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δυο χωρών (η Ελλάδα βρίσκεται στην 4η θέση των εξαγωγών της Βόρειας Μακεδονίας και στη 5η θέση των εισαγωγών), σε συνδυασμό με κομβικές Ελληνικές επενδύσεις στον ενεργειακό και τραπεζικό τομέα (η Εθνική Τράπεζα κατέχει την 2η μεγαλύτερη τράπεζα της Βόρειας Μακεδονίας), δημιουργούν θετικές προοπτικές για την εμβάθυνση της οικονομικής συνεργασίας.
Προς αυτή την κατεύθυνση σημαντικά θα συμβάλει η επικύρωση των μνημονίων συνεργασίας από την Ελληνική Βουλή, αφού θα θεσμοποιήσει την συνεργασία και θα της προσδώσει νομική και δεσμευτική υπόσταση.
Συνοπτικά, αν και η παρουσία και επιρροή της Τουρκίας στη Βόρεια Μακεδονία είναι αδιαμφισβήτητα υπολογίσιμη δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται φοβικά από την Ελλάδα. Με μια ενεργή εξωτερική πολιτική οι σχέσεις μας με την Βόρεια Μακεδονία μπορούν να συσφιχτούν περαιτέρω μειώνοντας την Τουρκική επιρροή και δημιουργώντας ένα σταθερό σύμμαχο στη περιοχή των Βαλκανίων.