Του εξωτερικού συνεργάτη, Κωστή Μυλωνά

Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στον ποιητή της πόλης μας, της Θεσσαλονίκης, Ντίνο Χριστιανόπουλο, ο οποίος το προηγούμενο διάστημα «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών. Γνήσιο προσφυγόπουλο, ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, δραστηριοποιήθηκε στο χώρο της φιλολογίας και της ποίησης, ενώ υπήρξε ιδρυτής του γνωστού στους πνευματικούς κύκλους της εποχής περιοδικού, «Διαγώνιος», που λειτούργησε από το 1958 έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Ο ποιητικός του λόγος χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και ειλικρίνεια, χρωματίζεται από έναν απείθαρχο ερωτισμό, που δεν αποδέχεται να συμβιβαστεί και να συμπλεύσει με τους καθωσπρεπισμούς και την επικρατούσα κοινωνική ηθική. Στα γραπτά του ενσωματώνονται μικρά και εύστοχα μηνύματα, τα οποία είχαν την πολυτέλεια να εκκινούν από τη διακριτική παρουσίαση της ενεστώσας πραγματικότητας και να φτάνουν μέχρι την άνευ ορίων εκφορά της δικής του αλήθειας. Επειδή, όμως, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αντιπαθούσε τις περιττές κολακείες, ας αφήσουμε τον ίδιο να μιλήσει μέσα από το έργο του.

 ΙΘΑΚΗ (1950) *                                     

«Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια

ή από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου,

τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη

με τα χριστιανικά της σωματεία

και την ασφυχτική της ηθική».

Ο ποιητής ξεκινάει σαν να δίνει μια απάντηση σε κάποιον που τον ρώτησε γιατί ένιωσε την ανάγκη πως πρέπει να φύγει. Στην αρχή υπάρχει μια αμφιβολία, ο ποιητής ταλαντεύεται: η φυγή ήταν ένα είδος ευθυγράμμισης με τον δικό του κώδικα αξιών ή στην πραγματικότητα αυτός ο προσωπικός κώδικας αξιών δεν του ταίριαζε πλέον; Στη συνέχεια, όμως, έμμεσα δίνει μια σαφή απάντηση. Ήθελε να ξεφύγει από μια κατάσταση στενάχωρη, η οποία διατρέχεται μάλιστα από έναν θρησκευτικό και ερωτικό πουριτανισμό. Αυτή η ανυπόφορη ηθική μπορεί να αποτυπώνει την κρατούσα κοινωνική νοοτροπία ή έως έναν βαθμό και την νοοτροπία του ίδιου του ποιητή, που είναι μέλος άλλωστε του κοινωνικού συνόλου. Είτε αυτός ο πουριτανισμός έχει ατομικό έρεισμα είτε έχει μια συλλογική διάσταση είτε έχει και τα δύο, σε κάθε περίπτωση είναι η αφορμή της φυγής.

«Πάντως, δεν ήταν λύση, ήταν ημίμετρο».

Με μία πρόταση ο Χριστιανόπουλος εδώ δείχνει τη σαφή επιρροή του από τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Όπως ο Αλεξανδρινός στο ποίημά του «η Πόλις» εκφράζει την άποψη πως οι άσχημες καταστάσεις, οι θύμησες του παρελθόντος και τα λάθη δεν μένουν πίσω με μια αλλαγή περιβάλλοντος, αλλά σε ακολουθούν, έτσι και ο Χριστιανόπουλος θεωρεί την φυγή σαν ένα μικρό αναλγητικό, μια συγκάλυψη του πόνου, που ποτέ βεβαίως δεν μπορεί να είναι οριστική.

«Κι από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο

αποχτώντας πληγές και εμπειρίες.

Οι φίλοι που αγάπησα έχουν πια χαθεί»

Το υποκείμενο της ιστορίας μας, αναζητά τη λύση στην προσωπική του υπόθεση, με μία ξέφρενη καθημερινότητα από έρωτες, εξόδους, γνωριμίες, σωστά και λάθη. Οι απώλειες φίλων, μολονότι ανάγονται στο παρελθόν, τον συνοδεύουν στο παρόν και μάλλον θα τον ακολουθούν και στο μέλλον. Η απώλεια δεν υπογραμμίζει μια γενική in abstracto έλλειψη, αλλά μια έλλειψη που τελικά γίνεται ένα ενεργό συστατικό στοιχείο.

«κι έμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δει κανένας

που κάποτε του μίλησα για ιδανικά…»

Όταν κάποιος ξεκινάει το προσωπικό και επαγγελματικό του σταυροδρόμι, έχει ως οδηγό τις αρχές και τα ιδανικά του. Περνώντας ο καιρός, έρχονται στιγμές που είναι αναγκαίοι ορισμένοι συμβιβασμοί, κάποιες υποχωρήσεις και σιγά – σιγά ασυνειδήτως υιοθετείς και μια τάση έντονης αναθεώρησης της οπτικής σου. Και ξαφνικά στον επόμενο δρόμο συναντάς έναν φίλο από τα παλιά, κάποιον που συζητήσατε, ονειρευτήκατε και κάνατε σχέδια. Αυτή τη συνάντηση δεν θέλει να τη βιώσει ο ποιητής. Αυτή η συνάντηση ισοδυναμεί με διαπίστωση της προσωπικής αλλαγής και μια πικρή ανάμνηση των παλιών ιδανικών, που τώρα κάπου έχουν φωλιάσει μέσα μας.

«Τώρα επιστρέφω με μιαν ύποπτη προσπάθεια

να φανώ άψογος, ακέραιος, επιστρέφω

κι είμαι Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει

την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει

στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει

στους κόλπους του μιαν ασωτία ιδιωτική».

Τελικά η φρενήρης ερωτική καθημερινότητα δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Η φυγή έγινε επιστροφή, έγινε μια ενοχική επιστροφή στην παλιά κρατούσα πουριτανική κατασκευή. Μια κατασκευή που ενδεχομένως δεν του αρέσει, δεν την ενστερνίζεται, αλλά πάντοτε το σπίτι μας, ακόμα κι αν είναι ιδιαίτερα ηθικό, πουριτανικό, συντηρητικό, δεν παύει να αποτελεί για τον καθένα από εμάς ένα ασφαλές περιβάλλον, το οποίο προσφέρει αυτή την ησυχία, που έχει πλέον ανάγκη ο συμβιβασμένος άνθρωπος.

«Τον Ποσειδώνα μέσα μου τον φέρνω,

που με κρατάει πάντα μακριά».

Στο σημείο λοιπόν αυτό αποδεικνύεται ότι ίσως η αναζήτηση και η αλλαγή περιβάλλοντος να μην είναι τελικά κενή περιεχομένου, μια προσπάθεια άνευ νοήματος. Τον βοήθησε να καταλάβει πως για τις τρικυμίες και τις άσχημες καταστάσεις, που αποτελούν τους θεμέλιους λίθους επάνω στους οποίους οικοδομείται μια ανάγκη φυγής, δεν ευθύνονται το σε υπερβολικό βαθμό ηθικό περιβάλλον του ποιητή ούτε η θρησκευτική του γαλούχηση. Ευθύνεται αυτός ο ίδιος. Το πρόβλημα είναι εσωτερικό και όχι εξωγενές. Ας μου επιτραπεί μια μικρή παρέκβαση από το κείμενο, για να αντιληφθούμε καλύτερα αυτή την προσωπική απόδοση ευθύνης. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, περιγράφοντας στο διήγημά του, «Φαρμακολύτρια», έναν άνθρωπο που ήθελε να απαλλαγεί από τα προσωπικά του δράματα, τον δείχνει να κοιμάται έξω από έναν ναό, όπου είχε πάει για να ζητήσει τη βοήθεια της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας και ξαφνικά άκουσε μια φωνή που του είπε: «Ύπαγε ανίατε, ο πόνος θα είναι ζωή σου». Γιατί ο πόνος του ήταν μια προσωπική του επιλογή, αυτό το δρόμο είχε διαλέξει. Τα θες και τα παθαίνεις κοντολογίς, θέλουν να μας πούνε και ο Παπαδιαμάντης και ο Χριστιανόπουλος.

«Μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω,

τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;»

Ο τελευταίος στίχος, συνδέεται με αυτά που προαναφέραμε. Μολονότι ήδη αντιλήφθηκε πως το πρόβλημα του αρύεται από μέσα του, βρήκε δηλαδή την αιτία, δεν έχει αποκρυπτογραφήσει τη λύση – το αποτέλεσμα. Έχει διανύσει μια ολόκληρη διαδρομή, στοχεύοντας στην Ιθάκη του και εξακολουθεί να αμφιβάλλει αν η Ιθάκη αυτή υποδηλώνει και το τέλος του προορισμού: τη λύτρωση. Ρωτάει και εμάς, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Επιχειρώντας εμείς να του απαντήσουμε, θα λέγαμε πως, εφόσον η αιτία αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια της διαδρομής, τότε δύσκολα η λύση θα βρεθεί στο τέλος του προορισμού. Κάπου τη συνάντησε και δεν το κατάλαβε. Όμως άσχημα θα ήταν να ξεκινήσει ένα καινούριο ταξίδι από την αρχή;

*Από την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Η εποχή των ισχνών αγελάδων», 1950.

Φωτογραφία: Σπύρος Στάβερης / LIFO.gr

Ακολουθεί video στο οποίο διαβάζει ο ίδιος ο Ντίνος Χριστιανόπουλος το ποίημά του ’’Ιθάκη’’ :