Στις 14 Ιουνίου του 2013 κυκλοφόρησε το “The Last of Us”, ένα βιντεοπαιχνίδι δράσης, περιπέτειας, επιβίωσης και τρόμου, από την εταιρεία Naughty Dog για το Playstation 3. Θεωρήθηκε ως μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της βιομηχανίας, καταφέρνοντας να πουλήσει τις πρώτες 7 ημέρες το αμύθητο ποσό των 1.3 εκατομμυρίων αντιτύπων και έπειτα από 3 εβδομάδες ξεπέρασε τα 3.4 εκατομμύρια αντίτυπα. Η ιστορία, τα γραφικά, οι χαρακτήρες παραμένουν μοναδικά μέχρι και σήμερα, ενώ υπήρξε και επανακυκλοφορία του παιχνιδιού για Playstation 4 τον επόμενο χρόνο. Το 2016 ανακοινώθηκε η συνέχεια της περιπέτειας του Joel και της Ellie, πράγμα που συνέβη στις 19 Ιουνίου του 2020. Παρ’ ότι οι βαθμολογίες από μεγάλες εταιρείες και κριτικούς φτάνουν τα 10/10,  το υπόλοιπο κοινό που έπαιξε το παιχνίδι, φαίνεται να διαφωνεί, με κριτικές να ξεκινούν από 6/10 (ως μεγαλύτερο σκορ), μέχρι και 3/10. Γιατί αυτή η διαφορά βαθμολογίας; Τι πήγε στραβά και πώς δικαιολογείται αυτή η διαμάχη απόψεων; 

Παιχνίδια σαν το “The Last of Us”, έχουν σαν βασικό στοιχείο την ιστορία (story-driven games) η οποία ξεδιπλώνεται μπροστά στον θεατή και τις δυσκολίες τις οποίες οι πρωταγωνιστές πρέπει να αντιμετωπίσουν, για να επιβιώσουν. Σε αυτή την ιστορία έχουμε την πατρική φιγούρα (Joel Miller) να προσπαθεί να ζήσει σε έναν καινούριο κόσμο, όπου η ανθρωπότητα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού και πιο ευάλωτη από ποτέ. Μαζί με την Ellie, η οποία πιθανότατα αποτελεί απάντηση στο πρόβλημα της αποκάλυψης, ταξιδεύουμε από μέρος σε μέρος, μαθαίνουμε περισσότερα για τους δύο χαρακτήρες και βλέπουμε τη σχέση που δημιουργείται μεταξύ τους, καθώς προσπαθούν να φτάσουν στις «Πυγολαμπίδες» (Fireflies), μια επαναστατική, παραστρατιωτική ομάδα, η οποία πιστεύεται ότι μπορεί να φτιάξει ένα εμβόλιο κατά της εγκεφαλικής μόλυνσης Cordyceps. Η ρεαλιστική προσέγγιση των γεγονότων, οι όμορφες στιγμές μεταξύ Joel και Ellie που θυμίζουν σχέση πατέρα και κόρης, οι αληθοφανείς διάλογοι και γεγονότα σε συνδυασμό με τα λαμπρά γραφικά και λεπτομέρειες των προσώπων, είναι στοιχεία που κρατάει κανείς, αφότου παίξει το πρώτο παιχνίδι της – πλέον – σειράς. Παρ’ ότι το δεύτερο μέρος της ιστορίας έχει ίσως τα καλύτερα αληθοφανή γραφικά μέχρι και σήμερα, με λεπτομέρειες που θα έκαναν τον καθένα να μείνει με ανοιχτό το στόμα, το κομμάτι της ιστορίας αποτυγχάνει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες μίας σειράς που ξεκίνησε με βαθμολογία 10/10. 

Πολλά συνέβησαν πριν την κυκλοφορία του, καθώς στις 26 Απριλίου 2020 υπήρξαν κομμάτια της ιστορίας, τα οποία διέρρευσαν στο ίντερνετ, το 70% του προσωπικού της εταιρείας παραιτήθηκε σταδιακά από το 2019 λόγω υπερωριών, υπήρχαν εσκεμμένες ψευδείς διαφημίσεις, που δείχνουν χαρακτήρες να υπάρχουν σε σκηνές, οι οποίοι στο τελικό προϊόν αντικαθίστανται από άλλους χαρακτήρες, αλλά και επιθετικά σχόλια από τους δημιουργούς σε όσους ανέφεραν την απογοήτευσή τους με την ιστορία που ακολουθεί το παιχνίδι, σύμφωνα με τις διαρρεύσεις. Σε συνέντευξή του στο “Podcast Beyond!” με τον Jonathan Dornbush, o Neil Druckmann, δημιουργός, σκηνοθέτης και κύριος συν-συγγραφέας του “The Last of Us Part 2” επισημοποιεί με τις απαντήσεις του τα παραπάνω και αναφέρει σε προηγούμενες δηλώσεις του ότι περίμενε σε πολλούς θαυμαστές του πρώτου παιχνιδιού να μην αρέσει η συνέχεια της ιστορίας (παρ’ ότι δηλώνει έκπληκτος στη συνέχεια για την αντιμετώπιση των τελευταίων). Όλες αυτές οι κινήσεις από μεριάς της Naughty Dog, έφεραν πολλούς σε δυσπιστία για το μέλλον της εταιρίας όσο και των παιχνιδιών της. 

Προσπαθώντας να μην αποκαλύψω λεπτομέρειες για την ιστορία, το γενικό νόημα είναι ο φαύλος κύκλος της εκδίκησης και της ανούσιας βίας. Η ιστορία χωρίζεται σε δύο μέρη, δείχνοντας τις περιπέτειες της Ellie από το πρώτο παιχνίδι και μίας καινούριας πρωταγωνίστριας που θεωρείται εξίσου σημαντική στα γεγονότα που διαδραματίζονται. Η πλοκή των γεγονότων παρουσιάζεται μέσω χρονικών αναπηδήσεων (time-jumps) δημιουργώντας το πρώτο πρόβλημα στη ροή της ιστορίας. Λόγω αυτού, κρίσιμες στιγμές παύουν σε σημεία στα οποία θα ξαναδούμε μετά από 10 ώρες! Κυριολεκτικά. Μόνο που αντί να νιώθει ο παίχτης ενθουσιασμό, μέχρι να ξαναφτάσουμε σε αυτές τις στιγμές, ο καθένας θέλει να τελειώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται για να συνεχιστεί η ιστορία από εκεί που σταμάτησε. Ο δεύτερος θηλυκός χαρακτήρας αποτελεί άλλον ένα λόγο που το παιχνίδι έχει διχασμένες απόψεις. Αφότου τη βλέπουμε να σκοτώνει έναν από τους συμπαθείς για το κοινό, χαρακτήρες μέσα σε λιγότερο από 2 ώρες εντός παιχνιδιού, ο παίχτης αναγκάζεται να δει τη δική της πλευρά και λόγο, που κατέληξε να πάρει αυτή την απόφαση. Όμως ο τρόπος που χρησιμοποιείται για να νιώσουμε εμπάθεια για τις πράξεις της είναι τιποτένιος και χειραγωγικός. Το παιχνίδι σε κάνει να νιώθεις άσχημα που σκότωσες ένα σκυλί για τη ζωή σου, ενώ δεν είχες καμία επιλογή ή τρόπο να αποφύγεις κάτι τέτοιο. Μέχρι και το τέλος της ιστορίας, κάθε εμπάθεια για κάθε πρόσωπο χάνεται και αντικαθίσταται με μία μιζέρια, καθώς οι κεντρικοί χαρακτήρες μας καταλήγουν σπασμένοι, χάνοντας οικογένειες, φιλικά πρόσωπα, το ίχνος ανθρωπιάς που είχαν κάποτε και την αξιοπρέπειά τους. 

Παρ’ όλα αυτά, το παιχνίδι θεωρήθηκε το ταχύτερο σε πωλήσεις για Playstation 4 στην Αγγλία, το καλύτερο σε πωλήσεις πρώτης βδομάδας στην Ιαπωνία και είχε τις καλύτερες πωλήσεις στο Playstation Store τον Ιούνιο του 2020 στη Βόρεια Αμερική και Ευρώπη. Κατάφερε να αποκτήσει 4 βραβεία πριν την κυκλοφορία του στην αγορά και σίγουρα έφερε ένα αξιότιμο χρηματικό ποσό στην εταιρία. Όμως δεν μπορώ προσωπικά να θεωρήσω τη δημιουργία αυτή ούτε ως τη συνέχεια της αρχικής ιστορίας, αλλά ούτε και να τη βαφτίσω παιχνίδι. Η έννοια ενός παιχνιδιού είναι η ύπαρξη της ψυχαγωγίας με τον έναν η άλλο τρόπο. Δυστυχώς το κενό που αφήνει αυτή η εμπειρία στο τέλος είναι τέτοιο, που νομίζω πως έπρεπε να υπάρχει κάποιου είδους προειδοποίηση. Ειδικά σε ένα έτος σαν το 2020, το να παίξεις ένα παιχνίδι που θα σε κάνει να νιώσεις καταθλιπτικά, δεν το θεωρώ τον καλύτερο τρόπο, για να περάσεις το χρόνο σου. Αυτοί είναι και οι λόγοι που θεωρώ πως το “The Last of Us Part 2” είναι μία πικρή συνέχεια ενός αριστουργήματος! 

Πηγές εικόνων: Republicworld.com, IGN.com, Labo.fnac.com