Η μαγεία της πολιτικό – οικονομικής ρητορικής είναι η μέθοδος με την οποία πλάθει το φαινομενικό και το πλασάρει ως πραγματικό. Η παραπάνω αοριστία βρίσκει τέλεια εφαρμογή στην μετατροπή της ουσίας του Ευρωομολόγου για την αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού, από αυτή που πραγματικά είναι, σε αυτή που παρουσιάστηκε πως μοιάζει. Αναλυτικότερα, ενώ οι διαπραγματεύσεις περί αμοιβαιοποίησης του χρέους της πανδημίας των ευρωπαϊκών κρατών ναυαγούσαν, ξαφνικά όροι, όπως το «σύμφωνο Μέρκελ-Μακρόν» και το «Ταμείο ανάκαμψης», έκαναν την εμφάνισή τους στη κοινή γνώμη. Από εκείνη τη στιγμή, οι απογοητευμένοι από την ανικανότητα των κρατών να συγκροτήσουν μια πρόταση αμοιβαιοποίησης χρέους, έγιναν οι ευχαριστημένοι από την «αγκαλιά» της ευρωπαϊκής οικογένειας. Σε αυτό το κλίμα σύγκλισης της πλειονότητας του πολιτικού φάσματος πως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί κατέληξαν σε μία ευχάριστη έκπληξη, μία μερίδα «αχάριστων» εμμένουν: μία από τα ίδια. Γιατί όμως;
Σε πρώτο επίπεδο, είναι αναγκαίο να γίνουν αντιληπτές οι διαδικασίες που θα ακολουθήσει το Ταμείο Ανάκαμψης. Αρχικά, θα συλλέξει εγγυήσεις από κάθε κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ξεχωριστά. Στη συνέχεια, με βάση αυτές τις εγγυήσεις θα δανειστεί τα απαραίτητα ποσά από τις αγορές, τα οποία θα διαθέσει, είτε μέσω δανείων είτε μέσω επιχορηγήσεων, στα κράτη της ένωσης. Εφόσον το Ταμείο Ανάκαμψης δανείζεται βάσει αυτών των εγγυήσεων, η εύλογη απορία είναι τι αντιπροσωπεύουν αυτές οι εγγυήσεις. Στην ουσία, κάθε κράτος δηλώνει εγγράφως στο Ταμείο Ανάκαμψης πως θα συμμετέχει στην αποπληρωμή του κοινού δανείου που έλαβε εκ μέρους όλων των κρατών. Έτσι, η Γερμανία, η Γαλλία, η Αυστρία, η Ιταλία, η Ελλάδα κ.λ.π δηλώνουν ξεχωριστά πως εγγυώνται την αποπληρωμή του κοινού συγκεκριμένου δάνειου. Πρακτικά, λοιπόν, κάθε χρόνο ένα ποσό από τους κρατικούς προϋπολογισμούς θα μεταφέρεται στο Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο με τη σειρά του θα αποπληρώνει το δάνειο. Από τη δική του πλευρά, το Ταμείο Ανάκαμψης χρειάζεται αυτές τις έγγραφες εγγυήσεις, ώστε να έχει την βάση με την οποία θα διεκδικήσει ένα χαμηλό επιτόκιο στις αγορές. Σε αυτό το σημείο βρίσκεται και η βασική ωφέλεια του εν λόγω προγράμματος. Αντί κάθε χώρα να στραφεί μόνη της στις αγορές, με τις φτωχότερες χώρες να λαμβάνουν υψηλότερα κόστη δανεισμού, προτιμούν να επιτρέψουν σε μία ευρωπαϊκή οντότητα να δανειστεί για όλους. Επομένως, τα χρήματα που θα λάβει η Ελλάδα, θα έχουν τα κόστη δανεισμού, όχι της Ελλάδας, αλλά όλων των κρατών της ΕΕ μαζί.
Το πρόβλημα είναι πως αυτή η τακτική όχι μόνο δεν είναι πρωτότυπη για την Ευρώπη, αλλά εφαρμόζεται συνεχώς τα τελευταία έτη. Οι γνωστοί μηχανισμοί ESM, EFSF, σαν άλλα Ταμεία Ανάκαμψης, υλοποιούσαν ακριβώς αυτή τη διαδικασία στα πακέτα διάσωσης κατά τη δεκαετία της κρίσης. Έπαιρναν εγγυήσεις από τα κράτη της ΕΕ, δανείζονταν σαν ενιαίες οντότητες και στη συνέχεια δάνειζαν τα χρήματα στις χώρες που ήθελαν να «διασώσουν», με αντάλλαγμα τη σύναψη μνημονίων. Οι μόνες διαφορετικές τακτικές που ακολουθεί το Ταμείο Ανάκαμψης, είναι πως δεν δανείζει το σύνολο των χρημάτων στις χώρες, αλλά χρησιμοποιεί ένα μέρος για άμεσες μεταβιβάσεις προς τα κράτη-μέλη, καθώς και ότι δεν απαιτεί μνημονιακά μέτρα. Σε αυτό το πλαίσιο, αν κοιτάξουμε το όλο εγχείρημα αισιόδοξα, το ποσό των επιχορηγήσεων, αν και προβλέπεται μακροοικονομικά ασήμαντο, σίγουρα αποτελεί μία θετική εξέλιξη. Από το τίποτα, κάτι. Το ερώτημα, λοιπόν, που μένει να απαντηθεί, είναι πολιτικό. Σε αρκετούς μήνες από τώρα, όταν το έλλειμμα της χώρας μας είναι υψηλό λόγω των συνεπειών της κρίσης, η ενισχυμένη εποπτεία που προβλέπει η τελευταία σύμβαση της χώρας θα απαιτήσει λιτότητα για τη μείωση του ελλείμματος ή όχι; Αν ναι, τα λιγοστά οφέλη από το σημερινό πρόγραμμα όχι μόνο θα αναστραφούν, αλλά θα αποτελέσουν και επικοινωνιακό μέσο επιβολής μνημονιακών πολιτικών.
Σε δεύτερο επίπεδο, όμως, το συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις ενός Ευρωομολόγου, όπως και να εξελιχθεί η πραγματικότητα. Είδαμε παραπάνω ότι το Ταμείο Ανάκαμψης προϋποθέτει ξεχωριστές εγγυήσεις από κάθε κράτος. Επομένως, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό το χρέος της κάθε χώρας αυξάνεται. Για παράδειγμα, θα επιβαρυνθεί μέσω των δανείων που προβλέπει το σχέδιο, αλλά και των αποπληρωμών που προβλέπουν οι εγγυήσεις. Ας πάμε, λοιπόν, στο ομοσπονδιακό κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Έστω ότι έχουμε τη Καλιφόρνια (πλούσια πολιτεία) και το Αρκάνσας (φτωχότερη πολιτεία). Η κάθε μία μπορεί να δανειστεί από μόνη της και έχει ατομικό χρέος. Όταν, όμως, η κεντρική κυβέρνηση εκδίδει τα US Treasury Bonds, ο μόνος εγγυητής είναι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και όχι οι πολιτείες ξεχωριστά. Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση αμοιβαιοποιεί το χρέος των ξεχωριστών πολιτειών, καταγράφει το χρέος κεντρικά και όχι στις πολιτείες, αποπληρώνει εκείνη το χρέος μέσω των κεντρικών πολιτικών και προωθεί αναδιανεμητικές πολιτικές ανάμεσα στις δύο πολιτείες.
Η παραπάνω διαδικασία είναι η μόνη πραγματική αμοιβαιοποίηση χρέους και η ουσία του Ευρωομολόγου. Στη περίπτωση της Ευρώπης, η Ε.Κ.Τ. θα μπορούσε να αναλάβει το ρόλο του μοναδικού εγγυητή ενός δανείου με χρόνο αποπληρωμής 30+ έτη, του οποίου τα χρήματα θα μεταβιβάσει στα κράτη-μέλη, και η Ευρωπαϊκή Ένωση να δεσμευτεί σε σχηματισμό κεντρικής διοίκησης, ώστε μέσω κοινών κεντρικών πολιτικών να αποπληρώσει την Κεντρική Τράπεζα. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να μην επιβαρυνθούν τα εθνικά χρέη και να πραγματοποιηθούν ευρωπαϊκές αναδιανεμητικές πολιτικές. Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν δεσμευτεί τώρα για ολοκλήρωση μέσα στα επόμενα 30 έτη, πότε θα το κάνει;